10/20/12

ΛΕΓΕΩΝ


                   Κάθε άνθρωπος στη ζωή του έχει ένα όνομα. Το όνομα μαρτυρεί το ότι είναι πρόσωπο, ξεχωριστή δηλαδή υπόσταση σε σχέση με τους άλλους, οι οποίοι καλούνται να τον αναγνωρίζουν και να έρχονται ή όχι σε σχέση με αφετηρία αυτό και ό,τι δηλώνει. Γιατί το όνομα δεν αναφέρεται μόνο στον τρόπο που ο άνθρωπος κοινωνεί με τους άλλους. Δείχνει και το ποιος είναι. Συμπυκνώνει την εξωτερική του όψη και εμφάνιση, ενώ την ίδια στιγμή αποτυπώνει τον τρόπο που ο ίδιος σκέπτεται, αλλά και αποτελεί, μία ασυνείδητη έστω, εικόνα για το πώς ο ίδιος βιώνει τη ζωή του. Ασχέτως αν το όνομα δεν είναι δεσμευτικό της εικόνας και του τρόπου ζωής που ο καθένας μας επιλέγει, εντούτοις δείχνει όχι κατ’ ανάγκην αυτό στο οποίο στόχευαν οι γονείς του επιλέγοντάς το, αλλά και τις ρίζες της οικογένειας, διότι το όνομα άλλοτε προέρχεται από το οικογενειακό δέντρο ή είναι μια επιλογή που δείχνει ότι οι γονείς του ανθρώπου θέλουν να ξεφύγουν από αυτό, να καταδείξουν μία άλλη συγγένεια ή τις δικές τους προτεραιότητες (θρησκευτικές, ιστορικές, κοινωνικές) ή τις προτιμήσεις τους ή ακόμα και την απουσία δικής τους ταυτότητας. Διότι το όνομα αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του καθενός. Η ανωνυμία, στην ουσία, μαρτυρεί ανυπαρξία για τον κόσμο και τους άλλους, ιδίως στα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συστήματα, στα οποία η μέριμνα είναι οι αριθμοί και όχι τα ανθρώπινα, όπως με στυγνό και κυνικό τρόπο διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια.
                Για την Εκκλησία το όνομα του ανθρώπου δίνεται ή στην ακολουθία της ογδόης ημέρας από τη γέννησή του ή, συνηθέστερα, στο μυστήριο του βαπτίσματος. Το όνομα δεν είναι μόνο για τον παρόντα χρόνο και κόσμο. Είναι και για την αιωνιότητα. Ο Θεός γνωρίζει τον άνθρωπο με το όνομα που του δόθηκε. Δεν είναι ανώνυμος και απρόσωπος ο άνθρωπος για το Θεό. Είναι η ύπαρξη που έχει όνομα και για την οποία σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός. Επομένως, η αποδοχή από την Εκκλησία του ονόματος που οι γονείς προτείνουν και οι ανάδοχοι αναφέρουν, αποτελεί το σημείο της κλήσης του Θεού στο νέο άνθρωπο που εισέρχεται στη ζωή της πίστης να ξεκινήσει την αναζήτηση και την κοινωνία μ’ Εκείνον, ως πρόσωπο προς Πρόσωπο, να διακριβώσει τις προτεραιότητες που καλείται να έχει στη ζωή του, δηλαδή να κρίνει αν η αγάπη προς το Θεό αποτελεί τη ρίζα και τη βάση για την πορεία της ύπαρξης και, την ίδια στιγμή, να μεταφέρει την κλήση αυτή στον κάθε πλησίον. Να δείξει δηλαδή με την πίστη και τα έργα του και τα χαρίσματά του, ότι η αγάπη είναι ο σκοπός της ζωής του, ότι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος βιώνει αυτή την αγάπη τον εκφράζει πραγματικά και το όνομα να γίνει το σημείο εκείνο της αγιότητας που είναι η αρχή, το μέσον και το τέλος της οδού την οποία βρίσκει και καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος στην Εκκλησία.
                 Στην ευαγγελική περικοπή της συνάντησης του Χριστού με τον δαιμονισμένο της χώρας των Γαδαρηνών, ο Κύριος ρωτά τον ταλαίπωρο εκείνο άνθρωπο ποιο είναι το όνομά του. Κι αυτός απαντά: «Λεγεών», γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια (Λουκ. 8, 30). Δεν ήταν μόνο ο ίδιος που έδινε την απάντηση. Ήταν και τα δαιμόνια, τα οποία τον είχαν καταλάβει. Άνθρωπος και δαίμονες γίνονται ένα καινούριο πρόσωπο, με νέα ταυτότητα και νέο όνομα. Ο άνθρωπος έχει ξεχάσει το δικό του. Τα δαιμόνια του έχουν δώσει μία νέα ταυτότητα, η οποία πηγάζει από την κοινωνία μαζί τους.
               Τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του δαιμονοκρατούμενου ανθρώπου, που έλαβε νέο όνομα και ταυτότητα, εξαιτίας της συνεχούς κοινωνίας με τους δαίμονες.
                Το πρώτο είναι η απουσία ελευθερίας. Ο άνθρωπος δεν είναι ο εαυτός του. Δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί. Άλλαξε το όνομά του όχι επειδή ο ίδιος το επέλεξε, αλλά γιατί κατελήφθη από τα πονηρά πνεύματα. Κι έτσι πλέον δεν είναι αυτός που αποφασίζει για τη ζωή του. Δεν μπορεί να σκεφτεί, να αισθανθεί, να επιλέξει, να αγαπήσει. Η δύναμη των δαιμόνων τον ελέγχει πλήρως. Γι’ αυτό και παραπονείται στο Χριστό, που διέταξε το δαιμονικό πνεύμα να βγει από μέσα του, ότι πλέον η ζωή χωρίς την λεγεώνα θα είναι βασανιστήριο. Ταυτίστηκε με τους δαίμονες που δεν μπορεί να διανοηθεί την ύπαρξή του χωρίς αυτούς. Γιατί, τελικά, εδώ έγκειται το μεγαλύτερο μαρτύριο στην κατάσταση αυτή. Όχι μόνο δεν αντιστέκεται στους δαίμονες, αλλά δεν διανοείται τη ζωή του χωρίς αυτούς. Η απουσία ελευθερίας γίνεται αρρώστια και μαρτύριο, που ο άνθρωπος δεν θέλει να αποφύγει.
               Το δεύτερο είναι η γυμνότητα. Η ενδυμασία είναι ένα σημείο αποδοχής του πολιτισμού. Δείχνει την επιθυμία του ανθρώπου να κοινωνεί με τους άλλους, όχι βλέποντάς τους ως σκεύη ηδονής, αλλά ως πρόσωπα και ξεχωριστές υπάρξεις. Τα ρούχα αποτελούν υπέρβαση της ζωώδους κατάστασης της ύπαρξης. Η αποβολή τους δεν είναι σημείο ελευθερίας από τους περιορισμούς και διάθεσης επιστροφής στη φύση, όπως κάποιοι χωρίς αιδώ ισχυρίζονται. Η διατήρησή τους είναι το σημείο εκείνο το οποίο δείχνει ότι ο άνθρωπος, με σωφροσύνη και αγάπη, θέλει να κοινωνήσει και σε ψυχικό επίπεδο με τους άλλους, χωρίς να βάζει την φιληδονία της σαρκικότητας ως προτεραιότητα. Μόνο στην έρωτα ο άνθρωπος αποβάλλει τα ρούχα, γιατί δεν έχει να χωριστεί σε τίποτα από τον πλησίον του, αλλά ο δρόμος αυτός αποτελεί κίνηση σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, είναι σχήμα του παρόντος κόσμου, τρόπος δηλαδή ενότητας με τον άλλο σ’ αυτή τη ζωή, και δεν επιλύει κατ’ ανάγκην τη δυσκολία του ανθρώπου να αγαπήσει τον άλλον ως ύπαρξη, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, το ότι βλέπει τον άλλο ως αντικείμενο που θα καλύψει τις δικές του ανάγκες και όχι ως βοηθό στην ευρύτερη σχέση με το Θεό και τον πλησίον. Οι δαίμονες κάνουν τον άνθρωπο να αποβάλει τα ρούχα του, γιατί θέλουν να δείξουν πως δεν θέλουν ο άνθρωπος να κοινωνεί με τον πλησίον του στα περιθώρια που ο πολιτισμός αφήνει, κάνουν το ανθρώπινο πρόσωπο αποκρουστικό, το υποβιβάζουν σε κτηνώδη κατάσταση και θέλουν να δείξουν ότι ο άνθρωπος υπάρχει μόνο για την ηδονή και όχι για την αγάπη.
