6/29/11

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ


Ο εγχρονισμός της Ιστορίας αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση για κάθε άνθρωπο που ασχολείται μ’ αυτήν, είτε πρόκειται για ειδικό και μελετητή είτε για τον καθέναν που δεν την θέλει νεκρό γράμμα. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η Ιστορία, σύμφωνα με πολλούς, επαναλαμβάνεται, αν και όχι σε ό,τι αφορά στα πρόσωπα, τα οποία είναι μοναδικά, έτερα, ανεπανάληπτα. Είναι το ότι το πέρασμα από μία ιστορική δομή σε άλλη δεν συνεπάγεται την κατάργηση του παρελθόντος, αλλά την μεταφορά στοιχείων του που υπάρχουν στην συνείδηση και την πρακτική των πολλών στην καινούρια κατάσταση. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει εσωτερικά. Όταν η ιστορική δομή πορεύεται με βάση τον μη αλλαγμένο εντός του άνθρωπο, όταν ο κόσμος πορεύεται με βάση την ιδιοτέλεια, την επιθυμία, το δικαίωμα ως στάση ζωής και ως νοοτροπία των πολλών, τότε συμπεριφορές και καταστάσεις θα επαναλαμβάνονται, ακόμη και αν οι εξωτερικές συνθήκες δεν θα μοιάζουν ίδιες.
Ζούμε σήμερα στην εποχή της μετανεωτερικότητας, μία ρευστή πραγματικότητα, η οποία έχει ως χαρακτηριστικά της μία νέα παγκοσμιοποίηση σε ό,τι αφορά στον πολιτισμό, την επικοινωνία, την διασπορά των ιδεών, αλλά και την σύγχυση, διότι δεν υπάρχουν προοπτικές συλλογικότητας οι οποίες να μπορούν να βγάλουν μία κοινωνία από τις δυσκολίες προσανατολισμού και ταυτότητας που πιθανόν να αντιμετωπίζει. Δεσπόζει η οικονομία σε συλλογικό επίπεδο και όχι η ταυτότητα, είτε εθνική είτε θρησκευτική είτε πολιτιστική είτε γλωσσική είτε ιστορική σήμερα. Ο τόπος και η οικονομία, δηλαδή το ότι ζούμε κάπου και αγωνιζόμαστε για το ζην και το ευ ζην μας, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά που μας ενώνουν και μας κατευθύνουν. Η ιστορία σήμερα θεωρείται απλώς γνώση του παρελθόντος ή, από κάποιους, αφορμή για αποδόμησή του, ώστε τελικά να προσαρμοστούμε πιο εύκολα στις απαιτήσεις μίας - μειοψηφούσας σε επίπεδο συλλογικό, αλλά θορυβούσας σε επίπεδο ιδεολογικό- αντίληψης, η οποία αρύεται την βάση της από την προηγούμενη ιστορική δομή της νεωτερικότητας.
Κύριο γνώρισμα της ιδεολογίας αυτής, η οποία, ενίοτε φθάνει στα όρια της ιδεοληψίας, είναι «ο εκσυγχρονισμός». Η ιδέα προέρχεται από την αντίληψη του Διαφωτισμού για πρόοδο η οποία στηρίζεται στο δικαίωμα του «εγώ». Εάν το άτομό μου, ο εαυτός μου μπορεί να είναι ευτυχισμένος, δηλαδή ελεύθερος από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, περιορισμούς και φανατισμούς, ελεύθερος να λειτουργεί στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης, ικανός να χειριστεί την τεχνολογία που η επιστημονική πρόοδος έχει φέρει και, παράλληλα, να μεριμνά, χωρίς όμως να είναι αυτό η κύρια προτεραιότητα της ζωής του, για τους άλλους ώστε να μην στερούνται τα στοιχειώδη (ανθρωπισμός, κοινωνικό συμβόλαιο), τότε έχω θέσει τις βάσεις για την δημιουργία ενός πολιτειακού σχηματισμού ικανού να δώσει στους πολλούς κατευθύνσεις ευ ζην, αλλά και να μην στερείται της κοινωνίας με αντίστοιχους άλλους πολιτειακούς σχηματισμούς, κρατικούς και διακρατικούς. Υπάρχει δηλαδή θεωρητικά πορεία προς μία κατεύθυνση διακρατικής ή και παγκόσμιας αρμονίας και ευτυχίας.
