8/28/11
ΠΑΘΗ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Η μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου μας κάνει να προβληματιζόμαστε για το πού μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο τα πάθη. Δύο είναι οι πρωταγωνιστές στην εξόντωση του Βαπτιστή: η Ηρωδιάδα και ο Ηρώδης. Και οι δύο είναι παραδομένοι στο πάθος της φιληδονίας, το οποίο τους κάνει να διαλύουν τις οικογένειές τους και να συζούν. Καθώς όμως υφίστανται τον έλεγχο από την προφητική φωνή του Προδρόμου, διαπιστώνουμε ότι ανασύρονται στην επιφάνεια και άλλα πάθη.
Η Ηρωδιάδα διακατέχεται από το μίσος γι’ αυτόν που την ελέγχει, που την απογυμνώνει ηθικά ενώπιον της κοινωνίας. Δεν έχει σημασία η θέση της και η δύναμη την οποία αυτή της επιφέρει. Έναντι της κοινωνίας στερείται αναγνώρισης και ο λαός, που ακολουθεί τον Ιωάννη, την αποδοκιμάζει. Η αποδοκιμασία αυτή δεν την κάνει να συνέρχεται, αλλά την κάνει να μισεί αυτόν που την ελέγχει. Το μίσος θα την οδηγήσει στο να ζητήσει την εν ψυχρώ εκτέλεση του ελεγκτή της. Φιληδονία, μίσος, μαιοφονία, για να ικανοποιηθεί η εμπαθής της κατάσταση. Αλλά και ο Ηρώδης, εκτός της φιληδονίας, αποδεικνύεται διακατεχόμενος από δειλία. Προκειμένου να μην χάσει την πορνική εύνοια της Ηρωδιάδας, δεν θα διστάσει να διατάξει την θανάτωση του Ιωάννη. Έχει προηγηθεί ο σκοτισμός του νου του, που τον κάνει να υποσχεθεί ακόμη και το μισό του βασίλειο στον άσεμνο χορό της Σαλώμης. Φιληδονία, δειλία, σκοτισμός του νου τα χαρακτηριστικά της εμπαθούς κατάστασης του Ηρώδη.
Τα πάθη οδηγούν τον άνθρωπο ακόμη και σε εγκλήματα. Υποδουλώνουν την ελευθερία, με την οποία ο Θεός τον προίκισε και τον κάνουν δέσμιο των επιθυμιών του. Και οι επιθυμίες που λειτουργούν σε διαπλοκή με τα πάθη δεν γνωρίζουν όριο. Το κακό είναι πως στην εποχή μας τα πάθη έχουν απωλέσει το ηθικό τους φορτίο και έχουν μετατραπεί σε δικαίωμα. Ο νόμος βάζει το όριο, που είναι η αποφυγή διάπραξης εγκλήματος, όμως ούτε η παιδεία, ούτε η τηλεόραση, ούτε η ίδια η κοινωνία δεν φαίνεται να αποδοκιμάζουν την εμπαθή κατάσταση. Κι έτσι, ακόμη και στις περιπτώσεις των εγκλημάτων, κανείς δεν στρέφεται στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά όλοι μένουν στο περιβάλλον, στην ανατροφή, στην αδικία, στην απαιδευσία του ανθρώπου που δεν γνώριζε να βάζει όρια.
Τα πάθη όμως θέλουν θεραπεία. Και αυτή δεν δίδεται παρά μόνον μέσα από την αγάπη και την άσκηση. Η αγάπη μας κάνει να μην έχουμε ως κέντρο της πορείας μας την ικανοποίηση του εγώ μας, αλλά την κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Κι εκεί εισέρχεται η έννοια της θυσίας, της παραίτησης από τα δικαιώματά μας, χάριν του ήθους, της φιλαδελφίας, ενίοτε και της μακροθυμίας. Η άσκηση μας δείχνει ότι δεν είναι η ηδονή το νόημα της ζωής, αλλά η σχέση με το Θεό, η οποία στηρίζεται στην αγάπη. Και όταν αγαπάμε τελικά αφήνουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού, προπονούμενοι στα όρια μέσω της νηστείας, της υπομονής, της προσευχής, της περισυλλογής, της καθυπόταξης του κακού σε κάθε μορφή του, είτε λογισμού, είτε επιθυμίας, είτε πράξης.
Μόνο η Εκκλησία μπορεί να διασώσει αυτούς τους δύο δρόμους. Η πορεία της κοινωνίας και του πολιτισμού μας, τα αδιέξοδα τα οποία βιώνουμε, δείχνουν ότι χρειάζεται ανάνηψη, μετάνοια. Γι’ αυτό και ο προφητικός λόγος της Εκκλησίας είναι αναγκαίος ιδιαίτερα σήμερα. Όχι για να πουλάει ηθικολογία, αλλά για να δείχνει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος νοήματος και ζωής.
Κέρκυρα, 29 Αυγούστου 2011