9/8/12

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Ο λόγος του Χριστού αναφορικά με την αποστολή Του από τον Θεό Πατέρα ότι «ουκ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. 3, 17) ξεγυμνώνει την ροπή της ανθρώπινης ύπαρξης να καταδικάζει και να αυτοδικαιώνεται. Έχοντας ως κριτήριο της σχέσης μας με τον κόσμο τον εαυτό μας, τις ιδέες μας, την στάση ζωής μας είμαστε έτοιμοι να δικάσουμε και να καταδικάσουμε τους άλλους γιατί δεν συμφωνούν με μας, αλλά και να απορρίψουμε τον κόσμο και τις προοπτικές του, τον πολιτισμό του, γιατί δεν ανταποκρίνονται στις δικές μας προϋποθέσεις. Το μεγαλύτερο, μάλιστα, πρόβλημα έγκειται στον πειρασμό να απορρίπτουμε συνεχώς τον κόσμο, στον οποίο ζούμε, στο όνομα του Θεού.
Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και ανέβηκε στο Σταυρό για να σώσει τον κόσμο. Δεν απέρριψε τον κόσμο, ούτε τον δίκασε, ούτε απηύθυνε «ουαί» εναντίον της αμαρτίας που γεννά το θάνατο. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να εισέλθει στον κόσμο αυτόν που ο Ίδιος δια του λόγου Του δημιούργησε και εμπιστεύθηκε την χρήση του και την συντήρησή του στον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός αγαπά και τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και γι’ αυτό ενανθρώπησε και ανέβηκε στο Σταυρό για να φτάσει αυτήν την αγάπη στην έσχατη βαθμίδα της: τον θάνατο υπέρ του κόσμου και υπέρ του ανθρώπου. Ο Χριστός δεν σταυρώθηκε για να δημιουργήσει έναν καινούριο τρόπο ζωής, να χτίσει μία καινούρια κοινωνία, έναν διαφορετικό πολιτισμό. Όλα αυτά ήρθαν ως επακόλουθα της ριζικής ανακαίνισης, της μεταμόρφωσης που έφερε ο Χριστός στον κόσμο και στον άνθρωπο, που ξεκινούν από την νίκη κατά του θανάτου, σε όλες τις μορφές του, ιδίως αυτή του πνευματικού. Προηγήθηκε η νίκη κατά του θανάτου, που είναι και η σωτηρία του ανθρώπου, και έπονται όλα τα άλλα, τα οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη και αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να δημιουργήσει μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας.
Ο Χριστός δεν έκρινε τον κόσμο. Τον είχε από την αρχή της ιστορίας συγχωρέσει, γιατί ο άνθρωπος μέσα από την ελευθερία που του δόθηκε στο «κατ’ εικόνα» του, επέλεγε την ζωή μακριά από το Θεό και το χτίσιμο ενός κόσμου, ο οποίος δεν είχε ως κεντρικό προσανατολισμό του τη σχέση με το Θεό. Η ενανθρώπιση του Υιού του Θεού και η άνοδός Του στο Σταυρό αποτέλεσαν για όλο τον κόσμο, για όλους τους ανθρώπους, και τους πριν και τους τότε και τους μετέπειτα και για όσο υπάρχει κόσμος, το σημείο της συγχώρεσης. Όμως αυτή η συγχώρεση δεν παύει να απευθύνεται στην ελευθερία του ανθρώπου να την αποδεχθεί ή όχι. Ο καθένας μας, βλέποντας το Σταυρό του Χριστού, καλείται να επιλέξει αν θα δεχθεί το δώρο του Θεού ή θα συνεχίσει να ζει μία ζωή στην οποία θα κυριαρχεί η δίκη και η καταδίκη.
