8/18/12

ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ;


Τι περιμένουμε από τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μας;
Ένα μεγάλο ερώτημα που πολλές φορές μας απασχολεί είναι το κατά πόσον μπορούμε να επενδύσουμε στους άλλους ανθρώπους, με τους οποίους συναναστρεφόμαστε, μοιραζόμαστε ή εξουσιάζουμε λόγω της ιδιότητάς μας (οι γονείς τα παιδιά, ο εργοδότης τον εργαζόμενο, ο διοικητής τους υπαλλήλους του κ.ο.κ.). Το ερώτημα αυτό προϋποθέτει την αίσθηση της υπεροχής, την αίσθηση του οραματισμού, αλλά και την ανάγκη για βοήθεια και συσστράτευση που έχει εκείνος ο οποίος επενδύει στους άλλους ανθρώπους. Αλλά και στην καθημερινότητά μας μάς απασχολεί το κατά πόσον οι άλλοι μπορούν να είναι αξιόπιστοι, να έχουν τη διάθεση να μας συνδράμουν, να λειτουργούν ως στήριγμα και ως βοηθοί μας.
Οι περισσότεροι από εμάς επενδύουμε πολλά στη βοήθεια των άλλων. Γι’ αυτό και εύκολα απογοητευόμαστε όταν διαπιστώνουμε είτε ότι δεν θέλουν είτε ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτά που τους ζητάμε ή που περιμένουμε από εκείνους. Η απογοήτευση μάς κάνει να πέφτουμε στην κατάκριση έναντί τους. Μας κάνει να θεοποιούμε τον εαυτό μας ότι κανείς δεν είναι ικανός να συμμεριστεί τις σκέψεις και τους οραματισμούς μας. Μας κάνει να κλεινόμαστε στο «εγώ» μας και να λειτουργούμε καταθλιπτικά. Μας είναι δύσκολο να συγχωρήσουμε αυτούς που δεν είναι όπως τους θέλουμε, όπως επίσης και να αποδεχτούμε την ιδέα ότι χρειάζεται να λειτουργούμε στη ζωή μας συγκαταβατικά έναντι των άλλων, όπως ακριβώς ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία. Και βέβαια, να μην αποφεύγουμε τον προσωπικό κόπο στο να χτίσουμε τις σχέσεις που θα θέλαμε ή να εργαστούμε και να πετύχουμε στον κλάδο τον οποίο επιθυμούμε.
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος προς τους Κορινθίους, απαντά στο ερώτημα κατά πόσον ο ίδιος έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την πνευματική εξουσία που έχει λάβει από το Θεό αφιερώνοντας τον εαυτό του αποκλειστικά στη διακονία του Ευαγγελίου και να δεχθεί την κάλυψη των υλικών αναγκών του από εκείνους, από τους πιστούς δηλαδή. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη αλλά και από την καθημερινότητα των ανθρώπων, ο Παύλος επισημαίνει ότι το δικαίωμα κάλυψης των υλικών του αναγκών το έχει και κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Το ίδιο και όσοι θα αγωνιστούν για το Ευαγγέλιο στη συνέχεια της Ιστορίας. Και δεν είναι θέμα υποχρέωσης από την πλευρά των πιστών να διακονούν τους εργάτες του Ευαγγελίου και να τους απαλλάσσουν από τον κόπο της υλικής επιβίωσης, για να ασχολούνται με τα πνευματικά. Είναι θέμα τιμής και σεβασμού προς για εκείνους που ευαγγελίζονται τη σωτηρία, αναγνώριση προς το έργο τους, όπως επίσης και υπόδειξη προς όλους τους πιστούς της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς τους πνευματικούς τους πατέρες. Αυτό συμβαίνει και στη συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Η όποια υλική συμπαράσταση των πιστών προς τα πρόσωπα των Επισκόπων, των ιερέων, των μοναχών δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση τιμής και σεβασμού, αναγνώριση του έργου τους και υπόδειξη στους άλλους πιστούς ευγνωμοσύνης.
Ο Παύλος όμως για τον εαυτό του θα δώσει ένα άλλο μήνυμα. Θα πει στους Κορινθίους ότι έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα, την εξουσία που του έχει δοθεί να ζει με τη βοήθεια των πιστών, για να μη δημιουργήσει κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού και υπομένει έτσι κάθε στέρηση, αλλά και κοπιάζει προσωπικά ο ίδιος για την υλική του επιβίωση. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού» (Α’ Κορ. 9, 12). Ο Παύλος δεν περιμένει τίποτε από κανέναν. Ακολουθεί το δρόμο του κόπου και το δρόμο της εργασίας, όπως επίσης και το δρόμο της στέρησης, έχοντας αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στην αποστολή του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Χωρίς να απορρίπτει το δικαίωμα όλων, ο Παύλος παραιτείται από την άσκησή του, αν και κανείς δεν του το έχει ζητήσει. Μας δείχνει έτσι ότι υπάρχει ένας δρόμος ιδιαίτερα δύσβατος, αλλά την ίδια στιγμή αγιασμένος, τον οποίο καλούμαστε όλοι μας, κατά το μέτρο του εφικτού, να προσπαθήσουμε να τον ακολουθήσουμε.
