2/26/13

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Πόσο μπορεί να ενδιαφέρει σήμερα ένας τόμος που παρουσιάζει μοναστήρια και αποτυπώνει στιγμές από την ζωή των μοναχών; Εκτός από την ομορφιά που οι φωτογραφίες συλλαμβάνουν και φέρνουν στις αισθήσεις μας, την περιέργεια για έναν κόσμο ησυχίας, υπέρβασης του κοσμικού χρόνου, αλλά και απόστασης από τα προβλήματα των υπόλοιπων ανθρώπων, όπως επίσης και έναν ελάχιστο μεταφυσικό προβληματισμό, τα μοναστήρια αποτελούν για τους περισσότερους  ένα φαινόμενο το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να γίνει αντικείμενο επίσκεψης, στη χειρότερη, πλήρους απόρριψης και κατάταξης σε ένα οπισθοδρομικό παρελθόν και, συνήθως, αδιαφορίας. Άλλωστε, όπως γράφεται κατά κόρον με σπρέι τους τοίχους των εκκλησιών των πόλεων: «Ο κόσμος δεν αλλάζει με προσευχές».
                Κι όμως τα μοναστήρια δεν είναι απλώς μουσεία του παρελθόντος. Δεν διασώζουν μόνο μία παράδοση αιώνων, θησαυρούς τέχνης και πολιτισμού, έναν παλαιό τρόπο θέασης του χρόνου, ο οποίος συνεχίζει να υφίσταται παράλληλα με τον δικό μας, τον σύγχρονο, της ταχύτητας και του άγχους, της αγωνίας για το παρόν και το μέλλον, των επιθυμιών, ενίοτε ανεκπλήρωτων, για ευτυχία, χαρά και γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις. Δεν διασώζουν μία πίστη σε έναν Θεό που είναι Απρόσωπος και Αφηρημένος, μια κάποια οντότητα, η οποία μας χρειάζεται όταν έχουμε ανάγκη και μας περιμένει να λύσουμε οριστικά τους λογαριασμούς μας όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο και στον Οποίο ελπίζουμε ότι θα βρούμε κατανόηση για όσα κάναμε ή για όσα παραλείψαμε σ’ αυτή τη ζωή. Δεν διασώζουν έναν τρόπο ζωής, ενδυμασίας, εργασίας, που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, αλλά και ούτε να μας αγγίξει. Όλα αυτά θα τα έβαζαν στο περιθώριο της δικής μας, της εκκοσμικευμένης πραγματικότητας και θα τα άφηναν ως αντικείμενο έρευνας στους επιστήμονες, στους θεολόγους και στο λείμμα εκείνο το οποίο, όπως οι πολλοί θεωρούν, θα ήθελε να δραπετεύσει από τα προβλήματα της ζωής του και να κάνει ό,τι έχουν επιλέξει οι μοναχοί και οι μοναχές: να αναζητήσει την ησυχία και την γαλήνη στο όνομα ενός Θεού.
