Πολλά είναι τα είδωλα
τα οποία οι άνθρωποι λατρεύουμε στη ζωή μας. Και είναι άλλοτε άμεση και άλλοτε
έμμεση η λατρεία τους. Παλαιότερα προσκυνούσαν οι άνθρωποι το πυρ, τη φωτιά, και
θεοποιούσαν τη φύση, αλλά και τα επιτεύγματά τους. Σήμερα, χωρίς να λατρεύουμε
άμεσα, δηλαδή με την μορφή θεοτήτων και θρησκείας τα είδωλα κάθε μορφής, τα
προσκυνούμε έμμεσα. Δίδοντας σ’ αυτά την
μορφή όχι απλώς ανάγκης, αλλά και διαπιστώνοντας ότι χωρίς αυτά η ζωή μας δεν
μπορεί να σταθεί, τα έχουμε καταστήσει κυρίαρχα. Έτσι, άμεσα και έμμεσα είτε η
φύση είτε τα επιτεύγματά μας λειτουργούν ειδωλικά.
Στην εποχή μας έχουν προστεθεί
άλλα τρία είδη πυρός προς προσκύνησιν. Είναι πρώτα οι διάφορες μορφές που το
παγκόσμιο σύστημα πολιτισμού μάς κάνει να ασχολούμαστε συνεχώς μαζί τους,
οδηγώντας στην προσωπολατρία. Πολιτικοί, καλλιτέχνες, ποδοσφαιρικές ομάδες,
άλλοι διάσημοι αγκαλιάζουν τη ζωή ιδίως των νεώτερων, οι οποίοι θέλουν να είναι
κοντά τους, να μοιάσουν σ’ αυτούς και να
αποκτήσουν κοντά τους την αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο και οι προσκυνητές
μπορούν να νικούν στη ζωή τους, να γίνονται ξεχωριστοί. Και επειδή οι ίδιοι από
μόνοι τους δεν αισθάνονται ότι μπορούν να καταφέρουν αυτό το ξεχωριστό,
επιλέγουν να προσκολληθούν στα είδωλα αυτά. Στη συνέχεια έρχεται ο μαμμωνάς. Το χρήμα και
οι δυνατότητες που αυτό γεννά. Από ανταλλακτικό μέσο, το οποίο διευκολύνει τη
ζωή μας, της εξασφαλίζει την επιβίωση, ενίοτε και την ποιότητα, το χρήμα
γίνεται σκοπός της ζωής. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος αισθάνεται ότι « ου δύναται
ποιείν ουδέν». Κι έτσι το κάνει θεό του. Τέλος, ο ίδιος ο εαυτός μας γίνεται το
αυτοείδωλο της ζωής μας. Ασχολούμαστε μονίμως με μας. Με τα συναισθήματά μας.
Με τις επιθυμίες μας. Με τα λάθη μας. Με τα τραύματά μας. Με τις ανάγκες μας.
Με τον τρόπο που οι άλλοι μας φέρονται. Με το σώμα μας και την εμφάνισή του.
Η
Εκκλησία μας, έχοντας την Υπεραγία Θεοτόκο ως πρότυπο της ζωής μας, μάς
υπενθυμίζει μία μεγάλη αλήθεια. Ότι η Παναγία είναι αυτή που μάς έκανε να
παύσουμε να προσκυνούμε το πυρ και τα είδωλα, φέροντας στον κόσμο τον Υιό του
Θεού. Ότι μας απάλλαξε από τη λατρεία των ειδώλων κάθε μορφής και μάς έδειξε
ποιος είναι ο αληθινός Θεός. Βοήθησε και βοηθά όποιον πιστεύει να κάνει μία
μεγάλη στροφή στη ζωή του. Από τα επίγεια να οδηγείται στα ουράνια. Όχι για να
εξαρτηθεί από τον ουρανό, αλλά για να γνωρίζει, για να αγαπά και να ελπίζει. Να
γνωρίζει την Αλήθεια του Ποιος μάς δημιούργησε και μάς έδωσε και μας δίδει τη
δυνατότητα να χτίζουμε ιστορία και πολιτισμό. Να αγαπά τον Θεό, όχι μόνο ως
ανταπόδοση της δικής Του αγάπης, αλλά και ως τον μοναδικό τρόπο ικανοποίησης
της βαθύτερης ανάγκης της ύπαρξης που είναι να ζει με πληρότητα. Και είναι η
αγάπη, όπως αυτή μεταφράζεται, ως έλξη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως
μοίρασμα των χαρισμάτων, ως θυσία, η οδός της καταξίωσης του εσωτερικού μας
κόσμου, αλλά και της εύρεσης της πληρότητας που νικά τον θάνατο. Και να ελπίζει
στην αιωνιότητα και την Ανάσταση, ως πορεία μίμησης του Υιού του Θεού και ως
αποδοχής της δωρεάς Του να είναι μαζί μας και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι
αιώνι.
