Μία
από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην πνευματική
μας ζωή είναι και η σχέση μας με το παρελθόν, με την παράδοσή μας, με τις
αλήθειες που η παράδοσή μας φέρει. Το ερώτημα πώς αυτές οι αλήθειες μεταλαμπαδεύονται
στο σήμερα βρίσκει συνήθως τρεις απαντήσεις, οι οποίες γίνονται στάση ζωής.
Η
πρώτη απάντηση έχει να κάνει με την αγωνία πολλών το παρελθόν να διατηρηθεί
ακέραιο στη ζωή μας. Έτσι γεννιέται ένας συντηρητισμός, ο οποίος ομνύει στο
αδιαπραγμάτευτο του τρόπου του παρελθόντος. Δεν είναι μόνο η παραμονή στους
λόγους του παρελθόντος. Είναι και η απαίτηση να τηρούνται κατά γράμμα. Και αυτή
η διακήρυξη της τήρησης καθιστά τους ανθρώπους που ακολουθούν αυτή την οδό
αυθεντικούς. Ακόμη κι αν δεν λαμβάνουν υπ’
όψιν τους στοιχεία της ίδιας τους της ζωής στο παρόν που έρχονται, εκ
των πραγμάτων, σε αντίθεση με το παρελθόν. Διότι ο κόσμος εξελίσσεται, η πορεία της χριστιανικής ζωής δεν συναντά
τις κοινωνικές βάσεις που είχε ο χριστιανισμός όταν διαμορφώθηκε, ενώ ακόμη και
τα λαογραφικά – κοινωνικά στοιχεία της ζωής των ανθρώπων (τροφή, ενδυμασία,
γιορτές, ανθρώπινες σχέσεις, τρόπος πρόσληψης όχι μόνο της θρησκευτικότητας
αλλά και όλων των δεδομένων της ζωής) έχουν υποστεί μεγάλες αλλαγές λόγω της
πορείας της ιστορίας προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι όμως που μένουν στο γράμμα δεν
θέλουν καμία αλλαγή στον τρόπο προσέγγισης του Ευαγγελίου, αλλά και του κόσμου
και της ζωής.
Την
ίδια στιγμή υπάρχει μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι ομνύουν στην
προσαρμογή χάριν της προόδου και της αλλαγής της κοινωνίας. Ζητούν καινοτομίες.
Ζητούν την εύρεση τρόπων, λεκτικών σχημάτων, ακόμη και παρασιώπησης των
διδασκαλιών της Εκκλησίας, μόνο και μόνο για να μην υπάρχει ενόχληση στο
σύγχρονο τρόπο ζωής και υποκατάσταση του παρελθόντος από την ανάγκη του
παρόντος. Κι αυτό χωρίς να λαμβάνουν υπ’
όψιν ότι όταν δεν υπάρχουν σταθερές και όλα αρχίσουν να μεταβάλλονται,
δεν είναι εύκολο το ρεύμα το οποίο γεννιέται εκ των πραγμάτων να σαρώσει τα
πάντα, ενώ την ίδια στιγμή, οι αντιδράσεις από την μερίδα των συντηρητικών
ανθρώπων θα είναι μεγάλες, γατί οι όποιες προσαρμογές δεν μπορούν να γίνουν
χωρίς προετοιμασία, χωρίς διάλογο και χωρίς αγάπη όχι μόνο για το καινοτόμο και
την αγωνία ο οίνος της αλήθειας να μην μπει σε παλαιούς ασκούς, αλλά και ότι
υπάρχει πάντοτε και η άλλη πλευρά, η οποία ανήκει και αυτή σε εκείνους «υπέρ ων
Χριστός απέθανεν».
Απέναντι
σ’ αυτές τις δύο θεωρήσεις ο απόστολος
Παύλος διακηρύσσει ξεκάθαρα: « προσέχειν τοις ακουσθείσιν, μη ποτε
παραρρυώμεν» (Εβρ. 2,1). Να μένουμε πιο πιστοί στις αλήθειες που ακούσαμε, για να
μην ξεστρατίσουμε ποτέ. Ο Παύλειος λόγος δεν αναφέρεται σε φόρμες, σε σχήματα
τελετουργικά, σε τρόπους οργάνωσης ή ακόμη και σε τρόπους έκφρασης. Αναφέρεται
στις αλήθειες τις οποίες έχουμε ακούσει και μάλιστα από τον ίδιο το Χριστό και
οι οποίες επιβεβαιώνονται ως αυθεντικές από όσους Τον άκουσαν να μιλεί. Αυτές
οι αλήθειες έχουν να κάνουν με τη σωτηρία μας. Και γι’ αυτό ο απόστολος αναφωνεί: « πώς ημείς εκφευξώμεθα,
τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».
