«Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού» (Λουκ. 8, 11) μας λέει ο Χριστός, σε μία από τις πιο όμορφες παραβολές που καταγράφονται στα Ευαγγέλια. Με τη φράση αυτή μας υπενθυμίζει τη δημιουργική δύναμη που έχει ο λόγος, ως δωρεά του Θεού στον άνθρωπο και, την ίδια στιγμή, την αξία που έχει ο ίδιος ο λόγος του Θεού, αυτός που εκπορεύεται αγιοπνευματικά από Εκείνον και που μας καλεί να δούμε τις προοπτικές που μας δίνει για να ζήσουμε τη ζωή μας μ’ αυτόν και σύμφωνα μ’ αυτόν.
Για να τονίσει αυτό το σημείο, ο Χριστός μάς περιγράφει τις αντιδράσεις των ανθρώπων που ακούνε το λόγο του Θεού, θέλοντας να θέσει ερωτήματα στον καθέναν μας, πού ανήκει. Είμαστε μόνο τυχαίοι ακροατές και ο διάβολος παίρνει το λόγο από την καρδιά μας, με αποτέλεσμα να χάνεται; Είμαστε καλοπροαίρετοι ακροατές, που ενώ χαιρόμαστε διότι ο λόγος δίνει κάτι σπουδαίο και ίσως αξίες στη ζωή μας, όταν έρχεται η ώρα που χρειάζεται να δοκιμαστεί το πόσο αυτός μας δίνει νέο τρόπο στο να βλέπουμε τη ζωή, τις δοκιμασίες και τις σχέσεις μας, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει καμία ρίζα στην καρδιά μας, με αποτέλεσμα να ζούμε και να δρούμε σα να μην τον έχουμε ακούσει; Είμαστε εκείνοι οι ακροατές που αφήσαμε το λόγο να καρπίσει, θέλουμε να τον εφαρμόσουμε στη ζωή μας, όμως, παράλληλα με αυτόν, υπάρχουν και τα αγκάθια, δηλαδή οι φροντίδες για την επιβίωση, ο πλούτος και η αγωνία γι’ αυτόν και οι απολαύσεις της ζωής, που συμπνίγουν τελικά ακόμη και τα όσα ο λόγος άρχισε να καρποφορεί, συντρίβοντας την ψυχή μας; Ή, ανήκουμε στην αγαθή και καλή γη, στην καρδιά που έχει την αρετή και ταυτόχρονα την καλοσύνη, μέσα από τον πόθο της σχέσης με το Χριστό, για να καρποφορήσει χωρίς ενδοιασμούς και ερωτηματικά, να γίνει σαν το δέντρο που προήλθε από τον κόκκο του σιναπιού και σκιάζει και τρέφει τα πουλιά του κόσμου και τα βοηθά να συνεχίσουν πιο ξεκούραστα το πέταγμά τους, δηλαδή όλους όσους τελικά αναζητούν ανάπαυση, νόημα και αφετηρία πετάγματος στη ζωή;
Γιατί τελικά αυτό είναι το βαθύτερο περιεχόμενο της σχέσης του ανθρώπου με το λόγο του Θεού, με το Ευαγγέλιο. Να παλέψει ώστε να γίνει γη αγαθή, για να μπορεί να αποκτήσει τις δωρεές του λόγου και να τις μοιραστεί στη ζωή τη Εκκλησίας με τους άλλους ανθρώπους.
Το Ευαγγέλιο λοιπόν και η ζωή που αυτό προτείνει προσφέρει σκιά από τον ήλιο και τον καύσωνα του κόσμου αυτού. Αυτό σημαίνει ότι δεν αφήνει τον άνθρωπο να συμπνιγεί στις μυλόπετρες των επιθέσεων του πολιτισμού από την μία και του εαυτού του από την άλλη. Όσο αναπόφευκτο και απαραίτητο είναι να ζούμε εντός του χρόνου και του τρόπου του πολιτισμού μας (αυτό είναι, άλλωστε, το θέλημα του Θεού για μας), τόσο μας κουράζουν οι απαιτήσεις του και τα πρότυπα τα οποία θέτει, όχι μόνο για μας, αλλά και για τους οικείους μας. Γεννά αγωνία ο πολιτισμός μας και «πρέπει», για να μπορούμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτόν. Την ίδια στιγμή ο ίδιος μας ο εαυτός, με τους λογισμούς, με τις απαιτήσεις του χαρακτήρα μας και τις ανάγκες μας, σε συνέργεια με τον διάβολο, μας επιτίθεται, ωθώντας μας να προχωρούμε σε μία ζωή μακριά από τον Θεό και χωρίς αιώνια προοπτική. Μας συμπνίγει το σήμερα και η αγωνία για το αύριο. Ο λόγος του Θεού όμως δροσίζει τις ψυχές μας. Μας δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε ποιες είναι οι πραγματικές μας ανάγκες και ανοίγει το δρόμο για μια ζωή πνευματική, δηλαδή με προοπτικές αιωνιότητας, που δεν μας αφήνει να αποκάμουμε στις επιθέσεις του αιώνος τούτου.
