5/20/12

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ & Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ



Είναι πανθομολογούμενο ότι ο Διονύσιος Σολωμός παραμένει ένας άγνωστος στους πολλούς δημιουργός. Η γνώση μας γι’ αυτόν περιορίζεται σε ό,τι μάθαμε από τα σχολικά εγχειρίδια. Οι δύο στροφές του Εθνικού Ύμνου, κάποια αποσπάσματα από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», κάποια επιγράμματα («Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη»), κάποιοι στίχοι και κάποιες ρήσεις μέσα από τα έργα του («Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι ηγαπημένε, πάντοτ’ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε», «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος») και η ιδέα του εθνικού ποιητή.
Όμως ο Σολωμός αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο, πνευματικό και ιστορικό, που αναδεικνύει μέσα από την δημιουργική του προσπάθεια, ζωντανή και πάντοτε επίκαιρη, την ελληνική παράδοση, όχι για να πιαστούμε απ’ αυτήν φολκλορικά και μουσειακά, με την ματιά μας προσανατολισμένη στο παρελθόν, αλλά για να αντλήσουμε δύναμη ως άνθρωποι σε μία πραγματικότητα που χρειάζεται επειγόντως οδοδείκτες, τόσο σε συλλογικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Θα επιμείνουμε στην ιδέα ότι έχουμε αλλοτριωθεί όσο ποτέ άλλοτε από ένα πνεύμα αλλότριο, από έναν πολιτισμό ο οποίος είναι αποτέλεσμα του δυτικού τρόπου ζωής, ωστόσο γεννά θλίψη διότι εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εγκατέλειψε ακόμη κι αυτές τις δυνατές δυτικές αξίες, της αναζήτησης του πνεύματος, των ιδεών, της ανάγκης για παιδεία και ανθρωπιά. Μία τεχνοκρατούμενη, καταναλωτική πραγματικότητα, η οποία εγκατέλειψε στα χέρια της οικονομίας και της κυριαρχίας των αγορών το νόημα της ύπαρξης, το νόημα της ζωής από την μία, και ένας ηδονοθηρικός τρόπος ζωής, ο οποίος λησμόνησε δίπολα τα οποία στην ποίηση του Σολωμού, όπως και άλλων μεγάλων δημιουργών, Δύσης και Ανατολής, σηματοδότησαν την έγνοια του ανθρώπου να ζήσει όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το επέκεινα.
Πώς να μην έχει μετασχηματισθεί ο συλλογικός μας βίος σε άθροισμα ατομικοτήτων, συμφερόντων, ηδονοθηρίας, αδιαφορίας για το σύνολο, όταν σε προσωπικό επίπεδο, τόσο η οικογένεια, όσο και η παιδεία, αλλά και η Εκκλησία ουσιαστικά καλλιεργούν αυτή τη νοοτροπία; Πώς να μιλήσει κανείς για ποίηση σε μία πραγματικότητα ακαλαίσθητη ή, στην καλύτερη περίπτωση, εμφορούμενη από μία ιδεολογική θεώρηση του παρελθόντος, με μόνο κριτήριο να δικαιολογηθεί η ακαμψία του παρόντος ή η αίσθηση ότι αρκεί η φολκλορική διατήρηση ενός παρελθόντος που αγνοούμε και η βουτιά στην επιβίωση ή στην διατήρηση του πλούτου ή στην αίσθηση ότι «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα», χωρίς όμως την Ανάσταση; Αν δεν αλλάξουμε σε προσωπικό επίπεδο, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ριζική αλλαγή στην κοινωνία μας. Κι αυτό θα είναι μία διαδικασία επώδυνη, στην οποία είναι ολοφάνερο ότι σε επίπεδο συλλογικό αντιστεκόμαστε όσο μπορούμε, όχι από πατριωτική διάθεση, δυστυχώς, αλλά από λαϊκιστικά ιδεολογήματα και επειδή η αυτάρκειά μας φαίνεται καθαρά ότι τελείωσε και δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Από την άλλη, οι άρχουσες πολιτικές ομάδες, έχοντας