8/2/14

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ, ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ, ΓΝΩΜΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



                Διεκδικούμε το δικαίωμα της γνώμης μας στην ζωή σήμερα. Έχουμε απαίτηση αυτό το δικαίωμα να γίνεται σεβαστό. Ενίοτε το δικαίωμα γίνεται απαίτηση καθαυτό. Δεν θέλουμε απλώς να εκφράσουμε τη γνώμη μας, την άποψή μας, να διαλεχθούμε πάνω σ’   αυτήν, αλλά απαιτούμε να γίνει αποδεκτή, συνήθως ως η μία και μοναδική αλήθεια. Και θεωρούμε ότι έχουμε δικαίωμα να έχουμε και να διατυπώνουμε άποψη επί παντός του επιστητού. Μας χαρακτηρίζει μάλιστα μία ισχυρογνωμοσύνη, η οποία δεν μας επιτρέπει να δούμε το αληθινό νόημα των γεγονότων τα οποία κρίνουμε, μας κάνει έτοιμους να βγάλουμε εσφαλμένα συμπεράσματα και μάλιστα πρόθυμους να τα υπερασπιστούμε με φανατισμό και ανήμπορους να συζητήσουμε καλοπροαίρετα. Συζήτηση σημαίνει για εμάς την επιβολή της γνώμης μας.
Η ισχυρογνωμοσύνη μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί σε όλους τους τομείς της ζωής. Στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην πολιτική, στην τηλεόραση και το Διαδίκτυο, συχνά και στην Εκκλησία. Κι εδώ αρκετοί πιστοί, κληρικοί και μη, διεκδικούν για τον εαυτό τους όχι απλώς το δικαίωμα της άποψης, κάτι που ουδείς έχει το δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά την απαίτηση η άποψή τους να θεωρείται η αυθεντική. Έτσι διαπιστώνουμε μία ισχυρογνωμοσύνη, η οποία φτάνει στα όρια του προσωπικού «αλάθητου» και έναν συνεχή και αδιόρατο φόβο ότι οποιαδήποτε άποψη διαφορετική από τη δική μας υπονομεύει την αλήθειά της.  Ταυτιζόμαστε με τη γνώμη μας και δεν αρκούμαστε στην υπεράσπισή της. Ζητούμε και την επιβολή της. Όταν μάλιστα στην Εκκλησία βρίσκονται «εν υπεροχή» δίδουν στον εαυτό τους την προνομία η γνώμη τους να μην μπαίνει καν σε διάλογο. «Τάδε έφη». Τα υπόλοιπα περικλείονται στην έννοια της υπακοής. Μόνο που η υπακοή δεν έχει να κάνει με την γνώμη, αλλά με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Και δεν μπορεί ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής ή και της καθημερινής ζωής που δεν έχουν να κάνουν με την πίστη ή τους κανόνες της Εκκλησίας, αλλά με την οργάνωση του βίου, την διαχείριση της ενοριακής ζωής και των ανθρώπων, αλλά και τις προτεραιότητες που χρειάζεται να προταχθούν, να μπαίνουν στην λογική του «αλάθητου». Χρειάζεται ταπείνωση και το χάρισμα της ακρόασης των άλλων απόψεων, προκειμένου να διαφανεί το τι μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του λαού του Θεού, δηλαδή προς όφελος της ενότητας των πιστών και της αξιοποίησης των χαρισμάτων τους, με γνώμονα την καλλιέργεια και την προαγωγή της εν Χριστώ σωτηρίας.
Ο απόστολος Παύλος θέτει μία προϋπόθεση για να γίνει αυτό, γράφοντας στους Κορινθίους, οι οποίοι ταλανίζονταν από σχίσματα, έχοντας χωριστεί σε μερίδες με γνώμονα το πρόσωπο που συμπαθούσαν, διεκδικώντας την ίδια στιγμή το τεκμήριο του αλάθητου και της επικράτησης εντός του σώματος του Χριστού όχι γιατί πορεύονταν σύμφωνα με το νόμο του Ευαγγελίου, αλλά γιατί ήταν μαθητές του Παύλου, του Απολλώ, του Κηφά ή του Χριστού. «Το αυτό λέγητε πάντοτε, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). Να είστε σύμφωνοι όλοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε καλλιεργημένοι και ενωμένοι στον ίδιο νου και στο ίδιο φρόνημα.  Ο λόγος του Παύλου προϋποθέτει την κατάρτιση, την ίδια νοοτροπία και την ίδια γνώμη και αποτελεί υπόδειγμα για το πώς η Εκκλησία ζητά από τα μέλη της, είτε τους εν υπεροχή όντας είτε τους πιστούς της, να λειτουργούν έχοντας άποψη στην καθημερινότητα της ζωής της, αλλά και στον τρόπο αποδοχής της διδασκαλίας της πίστης.
