Όταν
κάποιος έχει την τιμή και την ευλογία να συνομιλεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη
κ. Βαρθολομαίο συνειδητοποιεί την ανάγκη να δει τι αληθινά είναι η Εκκλησία. Οι
περισσότεροι από εμάς έχουμε την εντύπωση ότι η Εκκλησία έχει να κάνει με την
προσωπική μας σωτηρία, τη σχέση μας με το Χριστό, την αγωνία για τους ανθρώπους
της ενορίας, της Μητρόπολης, του τόπου μας, στην καλύτερη περίπτωση της
πατρίδας μας. Μία επίσκεψη όμως σε έναν τόπο ιστορικό και πονεμένο όπως το
Φανάρι δίνει την ευκαιρία να ξαναβρούμε μία προοπτική που πάντοτε η Εκκλησία
έχει, ιδίως όταν τελεί την Θεία Λειτουργία: αυτή της οικουμενικότητας, της
καθολικότητας, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, όπως όταν διαβάζουμε
στο τέλος της ευχής της αναφοράς, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων: «έτι προσφέρομέν
σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της οικουμένης . υπέρ της
αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας». Γιατί το Φανάρι είναι η οικουμένη,
είναι ο τόπος που γίνεται υπερτοπικός. Είναι η Μητέρα Εκκλησία, στην οποία
οφείλουμε την διατήρηση του κατά Χριστόν
ζην ανά τους αιώνες. Και δε νοούμε μόνο την αυθεντικότητα της πίστης μας.
Νοούμε τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία βλέπει τον κόσμο. Γιατί εκ Φαναρίου
πήγαζε και πηγάζει το ήθος εκείνο που θέλει τον χριστιανό να διαλέγεται με τον
κόσμο, να μην απορρίπτει την επιστήμη, να ζητά παιδεία ανοιχτή, να μην
εγκλωβίζεται σε ιστορικά σχήματα, να είναι Ελλάδα και την ίδια στιγμή
οικουμένη. Διότι ο αυθεντικός ελληνικός τρόπος έχει να κάνει με την θεώρηση ως
Ελλήνων όλων όσων έχουν «την ημετέραν μάθησιν».
Και το Φανάρι διέσωσε και διασώζει αυτή την υπέρβαση του τοπικισμού,
ενός κακοπροαίρετου εθνοφυλετισμού, που δεν επιτρέπει στον χριστιανό να έχει
την καρδιά του ανοιχτή στον κάθε άνθρωπο.
Όταν
κάποιος έχει την τιμή και την ευλογία να συνομιλεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη
κ. Βαρθολομαίο συνειδητοποιεί ότι η Εκκλησία δεν υπόσχεται άνεση και αυτάρκεια
στον άνθρωπο, αλλά Σταυρό. Το να είσαι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας σημαίνει
να μην είσαι βέβαιος για κάτι άλλο πλην της αγάπης του Θεού και της πρόνοιας
για τον καθέναν μας, όπου κι αν ζούμε. Κι αυτή η πρόνοια ενίοτε περνά μέσα από
το μαρτύριο, όχι μόνο του αίματος, αλλά και της μοναξιάς μέσα σε μία αλλόθρησκη
κοινωνία, η οποία, παρότι έχει κάνει βήματα προς την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό
της, δεν παύει να βλέπει την παρουσία του Πατριαρχείου κυρίως με τα μάτια της
πολιτικής και όχι πάντοτε του ανθρωπισμού, του σεβασμού των δικαιωμάτων, της
δυνατότητας της ελεύθερης παρουσίας. Εν Φαναρίω η Εκκλησία αίρει τον Σταυρόν,
τον Οποίο ζήτησε ο Χριστός να άρουμε, απαρνιέται την άνεση της ζωής σε έναν
τόπο όπου πλειοψηφούν οι ομόπιστοι, και ακολουθεί την πορεία της διακήρυξης του
Ευαγγελίου και της διάσωσης της ελπίδας για αγιασμό του κόσμου, εν ταπεινώσει.
Και είναι Σταυρός να μην γνωρίζεις ότι «μνησθείη σου ο Κύριος», αλλά να
ελπίζεις ότι δεν θα σε αφήσει. Κι αυτή είναι η χαρμολύπη εν Φαναρίω. Να βλέπεις
ότι ο Σταυρός δεν μένει χωρίς Ανάσταση, στα πρόσωπα όλων εκείνων που διακονούν
τους ναούς, τα προσκυνήματα, τα λιγοστά σπίτια των ομογενών, τα ιδρύματα, τα
σχολεία, τα οποία εξακολουθούν, με την δύναμη της πίστης, να διατηρούν και να
προσφέρουν ζωή.