              Το τρίτο είναι η νέκρωση. Ο άνθρωπος κατοικεί στα μνήματα. Είναι σαν νεκρός. Δεν μπορεί να μείνει σε σπίτι, να έχει δηλαδή σχέσεις με τους συνανθρώπους του, να ανήκει σε μία κοινότητα. Αποκόπηκε από την μεγάλη κοινότητα του τόπου του αποβάλλοντας τα ρούχα του. Αποκόπτεται και από την μικρή κοινότητα των οικείων του, κατοικώντας στα μνήματα. Οι δαίμονες θέλουν τον άνθρωπο να υπάρχει μόνο για τον εαυτό του. Να ζει στο μνήμα του ατομοκεντρισμού του. Να μην έχει οικείους. Τον καθιστούν ανίκανο να συνυπάρξει. Να χαρεί, έστω και στοιχειωδώς. Όλα τού είναι ξένα. Μόνο η επιβίωσή του υπάρχει ως κριτήριο. Και γι’ αυτό άνθρωπος τελικά, ακοινώνητος ων, καθίσταται άγριος. Πρέπει να τον δέσουν με αλυσίδες. για να τον κρατήσουν οι άλλοι κοντά του. Όμως, ακόμη και τότε, σπάει τις αλυσίδες του, δείχνοντας ότι δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τους συνανθρώπους του, αλλά αυτοαπορροφάται από τη σχέση του με τα δαιμονικά πνεύματα τόσο, ώστε κάθε κοινωνία με τον παρόντα κόσμο να του είναι αδιανόητη.
              Ο Χριστός, διώχνοντας τα δαιμονικά πνεύματα από την ύπαρξη του ανθρώπου, του ξαναδίνει την ελευθερία, δηλαδή τη δυνατότητα να επιλέξει τι θέλει σε σχέση με το Θεό και το συνάνθρωπο κι αυτό φαίνεται αμέσως από το ότι ο άνθρωπος φέρεται λογικά, κάθεται δίπλα στον Ιησού και τον παρακαλεί να τον πάρει μαζί Του φεύγοντας. Του δίνει τη δυνατότητα να έχει σχέση με τους άλλους ανθρώπους, την μεγάλη κοινότητα του τόπου του και αυτό φαίνεται από το ότι φορά και πάλι τα ρούχα του. Και τον βοηθά να πάψει να είναι νεκρός και για τους οικείους του και για όλους. Του ζητά να παραμείνει στο σπίτι του και να μιλήσει για όσα του έκανε ο Θεός. Ο Χριστός δεν ξαναδίνει όμως το όνομα στον πρώην δαιμονισμένο ούτε τον προσφωνεί μ’ αυτό. Τον αφήνει να το ξαναδώσει ο ίδιος και οι συνάνθρωποί του στον εαυτό του. Γιατί ο Χριστός δεν ελευθερώνει, για να στερήσει εκ νέου την ελευθερία του ανθρώπου με γνώμονα «το καλό». Ο πρώην δαιμονισμένος θα αποφασίσει ποιο όνομα θα θέλει να έχει.
              Ζούμε σε ένα κόσμο και σε έναν πολιτισμό που θυμίζει ιδιαίτερα τον κόσμο των Γαδαρηνών. Τα πάντα γίνονται σήμερα για το χρήμα. Εκτρέφουμε χοίρους, δηλαδή ζούμε με τις αμαρτίες μας, για να κερδίζουμε σύμφωνα με τα δεδομένα του πολιτισμού και των αγορών. Παραθεωρούμε την απογύμνωσή μας από την αγάπη και την νέκρωσή μας όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, προβάλλοντας ως κριτήριο της απομόνωσής μας τον εαυτό μας, την αδυναμία των άλλων να μας καταλάβουν, την δύναμή μας να είμαστε ανεξάρτητοι. Και όταν ακούμε και βλέπουμε το μυστήριο της παρουσίας του Θεού που μας ιματίζει και σωφρονεί, ευκολότερα Του ζητούμε να φύγει από τη ζωή μας, παρά χαιρόμαστε για την παρουσία Του. Γιατί προτιμούμε να κρατούμε το δικό μας όνομα και όχι να ζητούμε την κλήση στο δικό Του. Αυτό της αγιότητας και της αιωνιότητας. Στα αδιέξοδά μας ας προβληματιστούμε. Γιατί Εκείνος θα φύγει από τις κοινότητές μας και τη ζωή μας, αφήνοντας τους θεραπευμένους να διηγούνται όσα εποίησε σε μας και για μας. Εμείς όμως, μήπως τελικά θα θρηνούμε για τους χαμένους χοίρους μας ή θα κάνουμε το βήμα να αλλάξουμε ζωή;

Κέρκυρα, 21 Οκτωβρίου 2012