12/9/11
ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ
Ο Απόστολος Παύλος, στην προς Κολοσσαείς επιστολή του, προτρέπει τα μέλη της Εκκλησίας να απονεκρώσουν ό,τι τους συνδέει με το αμαρτωλό τους παρελθόν: την πορνεία, την ηθική ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι ειδωλολατρία (Κολ. 3, 5). Ο Παύλος κάνει λεπτομερή αναφορά σε αμαρτίες και πάθη που καθήλωναν τους χριστιανούς εξ ειδωλολατρών με το παρελθόν τους και μας δείχνει ότι η επιθυμία για χριστιανική ζωή δεν μπορεί να συνδυάζεται με μια ζωή παραδομένη στην νοοτροπία της ειδωλολατρίας, στη νοοτροπία του παλαιού ανθρώπου, με τις επιθυμίες και τις πράξεις του. Η στάση αυτή του Παύλου δεν έχει να κάνει μόνο με την καταδίκη των συγκεκριμένων στάσεων ζωής, των συγκεκριμένων αμαρτιών. Δεν είναι μόνο η αμαρτία που βλάπτει τον άνθρωπο καθαυτόν. Η αμαρτία βλάπτει τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό και τον συνάνθρωπο, αλλά, και, την ίδια στιγμή καθηλώνει τον άνθρωπο στο παρελθόν του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προχωρήσει στην καινούρια ζωή την οποία λαμβάνει εισερχόμενος στη ζωή της Εκκλησίας και αποκτώντας σχέση με το Θεό.
Ο Παύλος δείχνει από την μία πλευρά την σάρκα, η οποία κρατούσε τους ειδωλολάτρες υπόδουλους στη γη, στην χθαμαλότητα, στην ενασχόληση και την κυριάρχησή τους από τις επιθυμίες τους, με δύο άξονες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την υποδούλωση της καρδιάς, δια της φιληδονίας και των τρόπων με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται, και δια της πλεονεξίας, την οποία θα χαρακτηρίσει ως την κατεξοχήν έκφραση της ειδωλολατρίας. Δεν θα μείνει όμως στις επιθυμίες της καρδιάς, οι οποίες βλάπτουν κατεξοχήν τον έσω άνθρωπο. Θα προχωρήσει και στον δεύτερο άξονα, που έχει να κάνει με τον τρόπο που οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στους συνανθρώπους τους. Θα μιλήσει για την ανάγκη αποταγής της οργής, του θυμού, της πονηρίας, της κακολογίας, της αισχρολογίας και των ψεμάτων που ο ένας λέει στον άλλο (Κολ. 3, 8-9). Αυτά όλα βλάπτουν τον άνθρωπο και εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά, στη συνάντησή του με τους άλλους. Η ανακαίνιση του ανθρώπου δεν περιορίζεται στην σάρκα. Προχωρά και στον τρόπο που βλέπει τον συνάνθρωπο, δηλαδή στην υπερηφάνεια που τον κάνει να θυμώνει, να οργίζεται, να είναι πονηρός έναντι του άλλου, να τον κακολογεί, να αισχρολογείς εις βάρος του, να λέει ψέματα. Αν τα πρώτα είναι ευδιάκριτα πάθη, τα δεύτερα είναι πιο δυσδιάκριτα και γι’ αυτό δυσκολότερα αντιμετωπίζονται.
Ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους του 20ού αιώνα, ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, γράφει στο ημερολόγιό του χαρακτηριστικά: «ουσιαστικά όλες οι αμαρτίες προέρχονται από δύο πηγές: τη σάρκα και την υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια όμως είναι πολύ πιο τρομακτική (στο κάτω της γραφής, κατέστρεψε τις αγγελικές δυνάμεις). Οι Χριστιανοί έχουν επικεντρώσει την προσοχή τους, το θρησκευτικό τους ‘’πάθος’’ στη σάρκα, αλλά πόσο πιο εύκολο δεν είναι να υποκύπτουν στην υπερηφάνεια. Η πνευματική αλαζονεία (αλήθεια, πνευματικότητα, ζηλωτισμός) είναι η πιο τρομερή απ’ όλες. Η δυσκολία του αγώνα κατά της υπερηφάνειας βρίσκεται στο γεγονός πως η υπερηφάνεια, αντίθετα από τη σάρκα, εμφανίζεται με πάρα πολλές διαφορετικές μορφές και πολύ εύκολα παίρνει τη μορφή αγγέλου φωτός. Με την ταπείνωση οι άνθρωποι αποκτούν τη γνώση της αναξιότητας και των ελαττωμάτων τους, και γι’ αυτό η ταπείνωση είναι η θεϊκότερη απ΄ όλες τις δυνατές αρετές. Γινόμαστε ταπεινοί, όχι επειδή παρατηρούμε τους εαυτούς μας (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πράγματι που πάντοτε οδηγεί στην υπερηφάνεια, επειδή η ψευδής ταπείνωση είναι απλώς μια άλλη όψη της υπερηφάνειας, ίσως η πιο δύσκολη ως προς τη θεραπεία), αλλά μόνο αν βλέπουμε τον Θεό και την ταπείνωσή Του» (π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Ημερολόγιο, Αθήνα 2002, σελ. 22).
