Πολλοί άνθρωποι, μεγαλωμένοι με προκαταλήψεις εναντίον της Εκκλησίας, θεωρούν ότι η Εκκλησία θέλει να έχει εξουσία επάνω στους ανθρώπους τέτοια που να ελέγχει τη ζωή τους. Όταν μάλιστα η τελευταία είναι παραδομένη στην αμαρτία και στις διάφορες μορφές της, ασχέτως της βαρύτητας των ηθικών και πνευματικών παραπτωμάτων, τότε οι άνθρωποι πιστεύουν πως η Εκκλησία τους έχει απορρίψει, τους έχει αφορίσει, τους έχει απομακρύνει από τη ζωή τους. Από την μία δεν αισθάνονται «ούτε άξιοι ούτε ικανοί» να συμμετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας και από την άλλη αναπτύσσουν μία τάση να θεωρούν αυτή τη ζωή ως κάτι που μπορεί να μην απορρίπτουν, ωστόσο νιώθουν ότι δεν είναι γι’ αυτούς. Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι προτιμούν να ζούνε στο σκοτάδι, αισθανόμενοι ότι έχουν ό,τι τους δίδει χαρά και απόλαυση, έστω και πρόσκαιρα, οικειοποιούμενοι τα αγαθά του κόσμου και του πολιτισμού, αποκλείοντας τον εαυτό τους από την ελπίδα της πίστης και βάζοντας τη ζωή τους στην πορεία του ορθολογισμού και της παρούσας πραγματικότητας.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, μας θέτει μία κύρια προϋπόθεση με βάση την οποία ο άνθρωπος, ο οποίος δεν είναι αιρετικός, γιατί τότε δεν έχει την ίδια πίστη με την Εκκλησία, χωρίζεται από το σώμα του Χριστού. Αυτή δεν είναι η αμαρτία, ούτε τα πάθη, ούτε καν η κακία. «Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα» (Α’ Κορ. 16, 22). «Αν κάποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό, ας είναι χωρισμένος από το σώμα της Εκκλησίας». Η αγάπη προς το Χριστό είναι η μόνη προϋπόθεση για να είναι ο άνθρωπος ενταγμένος στην Εκκλησία. Και αγαπώ το Χριστό σημαίνει ότι προσπαθώ να τηρήσω τις εντολές Του και να είμαι μαθητής Του. Και δύο είναι οι εντολές πάνω στις οποίες στηρίζονται και ο νόμος και οι προφήτες: η αγάπη προς το Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον, ακόμη κι αν αυτός είναι εχθρός μας.
Για να γίνει πράξη η αγάπη προς το Χριστό προϋποτίθεται ότι η ανθρώπινη ύπαρξη έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι εικόνα Του. Και η πίστη στην εικόνα του Θεού συνεπάγεται την αναγνώριση εκ μέρους του ανθρώπου των ιδιωμάτων που ο Θεός προσέφερε στον καθέναν μας, δηλαδή την δυνατότητα να αγαπάμε και να είμαστε ελεύθεροι, αλλά και να χρησιμοποιούμε δημιουργικά κάθε χάρισμα, κάθε άλλη ιδιότητα στην κατεύθυνση της αγάπης και της ελευθερίας. Και επειδή ένας τέτοιος δρόμος φαντάζει πολύ δύσκολος, καθώς ο άνθρωπος έχει αφήσει το «κατ’ εικόνα» να αμαυρώνεται από την ροπή του εγωκεντρισμού και της φιληδονίας, η επάνοδος στην δίψα για σχέση με το Θεό αποτελεί απόφαση ζωής για τον άνθρωπο. Διότι του αλλάζει τη ζωή και τον κάνει να βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια.
Ακόμη όμως και αν ο άνθρωπος νικιέται από την αμαρτία, δεν χωρίζεται από το σώμα του Χριστού. Εξακολουθεί να ισχύει η προϋπόθεση της αγάπης προς το Χριστό ως κριτήριο. Ο διάβολος σκοτίζει τον νου και την ψυχή, ώστε να πιστεύει ο άνθρωπος ότι η μετοχή του στην Εκκλησία εξαρτάται από την ηθική του καθαρότητα. Και μεταφέρει το κριτήριο αυτό και στον τρόπο που βλέπει τους άλλους. Τους απορρίπτει, θεωρεί ότι δεν έχουν σχέση με το Θεό και θέση στην Εκκλησία, διότι δεν είναι αναμάρτητοι. Έτσι δικαιώνει τον εαυτό του και τον καθιστά τιμητή των πάντων, ελεγκτή των προθέσεων και της καρδιάς των άλλων. Και επειδή οι άνθρωποι έχουμε την τάση να γενικεύουμε, την λογική του τιμητή την ταυτίζουμε με τη στάση ζωής της Εκκλησίας.
