1/27/12

ΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Οι άνθρωποι ζητούμε στη ζωή μας χειροπιαστά μηνύματα. Θέλουμε από τους πολιτικούς μας να μας υποσχεθούν ότι θα αγωνιστούν για το λαό, ότι θα έχουν ως κύρια έγνοια τους να βοηθήσουν τον κόσμο και ότι δεν θα παρεκτραπούν κατά την άσκηση της εξουσίας. Θέλουμε από τους διάφορους λειτουργούς να επιδείξουν αυτοθυσία, να αγωνιστούν ώστε το λειτούργημά τους να αποβεί επ’ ωφελεία των πολλών και να γίνουν παράδειγμα για όλους. Θέλουμε από τον κάθε συνάνθρωπο να φανεί τίμιος στη ζωή και την διακονία του, να μην κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης των άλλων και να σεβαστεί και την ελευθερία τους. Και όχι μόνο αυτό. Αναγνωρίζουμε στους άλλους το δικαίωμα της χαράς μέσα από τα αγαθά και την κοινωνικότητα, όπως επίσης και την δράση με σκοπό την κοινή ευχαρίστηση, όχι όμως την παραβίαση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των συνανθρώπων τους. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία όποιος υπόσχεται να αποδειχθεί αξιόπιστος. Να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του.
Και οι υποσχέσεις δεν προέρχονται μόνο από τους ανθρώπους. Ζητούνται από τον πολιτισμό και τον τρόπο που αυτός οργανώνει την πορεία της κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι και ο πολιτισμός από ανθρώπους ρυθμίζεται, χτίζεται και καθοδηγείται, μολονότι οι άνθρωποι γευόμαστε τα αποτελέσματά του, με τον τρόπο που έχει οργανωθεί η κοινωνία (κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, προσανατολισμός ζωής), ενώ τον υπηρετούμε με τη σειρά μας, γιατί ζούμε στην πραγματικότητα που αυτός φέρνει. Ένα τεράστιο επιτελείο ανθρώπων εργάζονται για να γίνει ο πολιτισμός καθημερινότητα και να προστεθούν σ’ αυτήν νέα επιτεύγματα, ιδέες, στάσεις ζωής, που αρχικά εφαρμόζονται χωρίς να ερωτηθούμε οι πολλοί αν τα χρειαζόμαστε ή είναι περιττά. Όμως , χωρίς να το καταλάβουμε συνήθως, διαπιστώνουμε ότι έχουν ήδη κατακυριεύσει τη ζωή μας. Μέσα από τα ΜΜΕ κυρίως, αλλά και την διαφήμιση και τη λειτουργία της αγοράς που προλαβαίνει την πραγματική ζήτηση στη λογική ότι προσφέρει κάτι που πιθανόν να ευχαριστήσει τον καταναλωτή άνθρωπο, ακόμη κι αν δεν είχε σκεφθεί ότι το είχε ανάγκη, ο πολιτισμός μας κατακυριεύει με τα επιτεύγματα και την δημιουργικότητα αυτών που εργάζονται για λογαριασμό του.
Τελικός σκοπός τόσο των ανθρώπων όσο και του πολιτισμού είναι το κέρδος, το συμφέρον. Ακόμη και στη θρησκευτική διάσταση της ζωής ζητούμε από τον Θεό στον οποίο πιστεύουμε να υποσχεθεί σε μας ότι θα μας δώσει τόσο στην παρούσα ζωή, όσο και στην μεταθανάτια πραγματικότητα αγαθά, είτε υλικά, είτε πνευματικά, είτε αμφότερα. Και είμαστε έτοιμοι σχεδόν πάντα να διατυπώσουμε το παράπονό μας ή την αμφιβολία μας αν ο Θεός μας ακούει ή ακόμη κι αν υπάρχει, να επιρρίψουμε την ευθύνη στον εαυτό μας γιατί η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Του και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εξιλεωθούμε έναντί Του, προκειμένου οι υποσχέσεις Του να εκπληρωθούν και σε μας. Το κέρδος και το συμφέρον λοιπόν και εδώ αποτελεί βασικό κίνητρο για να δούμε την υφή των υποσχέσεων και τα αποτελέσματα της εκπλήρωσής τους.