Γιατί όμως ο Παύλος δεν περιμένει τίποτε από κανέναν και παραιτείται ακόμη και από αυτά που οι άλλοι μπορούν να του δώσουν;
Ο Παύλος αγαπά ολοκληρωτικά το Χριστό και έχει δοθεί στην αποστολή του. Όλα τα άλλα τα θεωρεί σκύβαλα. Αυτή η ολοκληρωτική αγάπη γίνεται οδός καθ’ υπερβολήν. Δεν μετρά τις ανθρώπινες αδυναμίες μπροστά στη σχέση με το Χριστό. Δεν του γίνονται οι άλλοι πρόσκομμα στην αποστολή του ούτε δικαιολογία για να μην την επιτελέσει. Γι’ αυτό και δεν περιμένει κάτι από εκείνους. Εδώ μας υποδεικνύει μία οδό η οποία έχει μεγάλη σημασία. Συνήθως επικαλούμαστε την αδυναμία των άλλων ή την διάψευση των προσδοκιών που έχουμε από αυτούς, για να αιτιολογήσουμε την δική μας είτε απιστία είτε απογοήτευση είτε οκνηρία είτε παραίτηση. Ο Παύλος μας δείχνει ότι όταν αγαπάει κανείς, παλεύει και δεν αναζητεί καμία δικαιολογία. Είναι αφιερωμένος σε ό,τι και Όποιον αγαπά και δεν περιμένει από τους άλλους βοήθεια, την οποία, αν δεν την βρει, εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Επιπλέον, ο Παύλος γνωρίζει ότι οι άλλοι το πιθανότερο είναι να αναζητούν «εγκοπή», λόγο για να αισθάνονται σκανδαλισμένοι, ώστε να κατακρίνουν τους εργάτες του Ευαγγελίου και ίσως το ίδιο το Ευαγγέλιο. Κι αυτός ο λόγος είναι η κάλυψη των υλικών αναγκών τους. Γιατί ο απόστολος, αλλά και ο κάθε εργάτης του Ευαγγελίου να μην εργάζεται για τη δική του επιβίωση; Είναι ένα ερώτημα που έρχεται μέχρι τις ημέρες μας. Όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η ουσία της αποστολής του ευαγγελισμού, αλλά θεωρείται ουσιωδέστερη η υλική επιβίωση από την πνευματική κατάρτιση. Ο Παύλος, επειδή αγαπά, βλέπει την αδυναμία της πίστης και την ήττα από την επιβίωση των μελών της Εκκλησίας. Και παραιτείται από το δικαίωμά του για να μην έχουν καμία δικαιολογία για την κατάκρισή τους.
Τέλος, ο Παύλος δεν αποφασίζει την παραίτηση γιατί θέλει να επιδειχθεί εγωιστικά έναντι των άλλων αποστόλων ή έναντι των μελών της Εκκλησίας, αλλά γιατί μέσα στη καρδιά του είναι αποφασισμένος να υποστεί οποιαδήποτε στέρηση χάριν του Χριστού. Δεν έχει μόνιμη κατοικία, αλλά περιπλανιέται κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Δεν έχει συγγενείς, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, τουτέστιν τίποτε δικό του που να μπορεί αν τον αναπαύσει, όπως κάθε άνθρωπο. Εκτός τούτων, δείχνει προς όλους την απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό, αλλά και την εργατικότητά του, η οποία δεν έχει σταματημό. Θα εργαστεί και για την υλική του επιβίωση, γνωρίζοντας ότι η ύπαρξη της Εκκλησίας που ίδρυσε τον κάνει να μη στέκεται σε κανέναν κόπο, ακόμη και υλικό. Ο Παύλος βλέπει το αποτέλεσμα και ξεχνά τα δάκρυα, τις στερήσεις, τον κόπο. Η θυσία του εαυτού του δεν είναι χωρίς αντίκρισμα. Η σωτηρία των ανθρώπων και η λειτουργία της Εκκλησίας που ίδρυσε, αναπληρώνουν κάθε τι άλλο.
Πόσες φορές οι άνθρωποι στη ζωή μας μάς απογοητεύουν και μας κάνουν να αισθανόμαστε έτοιμοι να παραιτηθούμε από κάθε τι, είτε αυτό έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές μας σχέσεις είτε με την εργασία και τα οράματά μας. Ο Παύλος τελικά μας δείχνει ότι αν πιστεύουμε και αγαπούμε το σκοπό της αποστολής μας, αν δείχνουμε συγκατάβαση και αν μπορούμε να στερηθούμε για να πετύχουμε, χωρίς να μένουμε σε τι δικαιούμαστε, αλλά κοπιάζοντας με αφοσίωση, τότε δεν θα δικαιολογούμε την παραίτησή μας, αλλά θα συγχωρούμε τους άλλους για τις αδυναμίες τους. Αυτό όμως δεν αναιρεί και από την δική τους την πλευρά την ανάγκη για την έκφραση της τιμής και του σεβασμού, την αναγνώριση του έργου όσων κοπιάζουν και την ευγνωμοσύνη. Κι εδώ καλό είναι όσοι έχουν την όποια εξουσία, να υπενθυμίζουν αυτή τη στάση ζωής στους υπόλοιπους. Ακόμη όμως κι αν δεν υπάρξουν αυτά, η πίστη στο Χριστό θα δώσει δύναμη σε όποιον εργάζεται, θεραπεύοντας την ασθένεια και τον κόπο και δίδοντας καλοσύνη, υπομονή και συγχωρητικότητα.

Κέρκυρα, 19 Αυγούστου 2012