                Δεν είναι δραπέτες της ζωής οι μοναχοί και οι μοναχές. Το αντίθετο. Καταφάσκουν τη ζωή, αλλά σε μιαν άλλη προοπτική. Αυτή που ξεκινά από τον παρόντα χρόνο και κόσμο, για να πορευτεί προς την αιωνιότητα. Την καταφάσκουν χτίζοντας σχέσεις που δεν είναι στηριγμένες στην ανάγκη και την ιδιοτέλεια, ούτε καν της επιβίωσης, αλλά στην αγάπη. Και αγάπη σημαίνει πρόσωπα. Από το Πρόσωπο του Χριστού, την μεγάλη και κύρια Αγάπη των μοναχών, στον Οποίο αφιερώνουν μεγάλο μέρος της ημέρας και ιδιαιτέρως τις νύχτες τους, είτε με τις αγρυπνίες, είτε με τις λίαν πρωί τελούμενες ακολουθίες, είτε με τον προσωπικό τους κανόνα προσευχής, μέχρι και τα πρόσωπα των αδελφών τους. Των πλησίον με τους οποίους συνασκούνται. Των πλησίον με τους οποίους συναπαρτίζουν την οικογένεια της μοναστικής αδελφότητας και συναγωνίζονται τίποτε να μην διαταράξει όχι μόνο εξωτερικά, αλλά κυρίως εσωτερικά, εν τη καρδία, τις σχέσεις τους, με την βίωση ενός τρόπου ζωής τον οποίο διατρέχει η υπακοή, η ακτημοσύνη και η παρθενία. Των πλησίον τους που είμαστε και εμείς οι κοσμικοί, οι οποίοι βρίσκουμε τις πόρτες των μοναστηριών ανοικτές, για να ησυχάσουμε, να μοιραστούμε την λιτότητα με την οποία εκφράζεται η αγάπη και υλικά με το κέρασμα και τον καφέ ή την μετοχή στην τράπεζα και την γενναιοδωρία του λόγου, και πνευματικά με την ακρόασή μας από εκείνους, την προσευχή για μας, την θέα τους, σημεία που έχουμε περισσότερο ανάγκη. Γιατί αυτό είναι πραγματικά ό,τι μας λείπει σήμερα. Κάποιος να μας ακούσει, χωρίς να μας ζητήσει ανταπόδοση. Κάποιος να μας δείξει έναν δρόμο συγχώρεσης και αληθινής κοινωνίας. Κάποιος να μπορέσει να μας δώσει λίγο από το Φως, το οποίο στερούμαστε μέσα στον εγωκεντρικό τρόπο ζωής μας.
                Κι αν ακόμη δεν βρούμε αυτόν τον τρόπο, το τοπίο, το περιβάλλον των μοναστηριών, μας σπρώχνει να ησυχάσουμε εντός μας, να ακούσουμε λίγο τις φωνές της ψυχής μας, να μιλήσουμε εμείς και να ακούσουμε συνάμα τον εαυτό μας. Γιατί ούτε κι αυτό δεν είναι εύκολο να συμβεί σήμερα. Αδυνατούμε να αφουγκραστούμε, να κρίνουμε, να καταλάβουμε γιατί έτσι η ζωή μας, γιατί η καταιγίδα των επιθυμιών, γιατί κλονίζεται ή περιθωριοποιείται η αγάπη. Ακόμη κι αν τα μοναστήρια βρίσκονται εντός του ιστού των πόλεων, αποτελούν κι εκεί νησίδες, στις οποίες ο καθένας μας μπορεί να αναπνεύσει. Να χορτάσει ουρανό, όχι μόνο με τα μάτια του σώματος, αλλά και με τα μάτια της ψυχής.
                Άλλωστε, έτσι λειτουργεί η Εκκλησία. Αυτό θέλει να δείξει με τον τρόπο της, που δεν είναι διαφορετικός στα μοναστήρια και διαφορετικός στις ενορίες, απλά στα μοναστήρια υπάρχουν οι λεπτομέρειες και η ολοκληρωτική αφιέρωση, ενώ στις ενορίες οι άνθρωποι στέκονται για λίγο μέσα στην τύρβη του βίου και συνεχίζουν την πορεία τους, νοσταλγώντας την ώρα της συνάντησης, της κοινωνίας, της γαλήνης  που βρίσκουν μέσα από την κοινωνία με τους συνανθρώπους τους στο ναό. Και είναι τα μοναστήρια φως για όλους εμάς που διακονούμε στις ενορίες. Η λειτουργική τους τάξη. Η ακεραιότητα του ήθους. Η λειτουργία μετά τη λειτουργία στο αρχονταρίκι τους. Η συζήτηση και η γνήσια επικοινωνία. Η εξομολόγηση και η άφεση. Η αίσθηση ότι η προσευχή δίνει άλλο νόημα στη ζωή μας.
