11/10/12

ΤΙΣ ΕΣΤΙ ΜΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ;


           Παρότι τα κριτήρια του ερωτήματος δεν ήταν άδολα, ο νομοδιδάσκαλος που πλησιάζει το Χριστό για να Τον δοκιμάσει, προκαλεί τον καθέναν από εμάς να προσπαθήσει να δώσει μαζί  με τον Κύριο την δική του απάντηση: «Τις εστί μου πλησίον;» (Λουκ. 10, 29).
                 Ο Χριστός απαντά με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Δείχνει μέσα από αυτήν ότι για την Εκκλησία δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι πλησίον, αλλά και ότι ο καθένας μας καλείται να αποδείξει ότι θεωρεί τον άλλον πλησίον του «ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού». Γιατί η έννοια του πλησίον δεν είναι θεωρία, ούτε ιδεολογία. Πηγάζει από την καρδιά μας, την ψυχή μας, την ισχύ μας, την διάνοιά μας και προϋποθέτει την μεταμόρφωση όλων αυτών των στοιχείων της ύπαρξής μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
                Στην παραβολή καλός Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος αγκαλιάζει τον τραυματισμένο από τους λογισμούς, τις πτώσεις του εγωκεντρισμού, την αμαρτία της αυτοθεοποίησης τον κάθε άνθρωπο. Δεν προσπερνά αδιάφορος, όπως οι τηρούντες τους νόμους, είτε αυτοί είναι θρησκευτικοί ταγοί είτε κάθε ιδεολογία και πολιτισμός που έχουν ως βάση «τους οικείους». Και η απόδειξη ότι ο Χριστός «ποιεί το έλεος μετ’ αυτού» είναι η φροντίδα των τραυμάτων με έλαιον και οίνον, δηλαδή με την προσωπική θυσία του Ιδίου του Χριστού, αλλά και με το γλυκασμό που το λάδι προκαλεί, την απόδειξη ότι ο Θεός συγχωρεί και ανακουφίζει τις πληγές και τις κάνουν να πονούνε λιγότερο. Η απόδειξη είναι η μεταφορά του τραυματισμένου στο πανδοχείο της Εκκλησίας. Είναι τα δηνάρια που καταβάλλει ο Κύριος, δηλαδή η παρακαταθήκη της αγάπης του οίνου και του ελαίου, που αφήνει στα μυστήρια της Εκκλησίας, ώστε ο τραυματισμένος άνθρωπος να γίνει καλά και η παραγγελία στον πανδοχέα, δηλαδή στον καθέναν που ζει τη ζωή της πίστης να είναι έτοιμος να προσδαπανήσει, δηλαδή να προσθέσει κι αυτός ό,τι χρειαστεί για τον πληγωμένο άνθρωπο. Η απόδειξη είναι ότι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων δεν θα λησμονήσει όσους Τον μιμηθούν, αλλά θα αποδώσει, όταν επανέλθει κατά τη Δευτέρα Παρουσία  στον καθέναν κατά τα έργα του.
                Πλησίον είναι ο άνθρωπος που ταξιδεύει από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Πλησίον είναι ο τραυματισμένος άνθρωπος, ο οποίος κείται αναίσθητος από τον πόνο και την κακία. Πλησίον είναι αυτός που δέχεται τη φροντίδα του Χριστού, χωρίς να μιλά. Και αμίλητος παραμένει καθόλη τη διάρκεια της παραβολής. Ούτε γίνεται αναφορά αν τελικά θεραπεύθηκε. Αν σηκώθηκε από την κλίνη της ασθενείας και  έκανε τελικά το ταξίδι του προς την Ιεριχώ. Ο Χριστός δεν ζητά από εμάς να υποχρεώσουμε τον άλλο να γίνει καλά, να τον σώσουμε αν δεν θέλει.  Ούτε θα μας ζητήσει λόγο αν ο πλησίον μας σώθηκε ή αν, παρά τις δικές μας προσπάθειες, εκείνος δεν ανένηψε ή αν ανένηψε ξαναπήγε στο δρόμο, όπου τον περιμένουν ληστές. Δεν είναι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας που μετρά για τον Χριστό. Είναι η διάθεση να παλέψουμε. Δεν είναι «το ευχαριστώ» και η αποδοχή των πράξεών μας που περιμένει ο Χριστός. Άλλωστε ο τραυματισμένος άνθρωπος δεν μπορούσε να ευχαριστήσει τον Λυτρωτή του. Αυτό όμως δεν έκανε Εκείνον να αδιαφορήσει.
