10/29/11

Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ


Η πίστη στο Χριστό λειτουργεί ανατρεπτικά για τις καθεστηκυίες αξίες της ανθρώπινης ζωής, όχι μόνο όταν φανερώθηκε στον κόσμο, αλλά και σε κάθε εποχή. Και αυτή η πίστη, εκτός από το προσωπικό επίπεδο, άλλαξε και τον τρόπο του σκέπτεσθαι και πράττειν και σε κοινωνικό επίπεδο. Η στάση αυτή μπορεί να μην λειτουργεί στην εποχή μας στις κυρίαρχες νοοτροπίες του πολιτισμού μας, οι οποίες ακολουθούν έναν «δαιμονικό» προσανατολισμό, που έχει αλλοτριώσει και, κατά συνέπεια, αποκαρδιώσει τον άνθρωπο, μπορεί όμως να διασωθεί στην «μικρά ζύμη» της εκκλησιαστικής ζωής, η οποία αιμοδοτεί την ύπαρξη και της δίδει νόημα και προσανατολισμό.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους για την κλήση που έλαβε από το Θεό, αλλά και την πνευματική εμπειρία που συνόδευσε αυτή την κλήση, καταγράφει την φροντίδα του Θεού να μην υπερηφανευθεί, να μην νικηθεί δηλαδή από τον πειρασμό της ικανοποίησης για το έργο που ανέλαβε, για το ότι ο Θεός του αποκαλύφθηκε, για την πνευματική άνοδο μέσω της κοινωνίας με το Θεό, που θα αποτελούσε για τον ίδιο, όπως και για τον καθέναν άνθρωπο, αφορμή πνευματικής συντριβής, αλλά και αναίρεσης τελικά του έργου και της αποστολής σε κοινωνικό επίπεδο. Του εδόθη «σκόλοψ τη σαρκί», κάποιος πειρασμός που τον ταλαιπωρούσε. Ακόμη κι αυτός ο μεγάλος Απόστολος, ο πρώτος μετά τον Ένα, λύγισε κάποια στιγμή και τρεις φορές παρακάλεσε τον Χριστό να άρει τον πειρασμό από πάνω του. Η απάντησή του Χριστού ήταν αντίθετη από αυτήν που θα περίμενε όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και ο καθένας που βλέπει το Χριστό με αγάπη και έχει την αίσθηση ότι θα παραμείνει άτρωτος στις δυσκολίες της ζωής: «Αρκεί σοι η χάρις μου . η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Ο Παύλος αντελήφθη το νόημά της και σπεύδει να συμπληρώσει: «με περισσότερη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού» (Β’ Κορ. 12, 9).
Ο κόσμος πιστεύει και ακολουθεί είτε έναν θεό είτε μια ιδέα είτε έναν πολιτισμό είτε μια στάση ζωής γιατί θεωρεί ότι θα απαλλαγεί από τους φόβους του, γιατί ζητά μία ανταμοιβή που μπορεί να είναι η πρόοδος και η ευλογία του Θεού στη ζωή του, γιατί του αρέσει να ακολουθεί έναν τέτοιο δρόμο, απολαμβάνοντας τα αγαθά και την κάλυψη των επιθυμιών του. Άλλοτε, σπανιότερα, πιστεύει από αγάπη. Έχει ενστερνισθεί το περιεχόμενο της πίστης και την κοινωνία με το πρόσωπο που την εκφράζει είτε έχει κάνει σκοπό και νόημα της ζωής του τον τελικό σκοπό αυτής της πίστης, της ιδέας, της στάσης ζωής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο άνθρωπος είναι ικανός να νικήσει οποιονδήποτε πειρασμό έρχεται να απειλήσει την εκπλήρωση αυτής της πίστης, μπορεί ακόμη να προσφέρει και την ίδια του τη ζωή.
