Ο
Απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους, απαντά στον προβληματισμό και
στην αμφισβήτηση την οποία υφίσταται από κάποιους, λέγοντας ότι «ημείς
πιστεύομεν, διό και λαλούμεν» (Β’ Κορ. 4,
13). Ο λόγος του Παύλου, όπως και ο λόγος της Εκκλησίας έναντι του κόσμου και
των ανθρώπων δεν στηρίζεται στην διανοητική, την ιδεολογική, την φιλοσοφική
αρτιότητα, αλλά είναι λόγος ο οποίος πηγάζει από την πίστη στο Χριστό. Η
Εκκλησία μιλά γιατί η πίστη γεννά την ανάγκη για το λόγο. Η πίστη καλεί τον
χριστιανό, τον άνθρωπο του Θεού να μη μένει σιωπηλός, να μην χαίρεται και να
μην κρατά μόνο για τον εαυτό του τα όσα πιστεύει και βιώνει, αλλά να τα
μοιράζεται και με όσους συναναστρέφεται, εισάγοντας την έννοια της αποστολής για
τον κόσμο και την ίδια στιγμή της ευθύνης για τον φωτισμό και τον αγιασμό των
συνανθρώπων μας.
«Πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Πόσοι
λόγοι δεν εκφέρονται σήμερα από υποκρισία! Από επαγγελματισμό! Από ιδιοτέλεια!
Ενίοτε από ματαιοδοξία! Τα κριτήρια της
ανθρώπινης ύπαρξης σχετίζονται με τους λογισμούς της φθοράς και της
ματαιότητας. Πρωτίστως μας κάνουν να μιλούμε αφορμώμενοι από την διάθεση να
προβάλουμε τον εαυτό μας, να δείξουμε ότι έχουμε άποψη για τον κόσμο και τα
πράγματα, ότι είμαστε έτοιμοι να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα, γιατί
είμαστε προσωπικότητες! Μία απίστευτη λογοδιάρροια κυκλοφορεί παντού στην εποχή
μας. Ιδίως, μέσα από το Διαδίκτυο και την τηλεόραση! Ο καθένας, γνωρίζει –δεν γνωρίζει
έχει άποψη! Και μάλιστα, συνήθως υβριστική και απορριπτική για όσους δεν
συμφωνούν μ’ αυτόν ή υπερασπιστική άνευ όμως επιχειρημάτων! Και συνοδεύεται η
καταιγίδα του λόγου από την βεβαιότητας της παντογνωσίας. Από την αίσθηση ότι
κατέχουμε την αλήθεια και την πληρότητα. Αγνοείται η ταπεινοσύνη. Αγνοείται το
μέτρο. Η εικόνα της αναζήτησης της αλήθειας. Αρκεί να αποδείξουμε την ύπαρξή
μας. Ότι αγρυπνούμε. Και μεταφέρουμε ο ένας στον άλλο συνήθως τα πάθη μας. Τις
ματαιότητές μας. Ό,τι μας αρέσει, ενίοτε χωρίς να γνωρίζουμε γιατί και με ποιο
σκοπό.
Ο
Παύλος όμως αναφωνεί και ο λόγος του παραμένει επίκαιρος και συγκλονιστικός: «πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Πηγή του
λόγου είναι η πίστη στο Χριστό. Δεν είναι ο αυτόφωτος εαυτός. Η γνώση, η
παιδεία, η ευφυΐα, η κρίση, αλλά η εμπιστοσύνη στο Θεό και «όν απέστειλε,
Ιησούν Χριστόν». Από Εκείνον αντλεί το περιεχόμενο των λόγων του. Εκείνος είναι
το περιεχόμενο των λόγων του. Η ζωή που ο Χριστός διακηρύττει και εμπνέει για
τον κόσμο. Η Ανάσταση, η Αγάπη, η Πορεία προς μία ζωή στην οποία το έσω του
ανθρώπου προηγείται. Η θέαση του κόσμου με βάση τον Ουρανό. Τίποτε από τις
ανθρώπινες ανάγκες δεν απορρίπτει ο Παύλος, ούτε ο λόγος του. Δεν τις απολυτοποιεί
όμως. Δεν τις καθιστά το νόημα και τον σκοπό της ύπαρξής μας. Δείχνει ότι
υπάρχουμε και ζούμε για τον Χριστό και την πίστη και τα πάντα μέσα από αυτή την
προοπτική φωτίζονται. Οι ανάγκες δεν μας γεμίζουν άγχος. Οι σχέσεις μας δεν
καθίστανται αυτοσκοπός για την δική μας ηδονή ή καταξίωση ή υπέρβαση της
μοναξιάς μας. Η πορεία του κόσμου μας ανησυχεί, αλλά δεν μας καταθλίβει.