Και επειδή, για να επικρατήσει αυτή η αντίληψη έλαβαν χώρα πολλοί και μεγάλοι πόλεμοι, όχι μόνο με όπλα αλλά και με πένες και άλλους αγώνες, για να αποφευχθεί ο θάνατος και να εκλείψουν οι διαμάχες με την προαγωγή της συνύπαρξης, έχει επιλεγεί σήμερα η απόπειρα αποκάθαρσης της συλλογικής μνήμης και παράδοσης από στοιχεία του παρελθόντος που χαρακτηρίζονται ως οπισθοδρομικά. Στην πατρίδα μας αυτά συνδέονται με την οθωμανική κυριαρχία, δηλαδή με το πρότυπο της Ανατολής, της φεουδαρχικής θεοκρατίας, της δεσποτείας η οποία στηρίζεται στον εθνικισμό και που αδυνατεί να παρακολουθήσει την συνάντηση με τη Δύση. «Μετακένωσις» ήταν ένα από τα κύρια συνθήματα των λογίων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Σκοπός τότε, αλλά και σήμερα, ο εκσυγχρονισμός σε κοινωνικό επίπεδο, ο οποίος θα οδηγούσε στην απελευθέρωση του λαού από τον οθωμανικό ζυγό και στην πορεία προς την δημιουργία ενός κράτους με παρόμοια χαρακτηριστικά σε σχέση με το δυτικό μοντέλο. Το πρότυπο της ανατολής εντοπίζεται στην οργάνωση της κοινωνίας με βάση τις διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ η δύση εντοπίζει το κλειδί στις ιδέες που γίνονται νόμος, διοίκηση και απρόσωπη τήρηση των όσων έχουν επιλεγεί. Η ανατολή έχει να κάνει με την παράδοση (Εκκλησία, γλώσσα, πολιτισμός, ρουσφέτι, διαπροσωπική συναλλαγή) και την επίδρασή της στη ζωή των ανθρώπων. Η δύση έχει να κάνει με το κράτος (οικονομία, τεχνολογία, θέαση της παράδοσης ως φοκλόρ, ανάλογη διαπλοκή, η οποία πηγάζει από την γραφειοκρατία της εξουσίας). Παρότι ανήκομεν εις την δύσιν η ανατολή δεν είναι εύκολο να διαγραφεί από την συνείδηση του Έλληνα, γι’ αυτό ο αγώνας συνεχίζεται μέχρις της σήμερον. Κι αυτό γιατί η όποια σύνθεση (η οποία φαίνεται ως η μόνη ρεαλιστική λύση) δεν μπόρεσε να επιλεγεί ως νοοτροπία όχι μόνο της εξουσίας, αλλά και της κοινωνίας.
Η απόπειρα του κ. Γιώργου Σκλαβούνου, ανθρώπου μορφωμένου, καλλιεργημένου, με ευαισθησία και με σκοπούς ζωής που ξεπερνούν την λογική της διαχείρισης που χαρακτηρίζει τους περισσότερους πολιτικούς, να φέρει στο προσκήνιο πτυχές της ζωής του μεγάλου Έλληνα, Κερκυραίου στην καταγωγή, Ιωάννου Καποδίστρια, θεωρούμε ότι λειτουργεί στο να καταδείξει, ακόμη κι αν δεν αναφέρεται επακριβώς σ’ αυτό, την αδυναμία του όποιου ιδεολογικού μοντέλου να πετύχει την αλλαγή σε μια κοινωνία αν δεν μπορεί να εφαρμοστεί από πρόσωπα, τα οποία έχουν ηγετικά χαρακτηριστικά, είναι δηλαδή χαρισματικά, έχουν όραμα, έμπνευση και ικανότητα να πείθουν, αλλά πρωτίστως αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια και σεβασμό στο συλλογικό καλό. Με μία λέξη «αρετή και τόλμη». Από την άλλη, δείχνει πόσο φτωχή είναι η σύγχρονη ελλαδική μας πραγματικότητα, όταν στο όνομα του όποιου εκσυγχρονισμού, «μνημονιακού» και μη, αδιαφορεί για το βάθος της παράδοσης του λαού μας, για τα ελαττώματα που αυτή κουβαλά, αλλά και για τα προτερήματά της, όπως επίσης και για το γεγονός ότι τελικά αδιαφορεί για τον ίδιο το λαό και το υγιές λείμμα το οποίο έχει απομείνει να σκέφτεται, να αναζητεί, να ελπίζει σε πιο συλλογικές δράσεις και όχι σε κατευθυνόμενες πολιτικές εφαρμογές.