Συνήθως η όποια τέτοια πίστη κάνει τον άνθρωπο ισχυρό και αποδεκτό από τους άλλους. Γι’ αυτό και η πίστη γίνεται αφορμή καύχησης. Ταυτόχρονα, δίνει μια μεταμορφωτική πνοή στον κοινωνικό περίγυρο του ανθρώπου, μία αύρα που μεταδίδεται στους γύρω του. Και όσοι πείθονται, ελπίζουν σε μια καλύτερη ζωή, σε μία ποιότητα διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν τους. Όλοι τελικά θεωρούν ότι η πίστη τους είναι αψεγάδιαστη. Οδηγεί σε τέλεια σχήματα και σε τέλειες καταστάσεις. Γι’ αυτό και απορρίπτουν όσους δεν είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν την «αλήθεια» που οι ίδιοι διακηρύττουν, θεωρώντας τους δυστυχισμένους ή αμαρτωλούς ή ανίκανους να βρούνε νόημα στη ζωή τους. Αλλά και οι άλλοι, ακόμη και όσοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ισχυρούς αυτής της πίστης, δεν παύουν να τους αναγνωρίζουν και να τους σέβονται, θεωρώντας ότι επιτελούν ένα έργο που οι ίδιοι δεν μπορούν να επιτελέσουν.
Ο Παύλος, μέσα από τον σκόλοπά του, το αίτημά του στο Χριστό και την παράθεση της απάντησης του Κυρίου σ’ αυτό, μας δείχνει μία εντελώς διαφορετική θεώρηση. Είμαι χριστιανός σημαίνει ότι αποδέχομαι όχι την καθαυτό πίστη ως ατελή, αλλά ότι αυτή η πίστη μιλά με τις ατέλειές μου, αποκαλύπτει τις αδυναμίες μου, και γίνεται αφορμή καύχησης στις αποτυχίες μου, διότι η κατεξοχήν νίκη της είναι εναντίον της υπερηφάνειας για την όποια τελειότητα. Πιστεύω σημαίνει ότι είμαι έτοιμος για δοκιμασίες, πειρασμούς και ταλαιπωρίες όχι για να δοξασθώ ή για να γίνω αποδεκτός από τους άλλους, αλλά για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού, που πηγάζει από την ταπεινότητα της μη αντιλοιδορίας όταν λοιδορούμαστε, της μη απάντησης στις ύβρεις και τις συκοφαντίες, της μη πίεσης στις πιέσεις και τους διωγμούς και μία αίσθηση ότι η κατεξοχήν δωρεά αυτής της πίστης είναι το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού, που ανέβηκε συγχωρώντας στο σταυρό, ετάφη χωρίς να έχει αμαρτία και αναστήθηκε για να μας δώσει αυτήν την δύναμη της ταπεινοσύνης που μας κάνει αληθινά τέλειους, όχι στον παρόντα χρόνο, αλλά κατά την έξοδό μας από τον βίο τούτο, που σηματοδοτεί το τελείωμα της αμαρτίας, της επίδρασης των σκολώπων στην ύπαρξή μας, και την αφετηρία της συνεχούς κοινωνίας μας με τον Χριστό, οπότε και η ζωή γίνεται ατελεύτητος.
Δεν μας υπόσχεται τελειότητα η ζωή της Εκκλησίας και η πίστη μας. Μας διαβεβαιώνει για σκόλοπες, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Και τελικά αυτοί οι σκόλοπες μας κρατάνε ταπεινούς. Ο κόσμος μπορεί να επιλέγει τον πλούτο, τα χρήματα, την επιβίωση, τα αγαθά, την επιστήμη και τα άλλα επιτεύγματα, την τελειότητα της ισχύος, την θεραπεία κάθε ασθένειας και να λοιδορεί την Εκκλησία, διότι δεν μπορεί να εξαλείψει κάθε κοινωνικό και πνευματικό πρόβλημα και να μας κάνει να αισθανόμαστε ανεπαρκείς και εν θλίψει. Δεν πειράζει όμως. Καλούμαστε, αγαπώντας τον Χριστό και κοινωνώντας μαζί Του να υπομένουμε στις αδυναμίες, τις θλίψεις, τα παθήματα, τους διωγμούς, το περιθώριο, παραμένοντας η «μικρά ζύμη» , η οποία, εν τη ασθενεία της, «όλον το φύραμα ζυμοί» (Α’Κορ. 5,6). Και αυτή είναι τελικά η ελπίδα που μπορούμε να κομίσουμε στον κόσμο μας, μέσα στην περίοδο της μεγάλης κρίσης, της απαίτησης, της οργής. Η όποια επιστροφή στην ταπεινοσύνη και η εργασία εντός της θα βοηθήσουν τόσο την προσωπική μας πορεία, αλλά και την ευρύτερη πορεία της κοινωνίας μας για να ξαναβρεί προσανατολισμό. Ας καγχάζουν οι ισχυροί και ας επιβάλλουν τους όρους τους, αφήνοντάς μας να τρεφόμαστε από τα ψιχία των τραπεζών τους. Αλλού είναι η θαλπωρή. Και εκεί στρεφόμενοι, στους κόλπους της πίστης, θα αντέξουμε.

Κέρκυρα, 30 Οκτωβρίου 2011