Η κρίση, με την μορφή της δίκης και της καταδίκης, δίνει ταυτότητα στον άνθρωπο, τον συσπειρώνει γύρω από ένα κέντρο, αυτό της βεβαιότητας ότι έχει δίκιο, ότι ο Θεός τον επιδοκιμάζει, ότι ο τρόπος του είναι ο τρόπος που σώζει. Και συχνά, στη ζωή της Εκκλησίας και τη δική μας, υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, ανεξαρτήτως της θέσης στην οποία βρίσκονται, νιώθουν την ανάγκη να συσπειρωθούν γύρω από την δίκη και την καταδίκη του κόσμου, της αμαρτίας, των αμαρτωλών, αλλά και όσων ακόμη βρίσκονται εντός της Εκκλησίας και δεν βλέπουν και δεν ζούνε τη ζωή της πίστης σύμφωνα με τα όσα οι δικάζοντες και καταδικάζοντες έχουν κατά νουν.
Αυτός ο δρόμος όμως στην ουσία αποτελεί άρνηση του δρόμου που ακολούθησε ο Χριστός. Της σωτηρίας δια της συγγνώμης επάνω στο Σταυρό. Ο Χριστός μας καλεί να κατανοήσουμε τον κόσμο, να δούμε πού αυτός πορεύεται μακριά από τον λόγο Του και από τη ζωή της Εκκλησίας, να μη συσχηματιστούμε ως προς την κακία, την αμαρτία, την αδικία μαζί του, αλλά να μπορέσουμε να δούμε τη ζωή μας και εκείνον σταυρικά. Δηλαδή να συγχωρέσουμε τον συνάνθρωπο, την πραγματικότητα και τον πολιτισμό μας και με αγάπη να συναγωνιστούμε με τα όπλα που η ζωή της Εκκλησίας μας προσφέρει, την προσευχή, την ελεημοσύνη, την πνευματική προσφορά, το λόγο και τα έργα, να φέρουμε στον κόσμο και στον κόσμο μας το μήνυμα της σωτηρίας, που έγκειται στην υπέρβαση του πνευματικού και κάθε είδους θανάτου.
Υπάρχει όμως και άλλη μία προϋπόθεση. Να μπορέσουμε να συγχωρήσουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό, που δεν είναι τέλειος, όσο κι αν το θέλει, όσο κι αν το πιστεύει, όσο κι αν προσποιείται ότι είναι έτσι. Γιατί η αίσθηση της τελειότητας, της δικαίωσης είναι που μας κάνει να λειτουργούμε με την απόρριψη στην ψυχή μας. Να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας επιλέγοντας την οδό της ταπείνωσης έναντι του Θεού και του άλλου, που συνεπάγεται την πάλη και την σταύρωση των λογισμών της καταδίκης, των λογισμών της αυτοδικαίωσης. Να ακούσουμε και τον εαυτό μας και τον άλλο και συγχωρώντας εκείνον, να μπορέσουμε να λυτρωθούμε και από την αγωνία δικαίωσης του «εγώ» μας.
Τέλος, ως μέλη της Εκκλησίας να αφήσουμε κατά μέρος την ψευτοάρνηση της απόρριψης του κόσμου, στον οποίο ο Θεός όρισε να ζούμε (κι αυτό το ξεχνούμε πλάθοντας για τον εαυτό μας και ζητώντας για τους υπόλοιπους άλλους, ιδανικούς κόσμους), και με πνεύμα σταυρικής συγχώρησης ας οπλιστούμε με την δίψα για σωτηρία τόσο την δική μας, όσο και εκείνων που μπορούμε να βοηθήσουμε. Και ο καθένας, με τα χαρίσματά του, ας αφήσει αυτή την δίψα για σωτηρία να γίνει δημιουργική κίνηση, πνοή ζώσα, είτε έχει να κάνει με την καθαυτό ζωή της Εκκλησίας, είτε με κάθε έκφραση που αναφέρεται στον κόσμο και ομορφαίνει τον κόσμο. Και ο Κύριος που υψώθηκε στο Σταυρό θα μας υπενθυμίζει ότι δεν σώζει η καταδίκη, αλλά η αγάπη.

Κέρκυρα, 9 Σεπτεμβρίου 2012