4/20/11

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ


Κάθε γιορτή της Εκκλησίας έχει δύο πλευρές. Αυτή που φαίνεται και έχει να κάνει με το τελετουργικό, το τυπικό, τα ήθη και τα έθιμα που την συνοδεύουν. Είναι η εξωτερική της πλευρά, στην οποία συμμετέχουμε όλοι. Υπάρχει όμως και ο καρπός, το μέσα της. Είναι το ήθος που αυτή αποτυπώνει, η ελπίδα που γεννά, το νόημα που δίνει σ’ όποιον τη γιορτάζει. Ζούμε σ’ έναν κόσμο που διαφημίζει την εμφάνιση, χωρίς να νοιάζεται γι’ αυτό που αληθινά υπάρχει. Ίσως όμως έτσι να διαφυλάσσεται το πρόσωπο. Γιατί κανείς δεν μπορεί να περιγράψει τι είναι αυτό τελικά που γεννιέται στην καρδιά σου όταν ζεις τη γιορτή. Αν και σήμερα, μάλλον τη γιορτή την χρωστάμε.
Το Κερκυραϊκό Πάσχα έχει αυτό που φαίνεται κι αυτό που δεν φαίνεται. Αυτό που φαίνεται είναι ξεχωριστό και διάσημο. Αποτυπώνει τη μοναδικότητα της Κέρκυρας. Τυπικά και έθιμα δίνουν έναν μοναδικό συνδυασμό, που γεννά έναν τρόπο γιορτής που όποιος τον ζήσει, δεν μπορεί να τον ξεχάσει. Το Κερκυραϊκό Πάσχα θέλει το χρόνο του. Αν θέλεις να ζήσεις την εμπειρία, πρέπει να του αφιερωθείς. Να το αφήσεις να σε κυριεύσει. Χωρίς αντίσταση. Κι όταν περάσει, όπως ένας ξαφνικός έρωτας, να μετρήσεις αν άξιζε. Δεν ξέρω, πάντως, αν θα βρεθεί εύκολα κάποιος που να πει ότι δεν έζησε κάτι ξεχωριστό.
Το Κερκυραϊκό Πάσχα ξεκινά την Κυριακή των Βαΐων με την λιτανεία του σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνα σε ανάμνηση της σωτηρίας του νησιού από την πανώλη. Επί τρεις ώρες ο Άγιος περιφέρεται στην παλιά πόλη με τον μοναδικό τρόπο που είναι δομημένη η κερκυραϊκή λιτανεία, την μεγαλοπρέπεια της πομπής, τον παιάνα των Φιλαρμονικών του νησιού, την τιμητική συνοδεία των παιδιών, τα λάβαρα και τις σκόλες από όλες τις εκκλησίες της παλιάς πόλης, τον κλήρο με τα βάγια στο χέρι. Και όλος ο κόσμος να κάνει το σταυρό του στο πέρασμα του προστάτη του τόπου. Να δέεται στα όρια του παλαιού τείχους, εκεί που κάποτε ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, πολιούχου του νησιού μέχρι να έρθει από την Κωνσταντινούπολη ο Άγιος. Και να χαίρεται το εαρινό φως στην επιστροφή στην Πάνω Πλατεία, στο πέρασμα από το Παλάτι και το Λιστόν και στην εναπόθεση στο ναό του Αγίου.
Τις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας όλα μαρτυρούν την προετοιμασία. Οι Κερκυραίοι θα πάνε στις εκκλησίες για να ακούσουν το «Ιδού ο Νυμφίος» και το τροπάριο της Κασσιανής, να χρισθούν στο Ευχέλαιο, να εξομολογηθούν την Μεγάλη Τετάρτη και να κοινωνήσουν το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης. Δεν θα ξεχάσουν όμως και τις συναυλίες των Φιλαρμονικών που θα παρουσιάσουν τα πένθιμα της Δύσης, υπενθυμίζοντας αυτό που πάντοτε ήταν η Κέρκυρα. Σταυροδρόμι ρευμάτων και πολιτισμών. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής στις περισσότερες εκκλησίες, μετά την Σταύρωση και τα Δώδεκα Ευαγγέλια, νέες κοπέλες και μεγαλύτερες θα στολίσουν τον Επιτάφιό τους, κυρίως με γαρύφαλλα τα οποία δένουν με το μικρό, κομψό και χρυσοβαμμένο κουβούκλιο, αφήνοντας να φανεί η αρχοντιά του παρελθόντος και η λιτότητα με την οποία ο κόσμος θέλει τον Χριστό στο ξόδι του.
