2/23/12
Η ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ελλάδα δεν είναι μόνο η Ανατολή. Είναι και η Δύση. Η πατρίδα μας βρίσκεται στο γεωγραφικό μεταίχμιο των δύο κόσμων και αυτό είναι γεγονός ότι έχει επηρεάσει και την Ιστορία της, αλλά και τον πολιτισμό της. Μπορεί σήμερα να «ανήκομεν εις την Δύσιν» και να βιώνουμε τις συνέπειες αυτού του γεγονότος τόσο οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά, όσο και πνευματικά και πολιτισμικά, όμως ο Ελληνισμός πάντοτε ισορροπούσε, ενίοτε με θαυμαστό τρόπο, στο «μεταξύ τούτων». Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν αντλούσε μόνο παραστάσεις, ιδέες, οράματα και ενδιαφέροντα που εμβολιάζονταν στον τρόπο της ζωής των ανθρώπων. Προσέφερε κιόλας. Αξιοποιούσε γόνιμα τόσο το οικοδόμημα της Δύσης, όσο και τις ρίζες που είχε στην Ανατολή.
Αυτή η γόνιμη στάση ζωής φάνηκε ιδιαίτερα κατά την πλέον δύσκολη περίοδο του νεώτερου Ελληνισμού, που ήταν η Τουρκοκρατία. Παρά την απουσία ελευθερίας, ο Ελληνισμός άντεξε, γιατί στηρίχτηκε σε πυλώνες τους οποίους σταδιακά έθεσε στο περιθώριο μετά την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους με τον αγώνα του 1821. Και αυτό είναι το παράδοξο. Αξιοποιήσαμε μέσα από την συλλογική δίψα για πρόοδο και ελευθερία στοιχεία βασικά όπως ήταν η πίστη και η ένταξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η γλώσσα, η εθνική συνείδηση, η ιστορική μνήμη, αλλά και ο πόθος για γράμματα, για μόρφωση, για παιδεία, ό,τι μας δόθηκε όχι μόνο από το παρελθόν, αλλά και από το τότε παρόν, ιδίως της Δύσης, για να παραμορφωθούμε πνευματικά στη συνέχεια, αρχικά μέσα από την απόπειρα σταδιακού εκδυτικισμού της κοινωνίας μας, όπως αυτή ξεκίνησε από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και κορυφώθηκε μέσα από την Βαυαροκρατία και την πλήρη εξάρτηση από τις Ξένες Δυνάμεις, και ουσιαστικά ολοκληρωτικά με την πνευματική μας υποταγή στα οράματα και τον τρόπο ζωής της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας, που αποδεχθήκαμε χωρίς μεγάλες αντιστάσεις τόσο σε πολιτισμικό και πνευματικό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό.
Όμως ο Ελληνισμός κατάφερε να μην νικηθεί ταυτοτικά επειδή λειτούργησε με επίγνωση της διαφορετικότητάς του. Αυτό φάνηκε όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και σε περιοχές όπως τα Επτάνησα κατά την Βενετοκρατία. Παρά τον θαυμασμό για τη Δύση και τη δίψα που οι Έλληνες επέδειξαν για να σπουδάσουν τα γράμματα και τα επιτεύγματα των επιστημών στα μεγάλα δυτικά κέντρα, εντούτοις οι περισσότεροι, όχι μόνο δεν «συναθέισαν», αλλά παρέμειναν πιστοί τόσο στα ορθόδοξα δόγματα όσο και στην βαθιά επιθυμία τους για ελευθερία και ανεξαρτησία της πατρίδας. Κι αυτή η στάση διέσωσε τον ελληνισμό.
Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες πάντοτε προσέβλεπαν πνευματικά και μορφωτικά στη Δύση. Και όχι αδίκως. Ήταν δεδομένο άλλωστε πως η πρόοδος υπήρχε εκεί. Και δεν ήταν ένα κρυφό αίσθημα μειονεξίας που χαρακτήριζε όσους έφευγαν για να σπουδάσουν. Στις συνειδήσεις των περισσοτέρων λειτουργούσε η δίψα για τη μάθηση, η οποία συνδέονταν κατά βάθος με την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο υπόδουλο γένος, για να ξαναβρεί την ελευθερία του. Και γι’ αυτό, όπου πήγαν οι Έλληνες, δε δίστασαν να συγκροτήσουν κοινότητες, να χτίσουν ναούς και να οργανώσουν την πνευματική και θρησκευτική τους ζωή γύρω από την Ορθόδοξη πίστη και εκκλησιαστική παράδοση, ώστε να μη λησμονούν ποιο ήταν το βασικό στοιχείο που τους καθιστούσε, πέρα από την φυλετική και ιστορική καταγωγή Έλληνες.
Την ιστορία μιας από τις πιο δυναμικές ελληνικές κοινότητες στην Δύση, αυτής της Βενετίας, θαυμάζουμε μέσα από το βιβλίο του καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αθανασίου Καραθανάση Η Βενετία των Ελλήνων. Μέσα από μία μεγάλη συλλογή μελετών, μπορούμε να διαπιστώσουμε όχι μόνο το πώς ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα η Nazione Greca, αλλά και ποιες ήταν οι προτεραιότητές της (να υπάρχει ναός για να εκκλησιάζονται οι Έλληνες, έμποροι, πλοιοκτήτες, καλλιτέχνες, βιοτέχνες, φαρμακοποιοί, άλλοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, άλλοι εγκατεστημένοι μετά την σύνοδο της Φεράρας –Φλωρεντίας που άμβλυνε την στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έναντι των Ορθοδόξων, αλλά και πολλοί Επτανήσιοι που έστελναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στη έδρα της Γαληνοτάτης, να γίνουν σχολές ώστε να διατηρηθεί η ταυτότητα και η διαφορετικότητα, με κύριο γνώμονα την αντίσταση στην θρησκευτική αλλοτρίωση, αλλά και την καλλιέργεια φρονήματος ελευθερίας στο υπόδουλο Γένος), την ίδρυση και λειτουργία της Φλαγγινείου Σχολής (από τον Κερκυραίο Θωμά Φλαγγίνη), που αποτέλεσε το Πανεπιστήμιο του σκλαβωμένου Γένους, τους λογίους που πέρασαν από τη Βενετία, την εκκλησιαστική ζωή, τα τυπογραφεία και τις εκδόσεις, τις επαφές με τη Ρωσία, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τους άλλους λαούς της Βαλκανικής, αλλά και άλλες λεπτομέρειες, που δείχνουν ότι, χωρίς να υπάρχει ένα κεντρικό σχέδιο ή ένας προγραμματισμός, όπως συμβαίνει στα πλαίσια ενός οργανωμένου κράτους, ο Ελληνισμός, είτε από ένστικτο, είτε από την δημιουργικότητα της φυλής, λειτούργησε σαν ένας πολυπλόκαμος οργανισμός, με άξονες την πίστη, την παιδεία, την ανάπτυξη, την επικοινωνία με ομόδοξους, αλλά και ετερόδοξους.