                Το ερώτημα «ποιος είναι πλησίον μου;» έρχεται έντονο και στη δική μας πραγματικότητα. Ιδίως στις μέρες μας δεν είναι αυτονόητα χριστιανική η απάντησή μας. Μάλλον μοιάζουμε περισσότερο με τον ιερέα και τον λευίτη ή, ακόμη χειρότερα, με τους ληστές της παραβολής. Οι τελευταίοι θεώρησαν ότι με την σωματική τους δύναμη ή με την δύναμη των όπλων τους μπορούσαν να εξουσιάσουν τον πλησίον τους. Έτσι, τον κλέβουν και τον τραυματίζουν και τον αφήνουν ημιθανή. Μοιάζουν σ’ αυτούς όλοι εκείνοι οι ιδεολογικοί, οικονομικοί, πολιτικοί και άλλοι άρχοντες, οι οποίοι κλέβουν τα στηρίγματα του ανθρώπου, τα αγαθά του, τις αξίες του, τις ελπίδες του, βρίσκοντάς τον να πορεύεται ανύποπτος στη ζωή του. Οι ιερείς και οι λευίτες, φοβισμένοι για τον εαυτό τους και την δική τους πορεία, αρνούνται να εκπληρώσουν το καθήκον τους, που δεν είναι απλώς να τελετουργούν ή να διατηρούν εξωτερικά ακέραιη την εικόνα των θεσμών που υπηρετούν, χωρίς να ενσκήπτουν στα ανθρώπινα τραύματα, ακόμη και με κίνδυνο της ίδιας τους της ακεραιότητας. Έτσι κλείνονται στον εαυτό τους, στην ξύλινη γλώσσα την οποία μιλούν και δεν μπορούν να δούνε τις βαθύτερες ανάγκες αυτού που είναι πληγωμένος. Ή, περιορίζουν τη φροντίδα τους, μόνο σ’ αυτούς που τους πλησιάζουν, στους «δικούς τους», χωρίς να είναι έτοιμοι να ανοιχτούν σε όλους, για να τους μεταφέρουν στο πανδοχείο της Εκκλησίας και να δώσουν στους τραυματισμένους την δυνατότητα να είναι υπεύθυνοι για όποιο δρόμο θα ακολουθήσουν.  
                Το χείριστο στην εποχή μας πάντως είναι ότι μέσα μας αρκετοί επιβραβεύουμε την βία των ληστών. Όντας στη δική μας ασφάλεια, είμαστε έτοιμοι να ισχυριστούμε ότι καλά να πάθει αυτός που έπεσε στα χέρια τους γιατί ταξίδευε μόνος του, γιατί είχε χρήματα επάνω του, γιατί δεν είχε όπλο να προστατεύσει τον εαυτό του. Αυτή τη βία όμως επιβραβεύουμε όταν αδιαφορούμε και για τα τραύματα των άλλων. Όταν κλεινόμαστε στο «εγώ»μας, στην «αυτάρκειά»μας, σ’ ένα αυτιστικό «εμείς», το οποίο δεν μπορεί να είναι ανοιχτό για τους μη όμοιους με εμάς. Όταν αποθεώνουμε τον ρατσισμό, πολιτικό και κοινωνικό και θρησκευτικό εναντίον όλων όσων δεν είναι σαν κι εμάς. Όταν είμαστε οπαδοί της καθαρότητας, όποιας μορφής: φυλετικής, ηθικής, θρησκευτικής, κοινωνικής. Όταν δεν σεβόμαστε την διαφορετικότητα του άλλου και δεν είμαστε ικανοί, αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, τουλάχιστον να σεβαστούμε και να προσευχηθούμε γι’ αυτόν που υποφέρει.
                «Ποιος είναι ο πλησίον μου;». Ο Χριστός απάντησε στο ερώτημα θυσιαζόμενος στο Σταυρό για τον κάθε άνθρωπο, όχι για να κάνει κήρυγμα, αλλά για να δείξει ότι η αληθινή αγάπη δεν περιμένει ανταπόδοση, αλλά γίνεται θυσία.  Και η θυσία δεν περιορίζεται στα υλικά, αλλά επεκτείνεται στα πάντα της ύπαρξης. Και δεν αρκεί να ζητούμε από τους άλλους να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. Πρωτίστως χρειάζεται ο καθένας μας να κάνει αρχή στην πορεία μίμησης του Χριστού. Συγχωρώντας αυτόν που τον έβλαψε. Προσφέροντας σ’ αυτόν που συναντά στην πορεία της ζωής του. Προσευχόμενος. Κουβαλώντας με το «ίδιον κτήνος», δηλαδή με ό,τι έχει εύκαιρο από τα αγαθά του και τα χαρίσματα αυτόν που μπορεί στο πανδοχείο της Εκκλησίας. Για να ιαθεί με την χάρη των μυστηρίων από τα τραύματά του. Κι ας μην αναγνωρίσει ποτέ την ευλογία που θα πάρει, συνεχίζοντας τον δρόμο του στην Ιεριχώ του κόσμου τούτου, δηλαδή στην διαφθορά του εγωκεντρισμού και της αμαρτίας.

Κέρκυρα, 11 Νοεμβρίου 2012