Από τις 2 το μεσημέρι μέχρι τις 10 το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, σχεδόν κάθε μισή ώρα, λιτανεύονται οι Επιτάφιοι. Ακόμη και παλαιοί ναοί που δεν λειτουργούν, θα βγάλουν επιτάφιο, όπως η παράδοση επιβάλλει. Κι είναι η λιτανεία του Επιταφίου ξεχωριστή. Προπορεύονται το λάβαρο και η σκόλα του ναού όχι ψηλά, αλλά ξαπλωτά στους ώμους των κουβαλητών. Τα παλιά βενετσιάνικα φανάρια και τα τορτσόνια. Και μαζί η μπάντα. Σε κάθε ναό και σε κάθε λιτανεία. Ο ήχος του πένθιμου εμβατηρίου δένει με την ψαλμωδία του «Αι γενεαί πάσαι» από το «κόρο», ενώ πρόσκοποι, μαθητές, παιδιά με καλαθάκια γεμάτα λουλούδια, ο Σταυρός, ο κλήρος και λαός συνοδεύουν στο Λιστόν το τελευταίο ίχνος του Θεανθρώπου πριν μπει στον Τάφο. Κι αργά το βράδυ, ο Επιτάφιος της Μητρόπολης, τελευταίος, μα μεγαλοπρεπής, ανεβαίνει τα Μουράγια, για να περάσει από το Λιστόν και τα καντούνια μέχρι τη Σπηλιά, ενώ ο κόσμος, κρατώντας αναμμένα κεριά, μαρτυρεί με την σιωπή του την θλίψη για το θάνατο, μα και την ελπίδα της Ανάστασης που δεν σβήνει.
Το Μεγάλο Σάββατο αρχίζει με την λειτουργία σε όλους τους ναούς που τελειώνει νωρίς το πρωί. Και στις 9 ξανά λιτανεία. Είναι το σκήνωμα του Αγίου πάλι, μαζί με τον Επιτάφιο του ναού, ο οποίος είναι ο μοναδικός που δεν πορεύεται την Μεγάλη Παρασκευή. Το μπαρλακί που σε κάθε λιτανεία μπαίνει πάνω από τον Άγιο, τώρα είναι πάνω από τον Επιτάφιο. Και είναι ο Άγιος που έσωσε το νησί από την σιτοδεία τέτοια μέρα αυτός που λιτανεύει οιωνεί ιερέας, το Χριστό. Τα πρόσωπα σιωπηλά. Δεσπόζει ο ήχος του «Αμλέτου» που αποδίδει μοναδικά η «Παλαιά» Φιλαρμονική, ένα ταξίδι στην μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει στον Θεάνθρωπο, αλλά και στην ήρεμη μελαγχολία του θανάτου, που φαντάζει ανίκητος, μα δεν είναι.
Κι αμέσως μετά την λύπη του θανάτου, η χαρά της ζωής που δίνει η Ανάσταση. Τα καντούνια πλημμυρισμένα από κόσμο που περιμένει το σινιάλο. Την καμπάνα της Μητρόπολης που θα σημάνει στις 11 ακριβώς το πρωί για να δοθεί το μήνυμα του «Ανάστα ο Θεός», ενώ ο Μητροπολίτης θα πετάει τις δάφνες, σύμβολο του θριάμβου του Ναζωραίου και του κάθε πιστού που τον ακολουθεί επάνω στο κράτος του θανάτου. Και το μήνυμα θα το πάρει το καμπαναριό του Αγίου και όλες οι καμπάνες των εκκλησιών στην παλιά πόλη θα σημάνουν «Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα», ενώ από παντού θα πέφτουν οι «μπότηδες», τα κανάτια, για να συντριβεί «ως σκεύος κεραμέως» ο θάνατος, και να νιώσουν όλοι ότι έρχεται η καινούρια ζωή, η Ανάσταση, η χαρά, η αγάπη.