Αυτή η δημιουργικότητα αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον δογματικής επίγνωσης, αλλά και διαλόγου με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η Γαληνοτάτη είχε ως χαρακτηριστικό της την ανεξιθρησκία. Γι’ αυτό και δεν είχε αντίρρηση οι Έλληνες να κρατήσουν την πίστη και τις παραδόσεις τους. Όμως υπήρχε στη μεριά των Ελλήνων ένα ρεύμα το οποίο δεν ήθελε να υπάρχουν κακές σχέσεις με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Μπορεί να μην ήταν πλειοψηφικό και οι όποιες υπερβάσεις –ο καθηγητής Καραθανάσης χρησιμοποιεί τον όρο «θρησκευτικό υβριδισμό»- να προκάλεσαν πλήθος αντιδράσεων, ιδιαίτερα στα χρόνια του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελετίου Τυπάλδου, ωστόσο πάντοτε υπήρχε στη συνείδηση των όποιων προχώρησαν ενίοτε και σε «ομολογίες πίστεως» στον ρωμαιοκαθολικισμό η αγάπη για την υπόδουλη πατρίδα (αντίστοιχη με την στάση των ενωτικών στην Κωνσταντινούπολη πριν την Άλωση), αλλά και οι προσωπικές φιλοδοξίες που πήγαζαν από την ανάγκη για ανάδειξη στην κοινωνία της Δύσης, όπως επίσης και η απόκτηση όλων των προνομίων που απολάμβαναν οι αυτόχθονες κάτοικοι της Βενετίας. Ωστόσο, οι περισσότεροι, και ιδίως οι Μητροπολίτες Φιλαδελφείας και οι λόγοι Έλληνες, οι κληρικοί και οι ιεροκήρυκες, θα παραμείνουν πιστοί στην Ορθοδοξία και θα παλέψουν η πίστη να παραμείνει σταθερή.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της μελέτης για την Βενετία των Ελλήνων είναι η παρουσία της Κέρκυρας σ’ αυτήν. Προσωπικότητες που κατάγονταν από το νησί, λόγιοι, ευεργέτες, σχολάρχες, Μητροπολίτες, ιεροκήρυκες, έμποροι, σπουδαστές και άλλοι που είχαν τις ρίζες τους στην Κέρκυρα αποτέλεσαν δυναμικά στοιχεία της αδελφότητας των Ελλήνων της Βενετίας. Και μέσα από τον στοχασμό και τη δράση των περισσοτέρων αποτυπώνεται η αγάπη για την Ελλάδα. Η έγνοια για την απελευθέρωση του Γένους από τους Τούρκους. Αλλά και η δίψα για τη διάσωση της ορθόδοξης πίστης.
Η Εκκλησία μας συμμετείχε οργανικά στην ιστορία του Ελληνισμού. Σε χρόνους δύσκολους διέσωσε την ταυτότητά του και την αίσθηση της διαφορετικότητάς του. Και Εκκλησία δεν είναι οι θεσμοί μόνο, αλλά κυρίως τα πρόσωπα. Οι άγιοι κάθε εποχής, αλλά και όλοι εκείνοι, που με γνώμονα την ορθόδοξη πίστη πάλεψαν από αγάπη για τους αδελφούς τους να προοδεύσουν ως πρόσωπα και να μεταφέρουν την πρόοδο, τις αρχές, τα πιστεύω και το πνεύμα της ελευθερίας στους συμπατριώτες τους. Και είναι σημαντικό ότι η Εκκλησία δεν περιορίστηκε σε συγκεκριμένους τόπους, αλλά όπου κι αν βρέθηκε, αναπτύχθηκε και πάλεψε, δια των ταγών της, για την ελεύθερη σκέψη, για την μόρφωση των παιδιών της, για την διακονία τους μέσα στο σύνολο, ακόμη και ανάμεσα σε άλλους λαούς, ανθρώπους και δόγματα. Αυτή η στάση που πηγάζει μέσα από την παράδοσή μας, αξίζει να επισημανθεί σε μία δύσκολη πραγματικότητα, όπου αναζητούμε πόρους και ανάπτυξη, απαιτούμε φιλανθρωπία και κοινωνική προσφορά, ξεχνούμε όμως ότι η υπέρβαση δεν μπορεί να έρθει αλλιώς παρά με την πνευματική αναγέννηση μέσα από πυλώνες που απέδειξαν με ασφάλεια ότι μπορούν να ξυπνήσουν συνειδήσεις και ανθρώπους: την ορθόδοξη πίστη, τη γλώσσα, τη συλλογική μνήμη, την γνήσια παιδεία και προπάντων την αγάπη για το Θεό και τον άνθρωπο.
Κέρκυρα, 22 Φεβρουαρίου 2012
Παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο
της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας