10/11/13

ΟΙ ΜΩΡΕΣ ΖΗΤΗΣΕΙΣ

              Έχουμε άραγε σκεφτεί ποτέ πόσο χρόνο χάνουμε στις «μωρές ζητήσεις», στις αναζητήσεις μάταιων πραγμάτων, στις μάταιες συζητήσεις, στις μάταιες συναναστροφές; Ιδίως σήμερα, στην εποχή της πληροφορίας, όπου η τεχνολογία θριαμβεύει, έχουμε τη δυνατότητα, νεώτεροι και μεγαλύτεροι, να ξοδεύουμε το χρόνο μας στην ματαιότητα. Να μην μας μένουν πολλά περιθώρια δημιουργικής ενασχόλησης, επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μας, ακόμη και αναζήτησης του Θεού. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε το χρόνο της ζωής μας είναι παράδοξος. Από την μία δεν αντέχουμε να μην έχουμε κάτι να κάνουμε και γι’ αυτό προσανατολίζουμε τη ζωή μας στις εκπομπές της τηλεόρασης και στην εικονική πραγματικότητα και από την άλλη διαμαρτυρόμαστε  ότι είμαστε κουρασμένοι, ότι ο χρόνος μας είναι περιορισμένος, ότι ο Θεός μπορεί να περιμένει, ενώ είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να φορτώσουμε την ύπαρξή μας με «μωρές ζητήσεις», να συζητούμε χωρίς σκοπό και νόημα και να βρισκόμαστε στην κατάσταση της κατάκρισης και της απόρριψης των άλλων.
                 «Περιίστασο μωράς ζητήσεις» (Τίτ. 3, 9) μας προτρέπει ο Απόστολος Παύλος. «Να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις». Οι άνθρωποι της εποχής του είχαν τη συνήθεια να ξοδεύουν το χρόνο τους σε «περί όνου σκιάς» φιλοσοφικές συζητήσεις, σε αναζητήσεις   γενεαλογικών καταλόγων, προκειμένου να βρούνε την καταγωγή τους,  να φιλονικούν γύρω από διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, ακόμη και να βρίσκονται σε διαμάχη γι’ αυτές. Για τον Παύλο όλη αυτή η ενασχόληση ήταν μάταιη και ανώφελη. Ο απόστολος των Εθνών προτείνει στον μαθητή του, αντί για τέτοιου είδους συζητήσεις, να πρωτοστατεί σε καλά έργα. Να δείχνει αγάπη. Να διακηρύσσει την αξιοπιστία του λόγου του Θεού με τη ζωή του. Και να διαθέτει το χρόνο του τόσο στην προσφορά στο συνάνθρωπο, όσο και στο κήρυγμα της σωτηρίας και της αιωνιότητας, για να μην πηγαίνει χαμένος ο χρόνος του.
                Τι είναι όμως αυτό που μας ωθεί στην ματαιότητα των μωρών ζητήσεων;
                Πρώτα απ’ όλα είναι η απουσία πνευματικού προσανατολισμού στη ζωή μας. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την κατά κόσμο μόρφωσή μας ή τα όποια χαρίσματά μας. Ενίοτε αυτά συμβάλλουν στην απουσία.  Γιατί μας ωθούν στην κοσμική αυτάρκεια. Στην αίσθηση ότι  έχουμε τις δυνατότητες να ζήσουμε χωρίς Θεό, χωρίς προσφορά, χωρίς το μήνυμα και τον τρόπο της Βασιλείας των Ουρανών, όπως αυτή αποτυπώνεται σην Εκκλησία και το ήθος της. Ακόμη κι αν, όμως, δεν ανήκουμε στους κατά κόσμον μορφωμένους, βολευόμαστε στη συνήθεια της ζωής. Γιατί η ματαιότητα και το ανώφελον κρύβονται στην ευκολία της κοινωνικής συναναστροφής. Στην καθημερινότητα. Στο σχόλιο και την κατάκριση, είτε αυτή γίνεται ενώπιον των άλλων, είτε περιλαμβάνεται στην παρακολούθηση και ακρόαση των ζητήσεων των άλλων, όπως αποτυπώνεται στην τηλεόραση και τα ΜΜΕ. Παρασυρόμαστε από την κατάκριση, η οποία δείχνει ότι η ζωή μας δεν στηρίζεται στην αγάπη. Γιατί αυτός είναι ο γνήσιος πνευματικός προσανατολισμός. Η αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο.
                Την ίδια στιγμή ικανοποιείται μέσω των μωρών ζητήσεων η περιέργεια της ύπαρξής μας. Το πνεύμα της περιεργείας, το οποίο η πατερική μας παράδοση απορρίπτει, είναι ακριβώς η ενασχόληση με τα μάταια. Δεν έχει να κάνει με την επιστήμη και την πρόοδο. Ούτε με την εργασία και τη βελτίωσή της. Έχει να κάνει με την ρυπαρότητα της ενασχόλησης με τις ανθρώπινες αμαρτίες. Με τα πάθη των άλλων. Με την τάση για αυτοδικαίωσή μας επειδή εμείς δεν είμαστε σαν αυτούς. Αλλά και με την ψευδαίσθηση της κοινωνικότητας, την οποία η περιέργεια μας προσφέρει. Ότι καθώς ασχολούμαστε με την ματαιότητα, έχουμε την δυνατότητα να είμαστε ενταγμένοι στον κόσμο. Ότι δεν είμαστε περιθωριοποιημένοι. Ότι γνωρίζουμε τι συμβαίνει. Ότι μπορούμε να συζητήσουμε με τους άλλους. Κι όλο αυτό χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα και η διάθεση μελέτης της ανθρώπινης ύπαρξης, της σπουδής πάνω στα λάθη και τα πάθη που βιώνουμε πρωτίστως εμείς, όπως και οι άλλοι. Κι ενώ τα πάθη πρέπει να γίνονται αφορμή μετάνοιας, εμείς εντρυφούμε στα πάθη των άλλων, για να περνά ο χρόνος χωρίς να βάζουμε αρχή μετανοίας.
                Τέλος, οι «μωρές ζητήσεις» αποτελούν ανάπαυλα από τις βιοτικές μέριμνες, οι οποίες απομυζούν τον χρόνο της ύπαρξής μας. Έχουμε την αίσθηση ότι ξεφεύγουμε από το άγχος της ζωής. Μετατοπίζουμε το ενδιαφέρον μας αλλού και έτσι νιώθουμε ότι ξεκουραζόμαστε από την καθημερινότητα. Ακόμη και ο Θεός και η πίστη γίνονται αφορμές  απλώς για να πιστεύουμε ότι κάτι κάνουμε, ότι κάπως ασχολούμαστε με το Ευαγγέλιο. Ιδίως αν τηρούμε τα τυπικά, τα εξωτερικά. Η ψυχή μας όμως δε γίνεται «γη αγαθή», γιατί συμπνιγόμαστε από τις φροντίδες. Κι έτσι τα πάντα αποκτούν έναν χαρακτήρα εξωτερικότητας και όχι εμβάθυνσης στο νόημα της γνήσιας σχέσης με το Θεό. Ο χρόνος περνά κι εμείς δεν κατανοούμε τι αξίζει αληθινά και τι όχι. Πού χρειάζεται να εντρυφήσουμε, να προβληματιστούμε, να καλλιεργηθούμε. Έτσι οι «μωρές ζητήσεις»  γίνονται υποκατάστατα της ανάγκης μας για ξεκούραση και αναψυχή.
                Ο κόσμος μας σήμερα στηρίζεται στις «μωρές ζητήσεις». Η Εκκλησία καλεί τον καθέναν μας όμως να επανεκτιμήσει το νόημα του χρόνου που του δίδεται από το Θεό. Να βρει σκοπό στην προσευχή, στην μελέτη του λόγου του Θεού, στην συνάντηση με τον συνάνθρωπο και στην αναζήτηση της σωτηρίας δια της αγάπης και των καλών έργων. Η καλύτερη απάντηση  στην ματαιότητα και το ανώφελον είναι η χαρά της αγάπης. Η συζήτηση για το Θεό και την αλήθεια. Το μοίρασμα της αγάπης. Η καλλιέργεια της καρδιάς, ώστε να γίνει «γη αγαθή». Και η μετατροπή της περιέργειας σε αγώνα για πνευματική τροφή και δημιουργία. Ας αγωνιστούμε λοιπόν όσο μπορούμε να περιορίσουμε την ματαιότητα στη ζωή μας, με μικρότερα ή μεγαλύτερα βήματα.  Όπως κάνει η Εκκλησία στην γνήσια πορεία της.

 Κέρκυρα, 13 Οκτωβρίου 2013