Η κατάρτιση είναι σπουδαίο γεγονός στην εκκλησιαστική ζωή. Προϋποθέτει διδασκάλους, οι οποίοι θα έχουν γνώση και την ίδια στιγμή βίωση της αλήθειας της πίστης και διάθεση να την μεταδώσουν σε όσους πορεύονται με πνεύμα μαθητείας και αναζητούν να καταρτισθούν. Δεν υπάρχει αυτοαναγόρευση σε διδάσκαλο κάποιου, αλλά ανάθεση από την ίδια την Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, του έργου αυτού σε κάποιους που έχουν αυτό το χάρισμα. Αλλά και οι ίδιοι δεν λειτουργούν ανεξέλεγκτα, ως αλάθητοι, από την στιγμή που ανέλαβαν το έργο της κατάρτισης. Ανά πάσα στιγμή το έργο τους αξιολογείται από το ίδιο το σώμα του Χριστού και οφείλουν και οι ίδιοι να ζητούν αυτή την αξιολόγηση. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία υπάρχει Σύνοδος των Επισκόπων, όπως επίσης και κάθε τοπική Εκκλησία καλείται να λειτουργεί συνοδικά. Να καλλιεργεί στους κόλπους της τον διάλογο, να ελέγχει την κατάρτιση και το αξιόπιστον του λόγου των όσων έχουν αναλάβει το έργο της διδαχής, όπως επίσης και να μην τελματώνει στο παρελθόν, αλλά να λαμβάνει υπόψιν τις συνθήκες της κάθε εποχής. Γι’ αυτό και οι διδάσκαλοι εντός της Εκκλησίας καλούνται να καταρτίζονται συνεχώς. Να μην επαναπαύονται. Να διαλέγονται με κάθε τι το οποίο ανακύπτει όχι μόνο στην ίδια την εκκλησιαστική ζωή αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος προσεγγίζει, αναζητεί, βάζει εμπόδια ή απορρίπτει την αλήθεια του Χριστού.
Από την άλλη το περιεχόμενο της κατάρτισης δεν μπορεί να στοχεύει σε μία ηθικολογική θεώρηση της ζωής, αλλά στην καλλιέργεια του νου Χριστού. Εδώ έχουμε δύο διαστάσεις, τις οποίες οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν. Από την μία την ανάγκη για ζωή εντός ημών, εντός της καρδίας μας, ζωή αγώνα για απαλλαγή από τα πάθη και κυρίως από αυτό της φιλαυτίας, και από την άλλη την ανάγκη για εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού για τον καθέναν μας, η οποία συχνά περνά από μικρότερους ή μεγαλύτερους σταυρούς. Και οι σταυροί συνήθως δίδονται όχι μόνο από δοκιμασίες του σώματος και της ψυχής, αλλά από την ακρισία των ανθρώπων, από την ανικανότητά τους να λειτουργήσουν με αυθεντική αγάπη, η οποία δεν αδικεί. Κανείς σταυρός όμως δεν μένει χωρίς ανάσταση, γιατί όλα παραχωρούνται από τον Θεό για να μπορεί ο άνθρωπος εν ταπεινώσει να κατεργάζεται την σωτηρία του.
Τέλος, η ίδια γνώμη έρχεται ως απότοκος της επίγνωσης της αλήθειας του Ευαγγελίου, της αγάπης και της αναγνώρισης των καλών προθέσεων των άλλων. Αν ο χριστιανός διαβλέπει υγιή πρόθεση στον λόγο εκείνου που καταρτίζει, εκείνου που λειτουργεί εν υπεροχή, αλλά και εκείνου που θέλει να έχει άποψη, γνώμη, τότε θα διακρίνει το αληθές. Και εκεί ακόμη που δεν θα συμφωνεί, θα βάζει στην άκρη την ισχυρογνωμοσύνη και θα λειτουργεί εν υπακοή, για να μην διασπασθεί το σώμα του Χριστού, ενώ θα αγωνίζεται όχι για να επιβάλει την δική του γνώμη, αλλά για να πρυτανεύσει το όφελος του σώματος του Χριστού. Η ίδια γνώμη όμως δεν προϋποθέτει φίμωση  της οποιασδήποτε άλλης. Όλα λειτουργούν στην προοπτική του διαλόγου και της συμπόρευσης. Και βεβαίως κάποιος ή κάποιοι έχουν στο τέλος την ευθύνη για το πώς θα πορεύεται το σκάφος της Εκκλησίας. Αρκεί να είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν, αν χρειαστεί, ότι ουδείς άσφαλτος.
Αυτό το ήθος δεν το βλέπουμε στον κόσμο. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να αξιολογείται το έργο τους, η γνώμη και η κατάρτισή τους. Αρνούνται να λειτουργήσουν εν ταπεινώσει γιατί προσπαθούν να δούνε πάντοτε νοοτροπίες εξουσίας και κακές προθέσεις, ιδιοτέλειας και εμπάθειας εις βάρος τους, από όσους τους κρίνουν. Την ίδια στιγμή απουσιάζει ο εσωτερικός αγώνας, η σχέση με το Χριστό που φέρνει φώτιση στην καρδιά και τον νου του ανθρώπου, όπως επίσης και η πίστη στην πρόνοια του Θεού που επιτρέπει και θεραπεύει αδικίες, όπως είναι πασίδηλο στη ζωή των Αγίων. Ενίοτε και η εκκλησιαστική ζωή λειτουργεί στα πρότυπα της κοσμικής. Κι αυτό διότι μας λείπει το πνεύμα της μαθητείας, η διάθεση να ακούσουμε τους άλλους, αλλά και η απόφαση για υπακοή ώστε να μην διασπασθεί το σώμα του Χριστού. Λειτουργούμε με περιορισμένη και ξεπερασμένη γνώση ή με προσκόλληση στο παρελθόν, χωρίς να τολμούμε να διαλεχθούμε με το σήμερα, χωρίς να μας νοιάζει κάτι περισσότερο από την ηθική και την ηθικολογία. Και ελκυόμαστε από πρόσωπα, τα οποία γίνονται για μας «αλάθητα» ή αυτοαναγορευόμαστε σε «αλάθητους» καθιστώντας τους ασκούς της πίστης παλαιούς, ενώ ο οίνος παραμένει νέος και ανανεούμενος.
Ο αποστολικός λόγος πάντως μας θέτει όλους προ των ευθυνών μας.    

Κέρκυρα, 3 Αυγούστου 2014