Η εποχή μας είναι αυτή των μεγάλων απογοητεύσεων, γιατί διαπιστώσαμε με κυνικό τρόπο ότι τόσο οι άνθρωποι που εκφράζουν τους θεσμούς, αλλά και το πολιτισμικό μοντέλο του καταναλωτισμού που κυριαρχεί στη ζωή μας δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους. Οι άνθρωποι διότι δεν είχαν το ηθικό υπόβαθρο να νικήσουν την προσωπική ιδιοτέλεια και να την υποτάξουν στην ανάγκη πρωτίστως για συλλογική πρόοδο, αλλά και ο πολιτισμός, παρότι πέτυχε να διευκολύνει κατά πολύ τη ζωή μας και να της δώσει υλική αλλά και παιδευτική ποιότητα, εντούτοις δεν μπόρεσε να νικήσει αυτό που ονομάζουμε θάνατο. Τον ανέστειλε, τον υποκατέστησε, μας έκανε να τον λησμονήσουμε, αλλά εκείνος εξακολουθεί να παραμένει πανίσχυρος, «έσχατος εχθρός» μας. Ο πολιτισμός μας μπορεί να αποδίωξε από τη συνείδησή μας και τον δημόσιο βίο μας την έννοια της αμαρτίας και του μολυσμού της καρδιάς μας, καθώς εξοστράκισε το Θεό από τη ζωή μας βάζοντας στη θέση του «το εγώ, τα αγαθά και την ηδονή», ωστόσο δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να υποσχεθεί αιωνιότητα και αθανασία.
Απέναντι σ’ αυτές τις υποσχέσεις, οι οποίες εν μέρει ικανοποιούν τον άνθρωπο, αλλά δεν του δίνουν συνολικό προσανατολισμό, που να νικά το χρόνο και το θάνατο, η Εκκλησία, δια του αποστολικού λόγου της, αντιτάσσει τις υποσχέσεις του Θεού, οι οποίες δεν έχουν ως σκοπό το ανθρώπινο κέρδος, ούτε το ξεγέλασμα του ανθρώπου, αλλά μιαν άλλη πορεία: αυτή της σχέσης με το Θεό και της μεταβολής των ανθρώπων σε λαό και ναό του Θεού. «Υμείς εστέ ναός Θεού ζώντος», «έσομαι αυτών Θεός», «έσονταί μοι λαός» (Β’ Κορ. 6, 16-17). Ο Θεός μας έχει καταστήσει ναό Του, όταν πιστεύουμε σ’ Αυτόν, όταν ζούμε τη ζωή που μας έχει προτείνει και μας έχει δείξει με το παράδειγμά Του, δηλαδή τη ζωή της ελευθερίας από τα πάθη, τις κακίες και την δουλεία του κέρδους, όταν ανταποδίδουμε την αγάπη που μας πρόσφερε και μας προσφέρει, με την πίστη στην ανάσταση και την αιωνιότητα, όταν καθαρίζουμε την καρδιά μας από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος και κάνουμε τόπο για να κατοικήσει Εκείνος.
Αυτή η επαγγελία του Θεού δεν είναι μόνο για έναν άνθρωπο, αλλά για όλους. Έτσι, όλοι καθιστάμεθα λαός Του. Και είναι μοναδική ευλογία να είμαστε και να αισθανόμαστε λαός του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας. Πατέρας σημαίνει Εκείνος που μας γεννά και μας αναγεννά από τα λάθη και τα πάθη μας. Σημαίνει Εκείνος που μας στηρίζει και μας δίδει την ασφάλεια της αγάπης Του. Σημαίνει Εκείνος που μας υποδεικνύει τα λάθη μας, με ειλικρίνεια και χωρίς υπολογισμό, ενίοτε και σκληρότητα, με σκοπό να μας βοηθήσει να επανέλθουμε εις εαυτόν.
Είμαστε λαός Του σημαίνει ότι ο Θεός γίνεται ο επικεφαλής μας. Ο Άρχοντάς μας. Και Άρχοντας σημαίνει Εκείνος που θυσιάζεται για μας, που μας αγαπά και μας φροντίζει έχοντας αυτό ως σκοπό της υπάρξεώς Του, δηλαδή την Αγάπη. Σημαίνει Εκείνος που νομοθετεί για να μας δείξει ποια είναι τα όρια στα οποία μπορούμε να πορευθούμε, για να γνωρίζουμε τι μας ωφελεί και τι όχι, όχι για να διατηρήσει ο Ίδιος την εξουσία Του επάνω μας, αλλά για να προοδεύσουμε εμείς και να γευθούμε ανεμπόδιστα τα αγαθά της κοινωνίας μαζί Του, χωρίς να νικιόμαστε από τον Διάβολο και το Κακό, που μας κάνουν να ψάχνουμε στον εαυτό μας τη θεοποίηση ή στη λατρεία των αλλοτρίων. Σημαίνει Εκείνος που δείχνει έλεος απέναντι στις αδυναμίες μας, όχι γιατί θέλει να επιβάλει μία αδέκαστη δικαιοσύνη, αλλά γιατί είναι αληθινά φιλάνθρωπος.