Πάντοτε είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά από τις επικαιρότητες της ζωής. Γιατί
γνωρίζουμε να τις ερμηνεύσουμε όχι μόνο με βάση τη λογική, τις ιδέες και την
εμπειρία μας ή τις πληροφορίες που λαμβάνουμε, αλλά με βάση τον λόγο του Θεού,
που μας παρηγορεί, μας υποδεικνύει την αλήθεια, μας φανερώνει ποιος είναι ο
αληθινός μας θησαυρός.
«Πιστεύομεν, διό και λαλούμεν». Ενίοτε
φαντάζει ακατανόητος ο λόγος μας. Παρωχημένος. Για πράγματα ξεπερασμένα και
δυσνόητα στην εποχή της ταχύτητας και της απουσίας πνευματικού προσανατολισμού. Εδώ υπάρχει όμως
ένα κριτήριο μοναδικό που αποδεικνύει την δροσιά και την ελπίδα που ο λόγος της
πίστης κομίζει. Είναι η χαρά του
προσώπου που τον εκφέρει. Η αγάπη που εκπέμπει. Η ζωή που δίνει στους άλλους.
Η βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού. Η μετοχή στον τρόπο της Εκκλησίας, όπως
αυτός βιώνεται στα μυστήριά της. Το συμπάσχειν και το συγχαίρειν. Ακόμη κι αν ο
λόγος φαντάζει να έρχεται από το παρελθόν, το βίωμα της αγιότητας είναι παρόν
και δίνει ελπίδα. Και όποιος πιστεύει και γι’ αυτό λαλεί, καλείται να εκφέρει
και να εκφράζει λόγο και βίωμα αγιότητας και αγάπης. Και τότε ο λόγος σαγηνεύει
ψυχές. Γιατί δεν είναι θεωρία, αλλά εμπειρία. Δεν είναι πρόσκληση σε νόημα,
αλλά παρουσία του βιωμένου νοήματος. Δεν είναι επίκληση στη γνησιότητα, αλλά
φανέρωση της υπάρχουσας, ακόμη και στους πιο κακοπροαίρετους.
«Πιστεύομεν,
διό και λαλούμεν». Αν από κάτι πάσχουμε
οι χριστιανοί είναι ότι δεν φαίνεται η πίστη μας. Όχι με επιδείξεις ή με
φαρισαϊσμούς. Αλλά από τον τρόπο που διερχόμαστε τις δοκιμασίες μας. Από το πώς
ζούμε τις χαρές μας. Από το μέτρο και την άσκησή μας. Από το πώς μιλούμε και
πώς συμπορευόμαστε. «Αυτός πιστεύει». Αν οι συνάνθρωποί μας είναι έτοιμοι να
παραδεχθούνε αυτή την μεγάλη αλήθεια για μας, αυτό σημαίνει ότι η ψυχή μας
ακολουθεί τον λόγο και τον τρόπο του Παύλου, αυτό δηλαδή που θέλει η Εκκλησία.
Και έχουμε κουραστεί ως κοινωνία να ακούμε ανθρώπους που δεν πιστεύουν σ’ αυτά
που λένε. Που λειτουργούν ιδιοτελώς. Που υποκρίνονται. Που είναι επαγγελματίες
κήρυκες του λόγου, χωρίς να συγκλονίζεται η ψυχή τους για ό,τι λένε και για
ό,τι δείχνουν, αφού δεν πηγάζει από το «είναι» τους, αλλά από το προσωπείο
τους. Ο κάθε χριστιανός ας αξιωθεί να
ακούσει από το Θεό και τους ανθρώπους το «πίστευε, γι’ αυτό και μιλούσε». Και τότε δεν θα νιώσει μόνος και παρωχημένος.
Εκείνος, Τον οποίο εμπιστεύεται, θα του αποδεικνύει την παρουσία Του και θα τον
στηρίζει να ξεπερνά κάθε πειρασμό και θα τον βοηθά στην αποστολή που έχει κάθε
χριστιανός: να μιλήσει για ό,τι
πιστεύει, εμπιστεύεται και αγαπά. Και, κυρίως, για το Ποιον.