Αντί λοιπόν να βλέπουμε το καίριο στη ζωή της Εκκλησίας που είναι η αγάπη και η σχέση με το Χριστό, κοιτούμε την αξιοσύνη ή την αναξιότητά μας. «Ουδείς άξιος», αναφέρει η Εκκλησία στην λειτουργική της προσευχή. Γιατί η αξιοσύνη δεν αποδίδεται σ’ αυτόν που είναι πιο καλός ή λιγότερο αμαρτωλός σε σχέση με τους άλλους, αλλά σ’ εκείνον που μπορεί να συγκρίνει τον εαυτό του σε σχέση με το Θεό και να θεωρήσει ότι έχει αγγίξει την τελειότητα. Και επειδή κάτι τέτοιο είναι από μόνο του βλασφημία, αντί να έχουμε την ταπείνωση ως κριτήριο της σχέσης μας με το Θεό και τους άλλους, αυτοδικαιωνόμαστε και αφορίζουμε. Έτσι, χτίζεται σταδιακά, ενίοτε και αμετάκλητα, μία νοοτροπία τόσο στους εντός του σώματος, όσο και στους εκτός του σώματος, ότι ο Χριστός αφορίζει και απορρίπτει.
Ο Παύλος δεν δικαιώνει την αμαρτία, ούτε αμνηστεύει την αμαρτωλή ζωή. Δείχνει όμως το κριτήριο. Κι αυτό καλούμαστε, στη δύσκολη πραγματικότητα την οποία βιώνουμε, να το σπουδάσουμε. Δεν είναι η ζωή της Εκκλησίας απλώς μία ηθική διδασκαλία ή ένας κοινωνικός ακτιβισμός, που μετριέται αποτελεσματικά και ποσοτικά. Είναι μία συνεχής υπόμνηση της ανάγκης να αγαπάμε το Χριστό και να έχουμε κοινωνία με το Σώμα Του, δηλαδή τον άνθρωπο. Κι αυτό ξεκινά από την λειτουργική ζωή, από την ενορία, που αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση του σώματος του Χριστού. Συνεχίζεται στην προσευχή για όλο τον κόσμο. Εκδηλώνεται στην αγάπη, την συγχωρητικότητα, το μοίρασμα. Και τροφοδοτείται μέσα από την ασκητική προσπάθεια του καθενός, την υπαρξιακή του κίνηση να χωριστεί από την αμαρτία και να οικειοποιηθεί Αυτόν που αγαπά.
Ο δρόμος αυτός γεννά μία άλλη αντίληψη για την κοινωνική ζωή και τον κόσμο. Γεννά έναν άλλο πολιτισμό, αυτόν της αγιότητας, αυτόν που βιώνει το «Μαράν αθά», το ότι ο Κύριος έρχεται (Α’ Κορ. 16, 22). Και αυτός ο πολιτισμός μπορεί να μη φαίνεται, να μην κάνει θόρυβο, να κρύβεται από τα φώτα του κόσμου τούτου, αλλά μυστικά κατεργάζεται σε προσωπικό, αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο την μεταμόρφωση. Και αυτός ο δρόμος δεν αφορίζει, δεν ξεχωρίζει κανέναν. Εκείνος που δεν αγαπά το Χριστό, αποκόπτει τον εαυτό του από Εκείνον και το Σώμα Του. Μόνο που όσο εύκολα αποκόπτεται κάποιος, τόσο πιο δύσκολα επανέρχεται. Γιατί ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί το κριτήριο. Είναι όμως στο χέρι του η επανένταξη. Κι εδώ λειτουργεί η αγάπη του Θεού, η οποία θα θεραπεύσει την πληγή και θα επανεντάξει τον κεχωρισμένο. Και είναι ευθύνη της Εκκλησίας να λειτουργήσει ως χώρος επανένταξης των ανθρώπων που θα διψάσουν για το Θεό και θα μετανοήσουν για τον χωρισμό και όχι ως χώρος διαφύλαξης της καθαρότητας.
Κέρκυρα, 2 Σεπτεμβρίου 2012