                Γιατί μπορεί ο κόσμος εξωτερικά  να δείχνει ότι δεν αλλάζει με προσευχές. Μέσα όμως από την προσευχή των μοναχών, μέσα από την εκζήτηση του αληθινού Θεού, μέσα από το μοίρασμά τους, μέσα από την στροφή στην καρδιά, κρατιέται ο κόσμος. Ίσως φαίνεται παράδοξο, ίσως ξεπερνά τα μέτρα του ορθολογισμού, αλλά ο κόσμος κρατιέται από το χειρότερο συνολικά, από την κατάρρευση επειδή κάποιοι προσεύχονται νυχθημερόν. Αλλά, ακόμη κι αν ο κόσμος δεν δείχνει να αλλάζει, μέσα από την προσευχή μπορεί να αλλάξει ο καθένας. Να θυμηθεί ότι «το πολίτευμα ημών εν τοις ουρανοίς» (Φιλιπ. 3, 20). Να ζητήσει την άφεση για τα οφειλήματά του και να παράσχει την δική του «τοις οφειλέταις» αυτού. Και να πάρει τη δύναμη και το θάρρος που του χρειάζονται για να γίνει όχι απλώς καλύτερος άνθρωπος, αλλά για να  βρει στη ζωή του ελπίδα και χαρά, όπως αποτυπώνονται στην πίστη.
                Στα μοναστήρια υπάρχει η αίσθηση ότι οι άνθρωποι κλείνονται σε έναν δικό τους κόσμο. Και είναι αλήθεια αυτό. Την ίδια στιγμή όμως μας βοηθούν να ξαναδούμε τον δικό μας, υποτιθέμενο ανοιχτό κόσμο. Να επαναθέσουμε προτεραιότητες. Και να εντοπίσουμε αυτό που μας λείπει: την αγάπη και τη γνησιότητα. Από τους ταγούς μέχρι τον καθημερινό άνθρωπο. Κι εκεί έρχεται η λύτρωση, που δεν είναι μόνο δώρο από το Θεό, αλλά και συνέργεια δική μας. Του εντός ανθρώπου, που δεν καλλιεργείται μόνο με την θύραθεν παιδεία, τις ιδέες, την τέχνη, τις αξίες του κόσμου. Χρειάζεται και την παιδεία της ερήμου για να ολοκληρωθεί, να τελειωθεί, να σωθεί. Και η παιδεία της ερήμου κρύβεται μέσα στην πράξη και το βίωμα της μοναχικής ζωής. Κρύβεται μέσα στο φως που λαμβάνει η ψυχή. Αλλά και στην ομορφιά που πηγάζει μέσα από το τοπίο, την ιστορία, τους θησαυρούς, πρωτίστως όμως από τα πρόσωπα, που δεν ανήκουν στο παρελθόν, αλλά ζούνε ανάμεσά μας και μακριά μας, στο παρόν, ανοιγόμενα όμως την ίδια στιγμή σε ένα μέλλον, το οποίο θα άξιζε να σπουδάσουμε.
             Μέσα από αυτές τις προοπτικές νομίζουμε ότι τόσο τα κείμενα, όσο, κυρίως,  οι φωτογραφίες του αγαπητού φίλου Δημήτρη Ταλιάνη ανοίγουν ένα παράθυρο που ξεκινά από την Κέρκυρα, στην οποία μόνο όποιος θελήσει να υπερβεί το αναγκαίο μεν, παγιδευτικό δε, τουριστικό πνεύμα, θα μπορέσει να βρει όλους αυτούς τους κρυμμένους θησαυρούς και ιστορικούς και πνευματικούς, και συναντά όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια απανταχού. Είναι ένα ταξίδι ψυχής, το οποίο θεωρούμε ότι άξιζε να γίνει.  

Ομιλία κατά την παρουσίαση του ομώνυμου τόμου
στην Στοά του Βιβλίου
 Αθήνα,  25 Φεβρουαρίου 2013