Ο Καποδίστριας ήταν «εκσυγχρονιστής». Όχι όμως μίμος. Ήταν γνώστης της πολιτικής και της ιδεολογίας της Ευρώπης (διότι η Ρωσία ήταν μία δυτική χώρα, αλλά με ανατολικές πνευματικές προοπτικές), αλλά όχι ιδεοληπτικός. Ήταν ικανός διαχειριστής, αλλά είχε ταυτότητα στο έργο του και όχι εξάρτηση. Ήταν ευφυής, αλλά όχι κόντες. Αγαπούσε το λαό και ας μην ήταν λαϊκός άνθρωπος. Έγνοια του ήταν η πρόοδος των ανθρώπων και όχι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ισχυρών της Ευρώπης για να επιπλεύσει κοντά τους. Ήταν προσωπικότητα και όχι εντολοδόχος. Και ταυτόχρονα, ήξερε καλά ότι το κόστος του αγώνα του θα ήταν όχι πολιτικό, λαϊκιστικό, δημαγωγικό, αλλά η ίδια του η ζωή και δεν έκανε πίσω.
Όλα αυτά αναδεικνύονται μέσα από αυτό το μικρό βιβλίο. Με πρωτότυπη παρουσίαση όχι των θέσεων του συγγραφέα, αλλά των ιστορικών πηγών που μιλούν για τον Καποδίστρια και μέσω των οποίων μιλά ο ίδιος ο Καποδίστριας. Και αυτές οι πηγές γίνονται θέσεις του συγγραφέα τελικά, γιατί ο ίδιος είναι πολιτικό ον. Και αν από κάτι έχουμε ανάγκη σήμερα ως κοινωνία δεν είναι από πολιτικές κοκορομαχίες, αλλά από πολιτική ιδεών, εμπνεύσεων και, κυρίως, αυταπάρνησης και απεξάρτησης από τα συμφέροντα. Πολιτική με αρετή και τόλμη δηλαδή.
Θα φέρω ένα παράδειγμα από τη ζωή του Καποδίστρια, το οποίο είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και δείχνει γιατί η πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία 30 χρόνια τουλάχιστον και ιδιαιτέρως στις ημέρες μας, δεν μπορεί να δώσει πνευματική αναπνοή στον Ελληνισμό.
Ο Καποδίστριας, από την διακονία του στα Επτάνησα, είχε τον εξής οραματισμό:
1. Να πετύχει την αναγνώριση του Ιονίου κράτους
2. Να καταρτίσει σύνταγμα, δηλαδή τρόπο διακυβέρνησης, αρχές και πλαίσιο με βάση το οποίο το κράτος θα πορευόταν
3. Να συντάξει νομοθεσία αστική, ποινική και εμπορική, για να γνωρίζουν οι πολίτες πώς πρέπει να ζούνε στην καθημερινή τους ζωή, στις σχέσεις τους με το κράτος και τους συνανθρώπους τους
4. Να οργανώσει και να εξυγιάνει την οικονομική ζωή
5. Να αντιμετωπίσει την ανταρσία και την ανομία
6. Να ιδρύσει σχολεία και να παρακολουθεί την πορεία τους
Αυτό το σχέδιο ακολούθησε και στην μετέπειτα δράση του τόσο στην Ελβετία όσο και στην Βεσσαραβία, αλλά, κυρίως, στην Ελλάδα. Αυτό το όραμα δεν λειτουργούσε αποσπασματικά (ταυτόχρονα εργαζόταν και στις έξι κατευθύνσεις), ούτε κάτω από την πίεση και την εξάρτηση. Ήταν η επιθυμία του και η εργασία του για να πείσει τον λαό και να το εφαρμόσει στην πράξη. Δεν πρόταξε την οικονομία σε σχέση με την παιδεία, αλλά λειτούργησε παράλληλα όλους τους τομείς με γνώμονα την αυθυπαρξία του Έλληνα. Όχι έναν στείρο σωβινισμό, αρχαιολατρία ή δυτικότροπο μιμητισμό. Αλλά με σκοπό να δώσει το ελληνικό στίγμα, την διαφορετικότητα του Έλληνα και της Ελλάδας και να οργανώσει ένα κράτος στο οποίο όσοι θα το διακονούσαν, θα είχαν και θα ακολουθούσαν αρχές.