11/1/14

Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΑΔΗΣ



         Μία από τις πιο ξεχωριστές παραβολές που διηγήθηκε ο Χριστός στους ανθρώπους είναι αυτή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου. Παραβολή ανατροπών, με σημείο-κλειδί τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης. Ο πλούσιος στην παρούσα ζωή απολαμβάνει τα αγαθά του, το σπίτι, την ενδυμασία, το τραπέζι του χωρίς να θυμάται ότι στον πυλώνα της οικίας του ήταν πεσμένος ο φτωχός Λάζαρος, ο οποίος προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα του τραπεζιού του πλουσίου, ήταν ρακένδυτος και δεν είχε χώρο να κατοικεί. Ο πλούσιος χαιρόταν με τους φίλους του. Ο Λάζαρος είχε ως φίλους του τα σκυλιά. Κι αυτή η αντίθεση συνεχίστηκε όσο οι δύο ζούσαν. Όταν ο κοσμικός χρόνος σταματά και αρχίζει ο χρόνος της αιωνιότητας, η ανατροπή είναι ριζική. Ο πλούσιος υποφέρει στον άδη, καιγόμενος, ενώ ο φτωχός Λάζαρος βρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ. Τώρα θυμάται ο πλούσιος τον Λάζαρο. Εκείνος πάλι όχι.  Και στην παράκληση του πλουσίου στον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να δροσίσει, έστω και λίγο, την γλώσσα του πλουσίου που υποφέρει στη φλόγα του άδη, ο Πατριάρχης απαντά: «τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά .  νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16, 25. Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ κι εσύ υποφέρεις.
                Συγκλονιστικές αυτές οι ανατροπές και είναι η απάντηση του Χριστού τόσο  στο ζήτημα του πλούτου και της ανευσπλαχνίας όσο και στο   ζήτημα της μετά θάνατον ζωής. Κλειδί για τον άνθρωπο η μνήμη. Αυτή τον οδηγεί στους κόλπους του Θεού ή στην αιώνια μοναξιά. Η μνήμη, την οποία καλούμαστε να επιλέξουμε προς ποια κατεύθυνση θα στραφεί σ’ αυτήν την ζωή, για να δούμε και ποια πορεία θα έχουμε ως άνθρωποι στην αιώνια. Συνήθως οι άνθρωποι θυμόμαστε όσα έχουν να κάνουν με το εγώ μας, με το συμφέρον μας, με μία μνήμη εγωκεντρική. Θυμόμαστε τα αγαθά μας, τις γνώσεις μας, τα πρόσωπα που αγαπούμε και αυτά που μας αγαπούνε, μένουμε προσκολλημένοι στο παρόν της ζωής μας. Δεν θυμόμαστε ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη την βοήθεια και την συμπαράστασή μας. Άνθρωποι που έχουν ανάγκη την συγχώρεσή μας. Άνθρωποι που έχουν ανάγκη να ακούσουν από μας λόγο Μωσέως και προφητών, λόγο πνευματικό. Και αυτή η επιλεκτική μνήμη ή η απουσία της μνήμης, σαν μια δύναμη να μας σπρώχνει να την απωθήσουμε, να είναι αυτός που μας χρειάζεται μπροστά μας και εμείς να μην συνειδητοποιούμε ότι θέλει και μπορούμε να του προσφέρουμε τη βοήθειά μας. Γι’ αυτό ο λόγος του Χριστού είναι αφυπνιστικός.