Το Ευαγγέλιο και η ζωή που αυτό προτείνει τρέφει το νου και την καρδιά του ανθρώπου με το Χριστό και τη σχέση μαζί Του. Η αγάπη, η χαρά της πίστης, η αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνος, η βεβαιότητα της πρόνοιας του Θεού, η υπέρβαση της αμαρτίας και του κακού, ακόμη κι αν αυτό φαντάζει ακατανίκητο, αποτελούν προοπτικές που πηγάζουν από την υιοθέτηση του λόγου του Θεού ως της πηγής που δίνει ζωή, δηλαδή από τον Ίδιο το Χριστό. Τρεφόμαστε από το λόγο του Θεού και μπορούμε να καρποφορήσουμε και να δώσουμε καρπό εκατονταπλασίονα, καθώς από μας θα βγει ζωή και για τους άλλους ανθρώπους. Κι αυτό είναι τελικά το νόημα που ανοίγεται στη ζωή της Εκκλησίας. Ο λόγος δεν είναι για έναν ή για λίγους, αλλά απλώνεται στη γη του διπλανού μας, αναζωογονώντας τον κόσμο μας.
Το Ευαγγέλιο και η ζωή που αυτό προτείνει γίνεται αφετηρία για να ξεκινούμε κάθε στιγμή από την αρχή. Να προχωρήσουμε στις δυσκολίες της ζωής, υπομένοντας τους κόπους και τις βασάνους της. Τις επιθέσεις του διαβόλου. Τον συμβιβασμό. Την παραίτηση. Την απογοήτευση από την ματαιότητα ενίοτε των ανθρωπίνων σχέσεων. Από την έλλειψη κατανόησης. Από την σκληρότητα της εποχής. Από τα αδιέξοδα, τα οποία προκαλούν κατάθλιψη. Ο λόγος του Θεού δεν μας κάνει παθητικούς ανθρώπους. Διώχνει όμως την αποκλειστικότητα των κοσμικών τρόπων ως λύση για τις δυσκολίες. Την βία. Την μισαλλοδοξία. Την περιφρόνηση του άλλου που μας κάνει να πληγωνόμαστε για την απόρριψή μας. Και αντιτάσσει την πνευματική προσπάθεια. Την συγχωρητικότητα και την ταπεινότητα. Και, ταυτόχρονα, την δημιουργικότητα και την εργατικότητα, και δια της προσευχής και της πνευματικής ζωής, αλλά και δια της εύρεσης εκείνων των τρόπων που με τη χάρη του Θεού θα μας βοηθήσουν να περάσουμε από το σταυρό στην ανάσταση. Άλλωστε, «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. 9,23).
Η Εκκλησία δεν θα πάψει να μας προτείνει το λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο, ως το δρόμο και τον τρόπο της σκιάς και της ανάπαυσης από τον καύσωνα του πολιτισμού και των επιθέσεων του κακού, την πνευματική τροφή για τον εαυτό μας ώστε να νικά τον εγωκεντρισμό του, αλλά και την συνεχή αφετηρία για μια αλλιώτικη ζωή, τόσο εντός της ύπαρξης, όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις. Επαφίεται στον καθέναν μας να καταστήσει τον εαυτό του γη αγαθή, μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, μέσα από την πίστη στο Θεό και τον πνευματικό αγώνα, μελετώντας και εμπνεόμενος από το Ευαγγέλιο και την παρουσία του Χριστού στην καρδιά και την ψυχή του, αλλά και σε όλους όσους ανήκουμε στο Σώμα του Χριστού, να αξιοποιήσουμε την ακρόαση του λόγου, ώστε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο να καρποφορήσει εκείνος καρπόν εκατονταπλασίονα.
Κέρκυρα, 14 Οκτωβρίου 2012