Αιτία
της ειδωλολατρίας είναι η φλόγα των παθών. Τα πάθη ως καταστάσεις που ριζώνουν
στην ύπαρξη, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή, αποτελούν εκφράσεις του κακού,
δηλαδή της απουσίας του Θεού ή της αδυναμίας μας να Τον καταστήσουμε
προτεραιότητα στην ύπαρξή μας λειτουργώντας αγαπητικά. Τα πάθη γεννούν τη
αυτοειδωλοποίησή μας ή την επάνοδο της λατρείας του αρχαίου πυρός στη ζωή μας.
Και δεν είναι τυχαίο ότι ο εκκοσμικευμένος πολιτισμός μας θεωρεί τα πάθη
δικαίωμα του ανθρώπου και τα βαφτίζει « αρετή»
και « προνόμιο». Τα υμνεί με κάθε
τρόπο, μέσα από την τέχνη, μέσα από την φιλοσοφία και την διανόηση, μέσα από
την προβολή τους δια της τηλεοράσεως, μέσα από την αμνήστευσή τους, εφόσον δεν βλάπτουν
το κοινωνικό σύνολο. Ενίοτε ερωτοτροπεί μαζί τους, ακόμη κι αν είναι
καταστροφικά για τον άνθρωπο και για την κοινωνία και δεν παύει να προβάλλει
τις μορφές που τα ζούνε.
Η
Παναγία μάς έδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από την φλόγα των παθών
όταν λειτουργήσει με εμπιστοσύνη στο Θεό, αγωνιζόμενος να καταστήσει την ύπαρξή
του ναό του Αγίου Πνεύματος. Όταν δεν συμβιβάζεται δηλαδή με αυτά ως δήθεν
υγιείς και κατά πάντα ανθρώπινες καταστάσεις, αλλά με νήψη αγωνίζεται ο ίδιος
και αφήνει στη χάρη του Αγίου Πνεύματος να συμπληρώσει ό,τι του λείπει. Όταν
δεν τα αφήνει να βγάλουν καρπούς στην ύπαρξη, αλλά προσπαθεί να τα εκριζώσει,
ελπίζοντας ότι ο Θεός θα ενισχύσει τον δικό του κόπο και ότι μέσα από την ταπείνωση
του να μην δικαιολογεί την αμαρτωλότητά του ο ουρανός θα του δώσει την δύναμη
να αντέξει. Όπως η Υπεραγία Θεοτόκος πάλεψε στον εαυτό της να σβήσει την φλόγα
των παθών νηπιόθεν, έτσι φέροντας το Χριστό στον κόσμο μάς έδειξε ότι η οδός
αυτή είναι εφικτή. Και είναι η γνήσια ελευθερία καρπός αυτού του αγώνα και την
ίδια στιγμή στόχος του, που δίνει ζωήν αιώνιον.
Βιώνουμε
οι άνθρωποι μία πρωτοφανή κρίση, τουλάχιστον
για την πορεία μας μετά τον μεγάλο πόλεμο που διέλυσε τον κόσμο. Δεν
βλέπουμε όμως ότι η λατρεία του πυρός των κάθε μορφής ειδώλων, αλλά και η
φλόγωση την οποία τα πάθη μάς προκαλούν αποτελούν τις κύριες αιτίες της κρίσης,
όπως επίσης και το γεγονός ότι θεωρούμε πως δικαιούμαστε τόσο να λατρεύουμε όσο
και να χαιρόμαστε με τα πάθη μας. Ας στρέψουμε το βλέμμα μας στην Υπέρμαχο
Στρατηγό και ας την παρακαλέσουμε να μας διδάξει να γνωρίζουμε, να αγαπούμε, να
ελπίζουμε από την μία και από την άλλη να βλέπουμε ότι το ρίζωμα των παθών δεν
επιτρέπει να είμαστε αληθινά ελεύθεροι. Και αναλαβόντες τον αγώνα της
επιστροφής στο Θεό και στη σχέση μαζί Του να αγωνιστούμε για μία άλλη ζωή εσωτερικής
κάθαρσης και γνήσιας ελευθερίας, όπως η Παναγία πρώτη μάς έδειξε, για να λατρεύουμε
τον Κτίστη και όχι τα κτίσματα.
Κέρκυρα, 29 Μαρτίου 2013