                Οι άνθρωποι πάλι θέλουμε να θυμόμαστε τον Θεό ως μία δύναμη που βρίσκεται εκτός των δεδομένων του χρόνου της ζωής μας. Ότι μας περιμένει κάπου στην αιωνιότητα, η οποία για εμάς είναι δεδομένο ότι θα αργήσει. Επιλέγουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε χρόνο. Την ίδια στιγμή θέλουμε να θυμόμαστε έναν Θεό ο Οποίος έχει υποχρέωση να μας βοηθά στις ανάγκες μας και να συγχωρεί τις αμαρτίες μας, αλλά και να μας σώζει στην αιωνιότητα χωρίς εμείς να χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Κι δεν είμαστε έτοιμοι να θυμηθούμε ότι ο Θεός μας προίκισε με ελευθερία τόση και τέτοια, ώστε να μπορούμε να Τον λησμονούμε, να διαλέγουμε να ζούμε χωρίς Αυτόν, να παραθεωρούμε, να αδιαφορούμε και να απιστούμε ακόμη και στην παρουσία Του στον κόσμο, την Σταύρωση και την Ανάστασή Του για μας, την κλήση Του να είμαστε μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή της οδού της Αγάπης, που αφυπνίζει την μνήμη. Ούτε καν το καλώς νοούμενο συμφέρον της σωτηρίας μας δεν θυμόμαστε. Αυτό που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην μετάνοια για όσα επιλέγουμε να ξεχνούμε, στην ενεργοποίηση της διάθεσής μας να θυμόμαστε τον πλησίον μας.
                Τέλος, οι άνθρωποι έχουμε εφεύρει μηχανές όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή έργα όπως τα βιβλία, στα οποία αποθησαυρίζουμε τις μνήμες μας, περισσότερο ως ιστορία και κατακτήσεις, δημιουργήματα, μηνύματα επικοινωνίας και λιγότερο ως αφορμές αφύπνισης για τα λάθη μας. Μάλιστα, η μνήμη ενίοτε χρησιμοποιείται για να παγιωθεί το κακό στη ζωή μας. Για να το έχουμε εύκολο και ταυτόχρονα διαρκές. Για να το μιμούμαστε και να καμαρώνουμε γι’ αυτό. Ο χρόνος περνά, αλλά εμείς δεν συνειδητοποιούμε ότι η μνήμη των αμαρτημάτων, των λανθασμένων επιλογών μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο θα έπρεπε να είναι αφετηρία νέων ξεκινημάτων. Από την μία αποφυγής των όσων μας βλάπτουν και κοινωνικά και ηθικά και πνευματικά και από την άλλη βίωσης του τρόπου της αγάπης και της χαράς που μας κάνει να αναγνωρίζουμε όσους καλούμαστε να συνδράμουμε τώρα, στο νυν, για να εισέλθουμε στο αεί. Οι εφευρέσεις και τα επιτεύγματα λειτουργούν σήμερα όχι ως φύλακες της μνήμης, αλλά ως χώροι που υπάρχουν για να λέμε ότι υπάρχουν. Συνεχίζουμε, όπως ο πλούσιος, αμνήμονες των όσων μπορούν να μας δώσουν την όντως ζωή.
                Ο πλούσιος δεν οδηγήθηκε στον άδη γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί, εκτός των άλλων, ήταν αμνήμων. Στο χρόνο της αιωνιότητας οι μνήμες του ζωντάνεψαν, αλλά το χάσμα μεταξύ του άδη και των κόλπων του Αβραάμ ήταν μέγα. Αντίθετα, ο Λάζαρος σ’ αυτή τη ζωή είχε στη  μνήμη του το Θεό και σιώπησε στην ασπλαχνία του πλουσίου, ενώ στην αιωνιότητα η μνήμη του παρόντος κόσμου δεν του χρειαζόταν πια. Κι έτσι παρέμεινε παρακαλούμενος στην κοινωνία με το Θεό. Επειδή, συνήθως, ανήκουμε στον τρόπο με τον οποίο ο πλούσιος χρησιμοποίησε την μνήμη του, ας αφυπνιστούμε από τον ευαγγελικό λόγο και ας βγούμε από την εγωκεντρική μνήμη, η οποία δεν αλλάζει ούτε στην αιωνιότητα, αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο για πάντα. Ας αποκτήσουμε μνήμη Θεού, μετάνοιας, αγάπης για να μην χρειαστεί να θυμόμαστε ό,τι χάσαμε, αλλά να έχουμε την ευλογία να ζούμε την παρουσία του Θεού ως ευτυχία. Και τότε η μνήμη δεν θα μας χρειάζεται, γιατί τίποτε δεν θα μπορεί να μας αποσπάσει από την χαρά της αδιάλειπτης κοινωνίας με το Θεό.

Κέρκυρα, 2 Νοεμβρίου 2014