Κανένα
σχήμα ανθρώπινο, τελετουργικό, επικοινωνιακό, διαλεκτικό δεν έχει σημασία
μπροστά στη σωτηρία. Και η Εκκλησία δεν είναι ούτε συντηρητική ούτε
προοδευτική. Είναι αυθεντική, διότι στόχος της είναι η σωτηρία των ανθρώπων από
το κακό και το θάνατο. Κι αυτή δεν μπορεί να έρθει χωρίς την πίστη στο Χριστό
ως τον Σωτήρα του κόσμου, χωρίς την κατάφαση στα όρια που είναι τα δόγματα
αυτής της πίστης, χωρίς την τήρηση των εντολών Του και την ίδια στιγμή χωρίς
την συνάντηση μαζί Του και με τον πλησίον στη ζωή του σώματος του Χριστού που
είναι η Εκκλησία, όχι μόνο στο ναό, αλλά και σε όλη τη ζωή μας. Γιατί η σωτηρία
δεν έχει να κάνει μόνο με τον χρόνο που βρισκόμαστε στην Εκκλησία ή τον χρόνο
της προσευχής μας. Αντανακλάται σε όλη μας την πορεία, αφού κατά πάντα
καλούμαστε να είμαστε άνθρωποι που την βιώνουμε και την φανερώνουμε σε όλα μας
τα έργα.
Επομένως,
για την Εκκλησία το δίλημμα « συντήρηση ή πρόοδος» δεν είναι αληθινό. Ούτε γόνιμο. Εκφράζει
φιλοσοφούσες διάνοιες, όχι όμως αγίους. Η Εκκλησία κρατά ακέραιο τον λόγο του
Χριστού και της παράδοσής της. Αφήνει όμως τα υπόλοιπα στην αγάπη. Ακόμη και οι
ανθρώπινες ανάγκες θεώνται στην προοπτική της αγάπης. Έχουν να κάνουν με το τι
χρειάζονται οι άνθρωποι σε κάθε κοινότητα, σε κάθε κοινωνία, αλλά και
προσωπικά. Η αγάπη δείχνει τον δρόμο και τον τρόπο. Και την ίδια στιγμή, η
Εκκλησία λαμβάνει υπ’ όψιν της όχι μόνο τους πολλούς, αλλά και τους λίγους, όχι
μόνο αυτούς που μπορούν να σηκώσουν το σταυρό της όποιας αλλαγής, αλλά και
εκείνους που και δεν μπορούν και δεν θέλουν.
Ο
Απόστολος Παύλος, αλλά και όλοι οι άγιοι της πίστης μας υπενθυμίζουν το μεγάλο
ερώτημα: θέλουμε να σωθούμε; Η
καταφατική απάντηση σ’ αυτό φέρνει
ενώπιόν μας τον λόγο και τον τρόπο των
Αγγέλων ως πορεία μας, όπως αναφέρει και πάλι ο απόστολος των Εθνών. Αγάπη προς
τον Θεό, υπακοή στο θέλημά Του, δοξολογία για την παρουσία Του και την ίδια
στιγμή επιθυμία για μετοχή και μετοχή σ’
Εκείνον είναι η αποστολή τους. Αυτή είναι και η πρόσκληση του Θεού προς
την δική μας ελευθερία. Μόνο που η πρόσκληση περνά δια της ζωής της Εκκλησίας.
Αυτές οι απλές, μα πάντα μοναδικές και ξεχωριστές αλήθειες είναι τα μεγάλα
ζητούμενα στη ζωή μας. Σ’ αυτές ας
παραμένουμε σταθεροί, υπερνικώντας διλήμματα που μαρτυρούν αδυναμία η αγάπη να
λειτουργήσει ως σύνθεση.
Κέρκυρα, 16 Μαρτίου 2014