Όταν
κάποιος έχει την τιμή και την ευλογία να συνομιλεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη
κ. Βαρθολομαίο συνειδητοποιεί ότι ένας θεσμός είναι μεν μοναδικής αξίας, αλλά
λάμπει περισσότερο όταν τον υπηρετούν πρόσωπα που διασώζουν την ποιότητα της
αρχοντιάς, του μέτρου, της αγάπης, της απλότητας και την ίδια στιγμή της βαθιάς
πίστης στο Χριστό. Πρόσωπα που δεν
οχυρώνονται πίσω από την αυθεντία του θεσμού και την απόσταση που μοιραία
γεννά, αλλά στέκονται κοντά στους ανθρώπους ως αληθινοί ποιμένες, για να
παρηγορήσουν, να μοιραστούν χαρές, να ακούσουν, να κοιτάξουν κατάματα πιστούς
και μη πιστούς, ανιδιοτελείς και αναμένοντες, σπουδαίους και απλούς, δυνατούς
και αδύναμους. Πρόσωπα που γίνονται λύχνοι, οι οποίοι φωτίζουν πάσι τοις εν τη
οικία του κόσμου, μικρότερου και μεγαλύτερου.
Πρόσωπα με επίγνωση του χρέους, τα οποία εργάζονται «από φυλακής πρωίας
μέχρι νυκτός» «ίνα πάντες έν ώσι», αλλά και «ως η όρνις η επισυνάγουσα τα
νοσσία εαυτής», για να προστατέψει, να στηρίξει, να δείξει ότι ο αληθινός
χριστιανός είναι ακάματος και δεν ησυχάζει αν δεν εργαστεί για την σωτηρία και
της τελευταίας ψυχής.
Όταν
κάποιος έχει την τιμή και την ευλογία να συνομιλεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη
κ. Βαρθολομαίο συνειδητοποιεί ότι οι ρίζες του απλώνονται όχι μόνο στο
παρελθόν, αλλά ότι έχουν παρόν και μέλλον εφόσον δούμε το Φανάρι όχι μόνο ως
τόπο που εκφράζει τη νοσταλγία μας για την Πόλη που φώτισε την Ιστορία και έκανε
τον χριστιανισμό εκτός από πίστη και πολιτισμό που άνοιξε δρόμους στην
ανθρωπότητα, αλλά και ως τρόπο που παραμένει ζωντανός, για να μας υποδεικνύει
ότι η Ορθοδοξία είναι ευαισθησία για την ωραιότητα που κρύβει η ψυχή του κάθε
ανθρώπου, το τοπίο, τα χρώματα, τα υλικά και πνευματικά. Γιατί δεν λειτουργούμε
στην προοπτική ενός δυαλισμού που απορρίπτει την ζωή στο όνομα της αιωνιότητας,
αλλά μπολιάζει με αιωνιότητα κάθε στιγμή αυτής της ζωής, που μας κάνει να
μπορούμε να χαρούμε την συνάντηση, την τροφή, την κοινωνικότητα, την μουσική,
τα κτήρια, τη δυνατότητα της μετοχής στα ενδιαφέροντα και τον πολιτισμό του
άλλου, μα, πρωτίστως, την δύναμη της συγχώρεσης, η οποία αποτελεί την
πεμπτουσία της συνύπαρξης και της αγάπης. Στον χονδροειδή, φιλήδονο και άθεο
πολιτισμό, ενίοτε στον θρησκευτικά φανατισμένο ή ιδεολογικά αδιάφορο για τη
όντως ζωή, η Πόλη είναι σύμβολο και την ίδια στιγμή ανάσα. «Μες απ’ το ίδιο το
χώμα κι απ’ των ψυχών τα κοιτάσματα, οι πηγές με τα θαύματα μ’ ανασταίνουνε»...
Περιμένουμε
τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο στην Κέρκυρα από τις 10 ως τις 13
Δεκεμβρίου 2014. Είναι τιμή κι ευλογία να ζήσουμε κάτι από όλα αυτά βλέποντάς
τον και παίρνοντας χαρά από την παρουσία του. Είναι μία ιστορική επίσκεψη διότι
θα θυμηθούμε, θα ευλογηθούμε και θα νιώσουμε ότι έρχεται και στο δικό μας σπίτι το πρόσωπο, ο θεσμός, η σεπτή κορυφή της
Ορθοδοξίας. Πρωτίστως όμως ότι έρχεται εκείνος που αποτυπώνει τα τιμιώτατα του
Γένους μας, την αίσθηση ότι μπορεί να ισχύσει και για μας η αλήθεια του στίχου:
μέσα από την Ορθοδοξία «αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου».
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός