Χρειαζόμαστε
την αλήθεια; Πόσο έτοιμοι να την ακούσουμε είμαστε; Και ποιος θα μας την πει; Αυτά τα τρία ερωτήματα μας θέτει με τα
λόγια του στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. Απαντά στα παράπονά τους ότι δεν
πήγε να τους επισκεφθεί και την ίδια στιγμή υπερασπίζεται το αποστολικό του
αξίωμα και την θέση του στην Εκκλησία του Χριστού, την οποία μερίδα των
Κορινθίων χριστιανών, εκ των ιουδαϊζόντων αμφισβητούσε. Και καθώς απαντά στα
όσα τον κατηγορούν, νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεί και σε όσους λυπούνται με
αυτή την κατάσταση. Σε όσους πιθανόν να πίστευαν ότι όλα έπρεπε να είναι
αρμονικά και τέλεια στην Εκκλησία, γιατί αυτή αποτελεί το ιδανικό πολίτευμα, ως
προερχόμενη εκ του ουρανού.
Ο
Παύλος γράφει την αλήθεια στους Κορινθίους. Αναφέρει τις πραγματικές του
προθέσεις, που δεν είναι να λυπήσει τους παραλήπτες της επιστολής του, επειδή
θα άκουγαν από τον πατέρα που τους γέννησε εν Χριστώ λόγια και μηνύματα που δεν
θα ηχούσαν ευχάριστα στ’ αυτιά τους. Και την ίδια στιγμή, αντιστρέφοντας το επιχείρημα,
ότι δεν χρειάζεται κάποιος να υπενθυμίζει στον άλλο σημεία που τον στενοχωρούν,
ο Παύλος επισημαίνει ότι γράφει στους Κορινθίους «διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα
λυπηθήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ήν έχω περισσοτέρως εις υμάς» (Β’ Κορ. 2, 4). Η αλήθεια, λέει ο Παύλος,
ακολουθώντας τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, δεν είναι για να κρύβεται, αλλά για να
ελευθερώνει τον άνθρωπο από το ψέμα και να του δίνει αληθινή χαρά, όταν
εκπορεύεται από τα χείλη εκείνου που αγαπά αληθινά και πονά για τους ανθρώπους
που ο Θεός του έχει εμπιστευθεί. Και όχι μόνο γι’ αυτούς. Για όσους αισθάνεται
ότι μπορεί να βοηθήσει με την φανέρωσή της, ακόμη κι αν αυτή φαίνεται ότι είναι
σκληρή.
Χρειαζόμαστε την αλήθεια; Ο Παύλος
απαντά καταφατικά. Ο χριστιανός δεν μπορεί να πορεύεται μέσα στο ψεύδος, γιατί
αυτό έχει την ρίζα του στον διάβολο και στο κακό. Το ψέμα κάθε μορφής αποκόπτει
τον άνθρωπο από το Θεό, αλλά και δεν φανερώνει αγάπη. Και ψέμα δεν είναι μόνο η
διαστρέβλωση της αλήθειας, αλλά και η μη φανέρωσή της, η προσποίηση ότι είναι
άλλη η πραγματικότητα από αυτή που είναι. Οι άνθρωποι ζητούμε το ψέμα ή το λέμε
γιατί πρυτανεύει εντός μας η επιθυμία να ευχαριστούμε τους άλλους, γιατί
φοβόμαστε την δύναμή τους, επειδή είμαστε δειλοί και δεν θέλουμε να τους
δυσαρεστήσουμε, επειδή δεν μας ενδιαφέρει αληθινά το πρόσωπό τους και
προτιμούμε να έχουν καλή γνώμη για μας, επειδή ζητούμε οπαδούς και η κολακεία
αποτελεί έναν καλό τρόπο απόκτησής τους, επειδή το συμφέρον μας είναι να μην
είμαστε μόνοι μας. Έτσι, για να εξασφαλιστούμε προτιμούμε το ψέμα. Την ίδια
στιγμή η αλήθεια, για να ειπωθεί, πρέπει να έχει γίνει αντιληπτή από εμάς, να
ξεκινά από τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας, από τον τρόπο που βλέπουμε τον
συνάνθρωπο και τον κόσμο. Αν έχουμε ως στόχο απλώς να περνάμε καλά, τότε η
αλήθεια είναι ένα ρίσκο και ένα πρόβλημα. Αν όμως έχουμε σκοπό να επιτελέσουμε
μία αποστολή στη ζωή μας, που είναι να ελευθερωθούμε από τα δεσμά της αμαρτίας
και του κακού και να συμβάλουμε στην ελευθερία των άλλων, τότε η οδός της
αλήθειας είναι η μοναδική που μας δίνει γνησιότητα.
Ποιος θα μας πει την αλήθεια; Πρωτίστως
η Εκκλησία, όταν διασώζει την αλήθεια του Ευαγγελίου και το βίωμα των Αγίων
της, αλλά και οι πνευματικοί μας
πατέρες. Αυτών είναι χρέος η φανέρωσή της. Γιατί αυτοί έχουν ως αδιαμφισβήτητο
κριτήριο την αγάπη και την πρόνοια για μας. Όχι γιατί οι ίδιοι μας σώζουν. Αλλά
γιατί έχουν το καθήκον, την ευλογία και τον ζήλο να μιλήσουν για το Χριστό σε
μας, αλλά και για να μας βοηθήσουν να δούμε πότε είμαστε μακριά από Εκείνον και
στην καθημερινή και στην πνευματική μας ζωή. Οι πνευματικοί πατέρες που μας
αναγέννησαν και μας αναγεννάνε δεν μπορούν να μας κολακεύουν ή να είναι
ευχάριστοι σε μας. Η αγάπη δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με την αλήθεια. Γιατί
μόνο τότε γίνεται διέξοδος και για την δική μας
ελευθερία και, επομένως, για την πρόοδό μας εν Χριστώ.
Την ίδια στιγμή χρέος να πούνε την αλήθεια σε μας έχουν και όσοι μας
αγαπούνε. Όσοι συνδέονται μαζί μας παντοιοτρόπως, είτε στην οικογένεια,
είτε στην εργασία, είτε στις συναναστροφές, είτε στις σχέσεις, είτε στην
πολιτική και κοινωνική ζωή. Και είναι χρέος μας αυτούς να σεβόμαστε και να
εμπιστευόμαστε. Όσους τολμούν να ορθοτομήσουν τον λόγον της αληθείας, ακόμη κι
αν γνωρίζουν ότι αυτός ο λόγος θα έχει τίμημα. Όμως μόνο αυτοί μας αγαπούνε
αληθινά.
Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την αλήθεια; Η απάντηση εξαρτάται από
την προσωπική μας πρόοδο σε όλους τους τομείς, την ωριμότητά μας, αλλά,
πρωτίστως, από την ταπείνωση που έχουμε ως πρόσωπα και την εμπιστοσύνη σε
εκείνους που μας αγαπούνε αληθινά. Ιδίως η ταπείνωση είναι το κυριότερο
κριτήριο. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι έτοιμος να ακούσει την αλήθεια, να
προβληματιστεί εξαιτίας της και να δει τη ζωή του μέσα από το πρίσμα της. Αν
δεν είμαστε ταπεινοί, τότε η διάκριση όσων μας αγαπούνε και η φώτισή τους από τον Θεό θα
τους υποδείξει με ποιον τρόπο θα μας μιλήσουν αληθινά. Ενίοτε όμως χρειάζεται
και η απροϋπόθετη έκφραση της αλήθειας, ιδίως όταν αυτοί που μας αγαπούνε
νιώθουν υπεύθυνοι για μας, ακόμη κι αν εμείς αρνηθούμε να ακούσουμε μετά
προσοχής τα όσα θα μας πούνε και θα μας υποδείξουν. Πάντως, αργά ή γρήγορα,
ακόμη κι αν το αταπείνωτον του φρονήματός μας δεν επιτρέψει την άμεση ακρόαση
και παραδοχή της αλήθειας, αυτή θα μας αναγκάσει να ξαναδούμε τις προοπτικές
της πορείας μας εκ των γεγονότων. Και τότε ή θα βρεθούμε λειψοί ή θα βάλουμε
αρχή μετανοίας στη ζωή μας.
Ο απόστολος των Εθνών, μέσα από
τα λεγόμενά του, μας υποδεικνύει και μία διάσταση που δεν είμαστε σε θέση να
προσεγγίσουμε, προσκολλημένοι στον εγωκεντρισμό μας. Γιατί αυτό που μας
ενδιαφέρει συνήθως είναι ο εαυτός μας και ο πόνος που εμείς βιώνουμε όταν
ακούμε ή μαθαίνουμε την αλήθεια. Δεν ερχόμαστε στη θέση αυτού που μας την
αποκαλύπτει, για να σκεφτούμε ότι κι εκείνος, από τη στιγμή που μας αγαπά, δεν
νιώθει ευχάριστα που καλείται να είναι ειλικρινής μαζί μας, με επίγνωση της
πιθανής απόρριψής του. «Δια πολλών δακρύων» γράφει ο Παύλος την αλήθεια. Δεν
μπορεί όμως να κάνει αλλιώς. Επέλεξε να είναι αληθινός και όχι ευχάριστος, για
να βοηθήσει όσο το δυνατόν στην ελευθερία και την μετάνοια. Και δεν κάνει πίσω,
όντας πρότυπο για όλους μας, ζητώντας να μην αφήνουμε την διακονία της αλήθειας, εφόσον αισθανόμαστε
ευθύνη για τον κάθε άνθρωπο με τον οποίο συναναστρεφόμαστε.
Ζούμε σε μια εποχή που η αλήθεια κάθε μορφής μας δυσκολεύει ακόμη
περισσότερο, καθότι είχαμε συνηθίσει σε έναν πολιτισμό και μια στάση ζωής, που
επιβράβευαν κάθε επιθυμία μας, κάθε συναίσθημα, κάθε απωθημένο μας. Κι αυτή η
νοοτροπία πέρασε και στην πνευματική μας κατάσταση. Να ζητούμε τα ευχάριστα. Οι
ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν. Νοσταλγούμε
όμως το ευχάριστο, κι ας μην ήταν αληθινό. Και όσο δεν αλλάζει η νοοτροπία
μας, να βλέπουμε την πραγματικότητά μας όχι για να παραδοθούμε ή να γίνουμε
ανθρωπάρια χωρίς προσωπικότητες και επιλογές, αλλά γα να αναζητήσουμε την
ελευθερία και την μετάνοια που η αλήθεια προσφέρει, ας μην προσδοκούμε
μεταμόρφωση της ζωής μας.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον
έχουμε εκείνους τους αληθινούς πατέρες που «δια πολλών δακρύων» θα τολμήσουν να
μας δείξουν τον δρόμο ή κατά πόσον θα είμαστε έτοιμοι με την ταπείνωσή μας να
ακούσουμε και να υπακούσουμε. Ο Θεός βέβαια δεν λησμονεί κανέναν άνθρωπο και
καμία κοινωνία και στέλνει τη Χάρη Του δι’ όσων επιλέγει να λειτουργούν
προφητικά. Πόσο έτοιμοι να την
αποδεχθούμε είναι η συνεχής πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, τόσο σε
προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η απάντηση εναπόκειται στον καθέναν
μας.
Κέρκυρα, 29 Σεπτεμβρίου 2013