Η ζωή της Εκκλησίας οδηγεί τον άνθρωπο «εις επίγνωσιν» του Θεού. Τα δύο βαρίδια που ανήκουν στον παλαιό άνθρωπο είναι η σάρκα και η υπερηφάνεια. Δεν απαγορεύει βεβαίως ο Θεός τις χαρές και τις ηδονές του βίου. Τις συνδέει όμως με την αγάπη προς τον πλησίον και δεν θέλει την πορνεία, δηλαδή τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στις ηδονές για τον εαυτό του και την μετατροπή του σε σάρκα. Από την άλλη, ο Θεός δεν θέλει έναν άνθρωπο δούλο των συνανθρώπων του, χωρίς κρίση και επίγνωση ποιος είναι και τι ζητά μέσα στον κόσμο. Δεν θέλει όμως και έναν άνθρωπο που να εξουσιάζει τους άλλους, να τους εξουθενώνει λεκτικά και κοινωνικά, να επιβάλλει το θέλημά του σ’ εκείνους για να αυτοπροβληθεί και να διακονηθεί από αυτούς. Ζητά την ταπείνωση εκείνη που θα κάνει τον άνθρωπο να διακονεί, να προσφέρει, να μοιράζεται, να συγχωρεί, να μην δίδει κακία, αλλά αγαθοσύνη στους άλλους. Γι’ αυτό μέσα στη ζωή της Εκκλησίας ο άνθρωπος μαθαίνει να βρίσκει το λεπτό εκείνο όριο που θα τον κάνει να ζει την χαρά του νέου, τόσο στη σχέση του με το Θεό όσο και στη σχέση του με τον πλησίον.
Η εποχή μας θεωρεί ως πυλώνες του πολιτισμού τα δύο αυτά βαρίδια. Αποθεώνει το πνεύμα της πορνείας, που το θεωρεί δικαίωμα της σάρκας, αλλά και δικαιολογεί το πνεύμα της εξουσίας, του δικαιώματος του ανθρώπου όχι απλώς να έχει άποψη για τους άλλους, αλλά να τους εξουθενώνει καθημερινά με την ισχύ του στόματος και των παθών. Δεν αποδέχεται ότι ο άνθρωπος βλάπτεται τόσο εντός του όσο και στις σχέσεις με τους άλλους, απλώς μετριάζει, βάζοντας όρια νομιμότητας, την όποια συμπεριφορά καθίσταται αντικοινωνική. Γι’ αυτό και ο πολιτισμός μας, παρά τις ψευδαισθήσεις που καλλιέργησε, επειδή καθηλώνει τον άνθρωπο στη γη, στην ειδωλολατρία της πλεονεξίας και της φιληδονίας, στην μη αγαπητική, αλλά υπερήφανη και εξουσιαστική συμπεριφορά προς τον πλησίον, είναι ένας πολιτισμός χωρίς Θεό και γι’ αυτό καταρρέει οντολογικά. Μπορεί εξωτερικά να φαίνεται μονόδρομος, όμως, βιώνουμε την ανημπόρια της υπερηφάνειας του, η οποία γέννησε αδιέξοδα.
Ας προσπαθήσουμε και στη ζωή της Εκκλησίας να μην ηττόμαστε όχι μόνο από την σαρκολατρία, αλλά, κυρίως, από την υπερηφάνεια. Με αγάπη και ταπείνωση να κοινωνούμε με το Θεό και τους ανθρώπους. Για να μπορούμε να ανακαινιζόμαστε στη ζωή της πίστης, να αφήνουμε το Χριστό να γεννιέται στις καρδιές μας, αλλά και στη ζωή μας, χτίζοντας στις ενορίες μας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, αυτόν της Βασιλείας, με τον οποίο θα παλέψουμε στην παντοειδή κατάρρευση της εποχής μας.
Κέρκυρα, 11 Δεκεμβρίου 2011