Είμαστε λαός Του σημαίνει ότι ο Θεός είναι ο οικείος μας, ο Φίλος μας. Και Φίλος σημαίνει Εκείνος που είναι δίπλα μας σε κάθε δοκιμασία. Αυτός που ευλογεί τη χαρά μας. Αυτός που μοιράζεται την λύπη μας και μας ενισχύει να αντέξουμε. Αυτός που μας υποδεικνύει την αλήθεια. Αυτός που αγιάζει τα έργα μας και μέσα από την πίστη μας ωθεί να γίνουμε όχι απλώς καλύτεροι, αλλά άγιοι, τουτέστιν να μεταμορφωθούμε εντός μας και να αγαπήσουμε τόσο Εκείνον όσο και τους συνανθρώπους μας.
Όλα αυτά επιτυγχάνονται μέσα από την ασκητική, κοινωνική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Μέσα από την γνώση τόσο με το νου όσο και με την καρδιά της πίστης. Μέσα από την αναζήτηση του Θεού και όχι από το βόλεμα της συνήθειας. Μέσα από την έμπνευση που η σχέση με το Θεό προσφέρει ώστε ο άνθρωπος να είναι δημιουργικός, να χαίρεται την κοινωνία με τους άλλους, να μοιράζεται ό,τι αγαθό, υλικό και πνευματικό, με το να γίνεται «τα πάντα τοις πάσιν», όσο τουλάχιστον του επιτρέπουν οι δυνάμεις του. Γι’ αυτό και αυτός που ανήκει στο λαό του Θεού δεν απογοητεύεται όταν βλέπει ότι οι πολλοί αρνούνται και το Θεό και τον ίδιο. Προσεύχεται και περιμένει, εργαζόμενος την χαρά της πίστης και της αγάπης, για να δώσει νόημα και σ’ εκείνους που θα λάβουν από το Θεό την ευκαιρία τους. Γι’ αυτό και αυτός που ανήκει στο λαό του Θεού, χωρίς να απορρίπτει τον ανθρώπινο πολιτισμό, συναισθάνεται τη σχετικότητά του και δεν τον βάζει πιο πάνω από την αγάπη του για το Θεό. Έχει επίγνωση του τι αξίζει ο ανθρώπινος κόπος, αλλά διαβλέπει πίσω από το θρίαμβο του κέρδους το θάνατο και επιλέγει να είναι με το Θεό, όχι για να κερδίσει την αθανασία, αλλά γιατί αγαπά. Και μόνο η αγάπη τελικά προς το Θεό και τον άνθρωπο νικά το θάνατο. Γι’ αυτό και αυτός που ανήκει στο λαό του Θεού μαθαίνει να συγχωρεί όσους τον πληγώνουν , γιατί γνωρίζει ότι δεν μπορεί να είναι εκείνοι ό,τι αυτός θέλει, όπως και αυτός δεν είναι ό,τι εκείνοι θέλουν.
Στην διάψευση των υποσχέσεων τόσο των ανθρώπων όσο και του πολιτισμού μέσα στην Εκκλησία δεν θα πάψουμε να αντιτάσσουμε τις εκπληρωμένες και συνεχώς εκπληρούμενες υποσχέσεις του Θεού. Στην δίψα των πολλών για χειροπιαστή εκπλήρωση των υποσχέσεων, εμείς "επιτελούμε την αγιωσύνη". Και στα πρόσωπα των αγίων βλέπουμε και θα συνεχίσουμε να βλέπουμε την χειροπιαστή εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού. Στο πρόσωπο του Χριστού είναι ο Θεός μας και εμείς, μαζί με τους αγίους, ο λαός Του. Και αυτή η ένταξη στο σώμα του Χριστού δεν θα πάψει να αποτελεί τον ύψιστο τίτλο τιμής και αξίας για τον καθέναν μας. Και η δική μας υπόσχεση είναι η μετάνοια, η αγάπη, η άσκηση για να παραμείνουμε ελεύθεροι κοντά Του.

Κέρκυρα, 29 Ιανουαρίου 2012