κατά νουν, οι περισσότερες, έναν εκσυγχρονισμό δυτικού, νεωτερικού τύπου, αρκούνται στην πρόταξη του διλήμματος «επιβίωση ή καταστροφή;» και μας οδηγούν στην συνειδητοποίηση ότι είμαστε όχι απλώς πολιορκημένοι, αλλά ήδη υποδουλωμένοι και το χειρότερο, χωρίς σπίθα επίγνωσης πώς θα βγούμε από την μακροχρόνια αλλοτρίωση. Και αναρωτιέται κανείς από τι να γλιτώσει. Από την Σκύλλα του ατομοκεντρισμού μας, που μας διέβρωσε μέσα από μια συλλογική ανηθικότητα (χωρίς να είμαστε μόνο εμείς υπεύθυνοι, αλλά και όλοι εκείνοι που μας συντηρούσαν για να μας έχουν στο χέρι, αλλά και για να λειτουργούμε ως υπήκοοί τους, οικονομικά, πολιτισμικά και γεωστρατηγικά, δίνοντάς μας όμως πολλά κοκαλάκια από το τραπέζι τους) ή από την Χάρυβδη του εκσυγχρονισμού μας, η οποία αγνοεί συνειδητά τον χαρακτήρα μας, την παράδοσή μας, τα ψήγματα συλλογικότητας και αγάπης, πάνω στα οποία θα έπρεπε εδώ και 200 περίπου χρόνια να στηριχθεί αυτό που ονομάζουμε κράτος.
Ο Σολωμός μιλά, ζει και μας υποδεικνύει έναν δρόμο που ξεκινά από την Δύση, αλλά αγκαλιάζει και την Ανατολή. «Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη Χτίση . η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση. Κάποι από την Ανατολή κι από τη Δύση κάποι . κάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι αγάπη». Έχοντας μία ταυτότητα βαθιά ελληνική (συγκερασμό Δύσης κι Ανατολής), κι ας ήταν η παιδεία του δυτική, καταφέρνει μέσα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημιουργίας του να δείξει πώς μπορεί ο Έλληνας να πατήσει και στις δύο βάρκες χωρίς να βουλιάξει. Να χτίσει την δική του πορεία, να αντέξει τον πόλεμο: «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου, πέλαγο μέγ’ αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι».
Κύρια θέματα της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού είναι η ελευθερία και φύση, ο θάνατος και η θρησκεία, ο έρωτας και η αγνότητα. Η ελευθερία που είναι εξωτερική και εσωτερική, νίκη κατά των εχθρών, αλλά και νίκη κατά των δυνάμεων που σκοτίζουν την ψυχή του ανθρώπου, δηλαδή κατά της ανευθυνότητας και των επιθυμιών που οδηγούν στο θρίαμβο των ενστίκτων. Η φύση μέσα από την ομορφιά της γίνεται αφορμή γνώσης του κόσμου και μαγέματος του ανθρώπου, αλλά και πειρασμός που διαλύει την αυτογνωσία, την καταξίωση και το Χρέος για υπέρβαση. Ο θάνατος δεν αποτελεί το τέρμα της ζωής του ανθρώπου, αλλά το πέρασμα στην αιωνιότητα, στο Θεό και την Ανάσταση. Καταδικάζεται αυτός που κάνει τον εαυτό του Θεό, λυτρώνεται αυτός που πιστεύει στο Θεό και που σε προσωπικό επίπεδο παλεύει να υπερβεί τις ανάγκες χάριν της αγάπης. Η θρησκεία δεν είναι μόνο ένα τελετουργικό. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος βιώνει την εσωτερική του αναγέννηση, συναντά το Θεό. Δεσπόζει η Ανάσταση στη θρησκευτικότητα του Σολωμού. Όλα προς τα εκεί κατατείνουν. Ο έρωτας για τον άνθρωπο αποτελεί τον τρόπο για να φτάσει ο άνθρωπος να ζήσει τον έρωτα για το Θεό. Αλλά εκείνος, ο θεϊκός έρωτας, είναι ο ύψιστος δρόμος για τον καθένα. Και είναι ταυτισμένος ο έρωτας με την αγνότητα, έχει δηλαδή ιερότητα μέσα του και δεν είναι μία φυσική μείξη του ανθρώπου με τον άλλο, χωρίς ευθύνη, χωρίς μοίρασμα, χωρίς εκκλησιαστικότητα (ο Λάμπρος αρνείται να στεφανωθεί τη Μαρία και πέφτει σε παθήματα).
Δεν μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση γιατί ο Σολωμός παραμένει άγνωστος. Τα κύρια αυτά θέματα της ποίησής του, τα οποία είναι βγαλμένα μέσα από την παράδοσή μας, μέσα από τον διάλογο Δύσης και Ανατολής που χαρακτηρίζει τον Έλληνα (ασχέτως ποια κατά καιρούς πλευρά επικρατεί, ανάλογα με τον τόπο, τη χρονική συγκυρία, τον άνθρωπο) προκαλούν όσους δεν θέλουν το μεταφυσικό στοιχείο, το πνευματικό στοιχείο στη ζωή μας. Όσους αποσυνδέουν το Θεό, την πίστη, την Ανάσταση από την πορεία της ζωής τους, όσους δεν θέλουν τέτοια ταυτότητα, αλλά ζητούν έναν κόσμο χωρίς πίστη, με μοναδικό κριτήριο τη γνώση, το νόμο, την οικονομία κι έναν πολιτισμό στον οποίο θα πρυτανεύει η υλικότητα, έστω κι αν υπάρχει το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όμως εδώ ακριβώς βρίσκεται η επικαιρότητα του Σολωμού. Στο να ξαναβρούμε την δίψα για ελευθερία, όχι μόνο εξωτερική, αλλά κυρίως εσωτερική. Στο να μην αισθανόμαστε νικημένοι από τον θάνατο, ότι δηλαδή δεν έχουμε χρόνο και πρέπει να χαρούμε ισοπεδώνοντας τους άλλους και χρησιμοποιώντας τους, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και σε εθνικό. Στο ότι απωλέσαμε την αγάπη για τον άλλο, τον σεβασμό στο πρόσωπό του, την ιερότητα της σχέσης μαζί του. Ελευθερία, Ανάσταση και Αγάπη αποτελούν τρεις πυλώνες μοναδικής σημασίας για να ξαναχτίσουμε τον Έλληνα άνθρωπο και να μπορέσουμε να ιστορήσουμε μία νέα κοινωνία.
Ίσως φαντάζει ιδεαλισμός αυτή η θεώρηση. Γιατί θέλει κόπο και θάνατο, δηλαδή νέκρωση του εαυτού, του παλαιού ανθρώπου. Ο σύγχρονος πολιτισμός δεν υπόσχεται μόνο. Δίνει στον άνθρωπο απτά δείγματα του τι μπορεί να του προσφέρει. Είναι ο πειρασμός μας. Μέχρι τώρα υποταχτήκαμε άνευ όρων. Το αποτέλεσμα ήταν η κρίση. Όλοι μας υπόσχονται ότι θα μας βγάλουν από αυτήν, ξαναγυρίζοντάς μας στη Γη της Επαγγελίας, δηλαδή στα αγαθά που είχαμε πριν, μόνο που τώρα θα είναι ολόδικά μας. Βαδίζουμε έτσι προς τη συντριβή μας. Χρειαζόμαστε χρόνο, για να μπορέσουμε να βγούμε από το εσωτερικό τέλμα. Χρειαζόμαστε φωνές, όπως του Σολωμού, για να ξαναχτίσουμε ταυτότητα. Στους Πολιορκημένους «η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της, να αναπνέει την Παράδεισο: Πολλές πληγές κι εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος, για τούτο αυτή είναι ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ΄ όχι για τη Μοίρα, και μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ‘πλημμύρα». Σήμερα δεν μπορεί η θεάνθρωπη Μητέρα να είναι καθόλου ήσυχη για τη γνώμη μας. Κι αυτό κάνει τη Μοίρα μας ακόμη πιο τραγική. Ας ελπίσουμε ότι το «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο» θα αστράψει και θα μας κάνει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και κερδίζοντας χρόνο να παλέψουμε για την μεγάλη αλλαγή.

Παρουσίαση στα πλαίσια σεμιναρίου με θέμα «Θεολογία και Ποίηση»
Κέρκυρα, 19 Μαΐου 2012