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον συλλογικό και συνολικό οραματισμό αντιμετώπισε την λυσσαλέα αντίδραση των ξένων δυνάμεων και όσων θεωρούσαν ότι μέσα από την υποταγή τους σ’ αυτές θα πετύχαιναν την δική τους διατήρηση στο προσκήνιο. Οι Αγγλογάλλοι (δυτικοί και μη ορθόδοξοι) δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι οι Έλληνες με επικεφαλής τον Καποδίστρια θα δημιουργούσαν ένα κράτος δυτικό μεν, αλλά με στοιχεία αυτόνομα (που θα συνδέονταν με την παράδοση του Βυζαντίου, της Ορθοδοξίας και τα στοιχεία της ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού στην Τουρκοκρατία). Δεν είναι τυχαία η επιβολή της αρχαιολατρίας από τους Βαυαρούς και η εκμηδένιση του Βυζαντίου, όπως αυτή εκφράστηκε με το κλείσιμο των μοναστηριών και την αυθαίρετη ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην ουσία με την υπαγωγή της πίστης στο κράτος και την θρησκειοποίησή της, ενώ ο Καποδίστριας (ο οποίος ζήτησε και έλαβε την οικονομική ενίσχυση της Εκκλησίας δια της χρήσεως ναών και προσόδων για σχολεία, για χρηματοδότηση πολιτικών και προγραμμάτων) θεώρησε ότι δεν μπορούσε να διαγράψει την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, μέσω του Βυζαντίου, ιδίως στην παιδεία του ελεύθερου γένους.
Γιατί, τελικά, εδώ είναι το κλειδί της ουσιαστικής αποτυχίας του εκσυγχρονισμού. Στηρίζεται σε νόμους και όχι στην αλλαγή του ανθρώπου, δηλαδή στην αρετή την οποία ο άνθρωπος καλείται να καλλιεργήσει. Γι’ αυτό και τελικά το νεοελληνικό κράτος, όσο κι αν μπόρεσε να προχωρήσει, πέρασε μεγάλες κρίσεις, όταν η φαυλοκρατία εύρισκε την ευκαιρία να κυβερνά την κοινωνία. Χωρίς να αλλάξουμε εντός μας, χωρίς δηλαδή αληθινή πνευματικότητα, είναι πολύ δύσκολο να κρατήσουμε την διαφορετικότητά μας και να χτίσουμε υγιές κράτος. Και είναι ευθύνη της πολιτείας εκεί να στοχεύσει. Στην καλλιέργεια, δια της παιδείας, της Εκκλησίας, της ιστορίας, ενός ήθους συλλογικής προόδου και διακριτής ταυτότητας και όχι απλώς στην ευμάρεια και το ευ ζην.
Καθώς βρισκόμαστε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης θα άξιζε κανείς να μελετήσει την οικονομική πολιτική του Καποδίστρια σε συνθήκες κρατικής ανυπαρξίας, διασπάθισης του δημοσίου χρήματος με τα δάνεια της Αγγλίας, τα οποία οι εκσυγχρονιστές τύπου Μαυροκορδάτου και Κουντουριώτη έλαβαν με επαχθείς και ληστρικούς όρους κατά τη διάρκεια του Αγώνα, όχι για να τα χρησιμοποιήσουν για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά για να επιβληθούν, εκμαυλίζοντας τις συνειδήσεις και δωροδοκώντας τους αντιπάλους τους, με αποτέλεσμα να υποθηκευθούν τα εθνικά κτήματα, δηλαδή η γη μας! Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν εργαζόταν για τον εαυτό του πέτυχε την απο- υποθήκευση της εθνικής γης, έλαβε οικονομική βοήθεια, με την οποία έδωσε ώθηση και ανάπτυξη στην οικονομία και ταυτόχρονα έγινε ο ίδιος υπόδειγμα, παραιτούμενος από την οποιαδήποτε μισθοδοσία για τις υπηρεσίες του!
