8/10/12
ΩΣ ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΥΣ
Ο Απόστολος Παύλος, στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, περιγράφει, απαντώντας σε όλους εκείνους που θεωρούν ότι οι απόστολοι και, γενικά, αυτοί που είναι ηγέτες στη ζωή της Εκκλησίας, απολαμβάνουν των προνομίων της εξουσίας και ότι η θέση τους κατά άνθρωπον είναι αξιοζήλευτη, το αληθινό περιεχόμενο της αποστολικής διακονίας (Α’ Κορ. 4, 9-16). Και ο λόγος του Παύλου έχει αξία για τον κάθε χριστιανό, γιατί δείχνει ξεκάθαρα ποιο είναι το ήθος της Εκκλησίας, το οποίο καλούνται να εφαρμόζουν όχι μόνο οι ταγοί της (επίσκοποι, κληρικοί, θεολόγοι), αλλά και ο κάθε πιστός. Μάλιστα, ο Παύλος δε θα διστάσει να συγκρίνει το αποστολικό αξίωμα με την θέση των άλλων πιστών στον κόσμο και στη ζωή, για να δείξει το μέγεθος της ευθύνης, αλλά και τον μεγάλο σταυρό που κουβαλούν όσοι θέλουν να είναι και να λειτουργούν ως ηγέτες στην εκκλησιαστική ζωή.
Συγκεκριμένα, ο Παύλος επισημαίνει ότι οι Απόστολοι είναι αυτοί που βρίσκονται στην ελεεινότερη θέση, σα να είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν στην αρένα. Γίνονται θέαμα για τον κόσμο και για τους αγγέλους και για τους ανθρώπους. Παρουσιάζονται ως μωροί για το Χριστό, είναι αδύναμοι και περιφρονημένοι, πεινούν, διψούν, γυρνούν με κουρέλια, δεν έχουν μόνιμη κατοικία, τους χτυπούν οι άνθρωποι, εργάζονται για να επιζήσουν και έχουν καταντήσει σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου και τα αποβράσματα της κοινωνίας, προσπαθώντας στους εμπαιγμούς να απαντούν με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή και στις συκοφαντίες με φιλικά λόγια. Και όλα αυτά, χωρίς να αποστερούν τους εαυτούς τους από την κύρια ιδιότητα που έχει ένας ηγέτης: την πατρότητα. Μέσα σε όλη αυτή την απόρριψη, δεν παύουν να νοιάζονται, να αγαπούν και να προσφέρονται στους ανθρώπους με τους οποίους συνδέονται. Αντί να νικηθούν από την λύπη για αυτά που περνούνε και να αναλώσουν τον εαυτό τους στην καλυτέρευση της προσωπικής τους ζωής, η μέριμνά τους είναι η κατά Θεόν πατρότητα, δηλαδή η καθοδήγηση στην πίστη, η έγνοια για τη σωτηρία και η ασφάλεια που προσφέρουν στα πνευματικά τους παιδιά, εφόσον και αυτά θέλουν αληθινά να τους εμπιστευθούν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φράση του Παύλου για τους αποστόλους: «ως επιθανατίους απέδειξεν ο Θεός» (Α’ Κορ. 4, 9). Κάθε στιγμή στη ζωή τους είναι στιγμή προγεύσεως του θανάτου. Είναι σα να βρίσκονται στην επιθανάτια κλίνη και περιμένουν τον τερματισμό της ζωής. Φαντάζει ιδιαίτερα τρομακτική μια τέτοια θεώρηση. Το σπουδαίο είναι ότι λέγεται από έναν άνθρωπο ο οποίος μέσα του είχε τόση ζωή και τόση δύναμη, ώστε να νικά τον θάνατο κάθε ώρα και κάθε στιγμή , να μην καταβάλλεται ούτε από θλίψη, ούτε από στενοχώρια, ούτε από διωγμό, ούτε από την απειλή του μαχαιριού, ούτε από την φυλακή, ούτε από την απόρριψη. Κι όμως ο λόγος του είναι ξεκάθαρος: αισθάνεται ως επιθανάτιος, παρόλη την δυναμική του.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
Σημαίνει πρώτον ότι βλέπει κάθε στιγμή της ζωής του ως την τελευταία του ευκαιρία να ζήσει το νόημα της. Και το νόημα είναι η παρουσία του Χριστού σ’ όλη του την ύπαρξη και η μεταμόρφωσή του κατά Θεόν. Προσδοκά την συνάντηση με το Χριστό χωρίς τέλος. Και αυτή η προσδοκία του προσδίδει χαρά. Συνήθως οι άνθρωποι όταν νιώθουν το θάνατο να έρχεται, παραλύουν. Και μόνο στη σκέψη της εξόδου απ’ αυτόν τον κόσμο αναπτύσσουν άμυνες φόβου, απόρριψης, προσποίησης ότι το γεγονός αυτό δεν θα συμβεί. Άλλοι αμαρτάνουν. Δύσκολα όμως κάποιος θα πει και θα βιώσει χαρά. Και όχι μόνο για τον βιολογικό θάνατο, αλλά και για κάθε μορφή θανάτου, είτε είναι στην αποτυχία μιας σχέσης, είτε στην μη εκπλήρωση κάποιων στόχων, είτε σε οποιαδήποτε άλλη δοκιμασία, συκοφαντία, απόρριψη. Για τον Παύλο όμως το «επιθανατίους» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσδοκία της πίστης που έχει δώσει ήδη νόημα στη ζωή. Δεν φοβάται να πεθάνει, γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος θα σηματοδοτήσει την αρχή της αιώνιας κοινωνίας με το Χριστό.
Δεύτερον σημαίνει ότι δεν μεταθέτει για το αύριο, το άμεσο ή το μακροπρόθεσμο την όποια διακονία του, με την πρόφαση ότι έχει καιρό. Ο χρόνος αποτελεί για τους ανθρώπους μία παγίδα και την ίδια στιγμή μία μεγάλη αφορμή άγχους. Άλλοι τρέχουν για να προλάβουν και άλλοι θεωρούν ότι έχουν πολύ χρόνο μπροστά τους για να πετύχουν αυτά που επιθυμούν. Για τον Παύλο όμως κάθε στιγμή είναι αφετηρία για προσφορά της πνευματικής διακονίας, να ακουστεί το μήνυμα της σωτηρίας, να διδαχθούν τα μηνύματα του Ευαγγελίου και να βιωθεί η πνευματική και ασκητική προσπάθεια της νίκης κατά του κακού και της αμαρτίας. Συνήθως οι άνθρωποι ασχολούμαστε με όλα τα άλλα στη ζωή μας, εκτός από την σωτηρία μας. Εκτός από την σχέση μας με το Θεό. Εκτός από το Ευαγγέλιο και τη βίωσή του. Ακόμη και στη ζωή της Εκκλησίας όμως, οι ηγέτες που έχουν ως χρέος τους της διακονία, αφήνουμε το χρόνο να περνά, παραδίδοντάς τον εαυτό μας σε μία ραστώνη ή στην αίσθηση ότι τόσα μπορούμε να κάνουμε και πρέπει να κοιτούμε και τους εαυτούς μας. Ο Παύλος όμως μας επαναφέρει σε πνευματικό συναγερμό.
Τέλος, αυτό το «ως επιθανατίους» δείχνει ότι ο Παύλος δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη των άλλων ανθρώπων σχετικά με την διακονία του, αλλά και για την ίδια του τη ζωή. Δεν τον ενδιαφέρει η στάση των πολλών, των κοσμικών, αυτών που απορρίπτουν τη ζωή της Εκκλησίας και της πίστης. Δεν τον ενδιαφέρει ακόμη και η γνώμη των αγγέλων του ουρανού. Κι αυτό διότι όταν κάποιος πεθαίνει, διατρέχει το έσχατο σημείο ενός δρόμου απόλυτης εσωτερικής μοναξιάς, διότι κανείς δεν μπορεί να περάσει και να ζήσει τον θάνατο ενός άλλου, παρά μόνο ο ίδιος που πεθαίνει. Άρα, δεν έχει κανένα νόημα γι’ αυτόν που εξέρχεται από τον κόσμο οι άλλοι να τον δοξάσουν, να τον αναγνωρίσουν, να πούνε καλά λόγια γι’ αυτόν ή να τον απορρίψουν και να τον περιφρονήσουν. Δεν αλλάζουν την μοναχικότητά του. Μπορεί να παρηγορούν την ψυχή του ή να την θλίβουν έτι περισσότερο, αλλά στην ουσία δεν μπορούν να βοηθήσουν ή να κάνουν κακό. Ο Παύλος λοιπόν δείχνει έναν δρόμο ιδιαίτερα δύσκολο, που νικά έναν τεράστιο πειρασμό που και οι εντός και οι εκτός της Εκκλησίας έχουμε: να αναγνωριστούμε από τους άλλους, να γίνουμε αποδεκτοί από αυτούς, να προβληθούμε, να συμβιβαστούμε. Κι αυτό μας οδηγεί στο να εκκοσμικευόμαστε, να υπερηφανευόμαστε, να αυτοπροβαλλόμαστε, να λειτουργούμε επικοινωνιακά και ενίοτε να μην είμαστε αληθινοί. Η μνήμη λοιπόν του θανάτου μας δείχνει ότι η αποστολή μας είναι να διακονούμε κατά Θεόν, να αγαπούμε κατά Θεόν, να παιδαγωγούμε κατά Θεόν και να μην περιμένουμε τίποτε και από κανέναν, αλλά να πορευόμαστε με κριτήριο τη συνείδησή μας και την ευθύνη της αγάπης και ο Θεός γνωρίζει τα υπόλοιπα.
Το ήθος αυτό χρειάζεται να επανευρεθεί από όλους μας, σε μία κοινωνία και σε μία πραγματικότητα που το αρνείται εκ των προτέρων. Ο χριστιανός όμως δεν θα πάψει να λειτουργεί ως το άλας του κόσμου, δεν θα πάψει να επιλέγει την οδό της πίστης ως του κόκκου του σιναπιού που θα μεταμορφώνει τόσο τη δική του ζωή όσο και των άλλων. Και ο λόγος του Θεού, όπως βιώνεται στη ζωή της Εκκλησίας, αποτελεί για τον καθέναν μας, σε όποια θέση κι αν βρίσκεται, αφορμή και αληθινή ευκαιρία πνευματικού αναβαπτισμού.
Κέρκυρα, 12 Αυγούστου 2012