Ναι, αγαπητέ κ. Σκλαβούνο! Ο Καποδίστριας έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη. Γι’ αυτό και πλήρωσε με τη ζωή του το ότι παρέμεινε ο ίδιος ελεύθερος και αγωνίστηκε για μια αληθινά ελεύθερη πατρίδα! Και μόνο που μας υπενθυμίζετε ότι υπάρχουν τέτοιοι ταγοί μας δείχνει ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την κρίση απλώς κάνοντας υπακοή στα συμφέροντα των ξένων, αλλάζοντας οικονομικές πολιτικές, χωρίς να αγωνιστούμε για αλλιώτικη νοοτροπία, αρετής, τόλμης, ελευθερίας. Και αξίζει να προσπαθήσουμε, ακόμη κι αν φαίνεται ο αγώνας μάταιος.
Θα κλείσω τους προβληματισμούς που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Σκλαβούνου με μία παρατήρηση σε σχέση με την Εκκλησία. Ίσως περισσότερο παρά ποτέ σήμερα φαίνεται η αδυναμία μεγάλης μερίδας των ανθρώπων που διοικούν την Ελλαδική Εκκλησία να παρακολουθήσουν τις ιστορικές συγκυρίες και να κατανοήσουν ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να σωπαίνει, αρκούμενη σε μία εσχατολογική- μεταφυσική ή φιλανθρωπική διακονία στην κοινωνία. Κι αυτή η ένδεια μεταφέρεται στο επίπεδο του κλήρου, αλλά και της ακαδημαϊκής θεολογίας. Δεν είναι δουλειά της Εκκλησίας να ασχολείται με τα κομματικά τεκταινόμενα. Είναι όμως αυτονόητη η ανάγκη η Εκκλησία να μη λησμονεί ότι η αποστολή της περνά μέσα από την ιστορία και ότι η Εκκλησία είναι ένα από τα κατεξοχήν διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά της ελληνικότητας. Η Εκκλησία πάντοτε παρείχε παιδεία με αυτό που είναι: μέσα από τη λατρεία, μέσα από το κήρυγμα και τη διδαχή, μέσα από την παρακολούθηση των ιστορικών γεγονότων, της επιστημονικής προόδου, μέσα από την κριτική της κοινωνίας, μέσα από την συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, το αγωνιστικό ήθος το οποίο καλλιεργούσε στο λαό. Πρωτίστως, όντας μέσα από το λαό και μέσα στο λαό. Σήμερα, η Εκκλησία χρειάζεται αφύπνιση εντός της, να ξαναχτίσει πυρήνες αντίστασης μέσα από τις ενορίες και να ξαναβρεί πρόσωπα τα οποία θα εμπνευσθούν και θα εμπνεύσουν. Κι αυτό από μόνο του είναι παιδεία.
Ο Καποδίστριας ήταν Έλληνας και Ευρωπαίος μαζί. Η μελέτη της προσωπικότητας και του έργου του δεν πρέπει να μας κάνει να περιμένουμε να εμφανιστεί μία αντίστοιχη προσωπικότητα. Μπορεί όμως να μας ενθαρρύνει να έχουμε πλέον άποψη, όχι απλώς αγανάκτηση. Και να προσπαθήσει ο καθένας μας όχι μόνο να γνωρίζει τι και ποιους ψηφίζει όταν έρχονται εκλογές, αλλά, κυρίως, να προσφέρει στην αλλαγή νοοτροπίας της κοινωνίας. Η Εκκλησία αυτό το ονομάζει μετάνοια- δηλαδή αλλαγή του νοός, του τρόπου του σκέπτεσθαι. Αυτή η μετάνοια σε συλλογικό επίπεδο τελικά ίσως είναι η μόνη μπορεί να μας βγάλει αληθινά από την κρίση!
Και πάλι συγχαρητήρια στον κ. Σκλαβούνο για την τόλμη του!
Ομιλία σε παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου
του κ. Γεωργίου Σκλαβούνου
Κέρκυρα, 22 Ιουνίου 2011