Το βράδυ, χιλιάδες λαμπάδες αναμμένες με το Άγιο Φως που κάθε χρόνο έρχεται από τον Πανάγιο Τάφο, θα συγκεντρωθούν στην πάνω πλατεία για να ακούσουν την φωνή του Μητροπολίτη να ψάλλει «Χριστός Ανέστη», να δούνε τα πυροτεχνήματα να φωτίζουν τον κερκυραϊκό ουρανό και να γευθούν την στιγμή που πάντες αγκαλιάζονται, φιλιούνται και πανηγυρίζουν, γιατί «Χριστός ανέστη, χαρά μου».
Και την επόμενη, την «Νια ημέρα», σε όλες τις εκκλησιές οι λιτανείες θα ξαναβγούν από νωρίς το πρωί, με τις μπάντες και πάλι μπροστά, το λάβαρα και τις σκόλες ψηλά, με την εικόνα της Ανάστασης, με τους Λαμπριάτικους ψάλτες τους να λένε το «Την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ», θα περάσουν από το Λιστόν με χαρούμενο βήμα, για να αναφωνήσουν έξω από την πύλη του ναού, μετά το Εωθινό Ευαγγέλιο, «Χριστός Ανέστη». Και θα γίνει η λειτουργία της Ανάστασης, ενώ ο Άγιος, στο ναό του, θα ‘ναι ακόμη στη θύρα, μέχρι τη «Νια Τρίτη», για να μαρτυρεί κι αυτός με τη σειρά του ότι κατελύθη του θανάτου του κράτος.
Και του χρόνου λοιπόν;
Το Κερκυραϊκό Πάσχα είναι κι αυτό που δεν φαίνεται. Η ουσία του ξεπερνά την συμμετοχή στα τυπικά και τα έθιμα. Το Πάσχα είναι βεβαίως η σπουδαιότερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Η γιορτή έχει το θεολογικό της νόημα και περιεχόμενο, το οποίο η Εκκλησία το περιγράφει με τον λόγο και το βίωμά της. Ο λόγος έχει πάψει να αγγίζει τους πολλούς σήμερα. Ίσως γιατί έγινε πολύ ξύλινος ή απόμακρος από τις παραστάσεις και την πραγματικότητα των ανθρώπων. Η παγκοσμιοποίηση, ο σύγχρονος πολιτισμός, η ρουτίνα της καθημερινότητας, η έτοιμη ευτυχία, ο φόβος του θανάτου δεν αντιμετωπίζονται με λόγια. Μόνο το προσωπικό βίωμα ξυπνά μέσα μας την ελπίδα ότι αυτή έχει η ζωή έχει κι άλλο νόημα, το οποίο δεν μπορείς να το βρεις αν δεν ακούσεις φωνή μέσα σου.
Και τούτη η φωνή ξυπνά όταν οι αισθήσεις μας συναντούν ό,τι μας θυμίζει την παιδικότητά μας κι ό,τι μας κάνει να ψηλαφούμε το αόρατο. Κι αυτό γίνεται μέσα από τη γλώσσα της ποίησης και της μουσικής, μέσα από τα δρώμενα του τυπικού και των εθίμων, αλλά, κυρίως, μέσα από τα λόγια και την περιγραφή των στιγμών που ένα Πρόσωπο μοναδικό έζησε και φανέρωσε στον καθένα μας. Ευτυχώς, η Εκκλησία διασώζει και θα διασώζει τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Γιατί Εκείνος γίνεται η γέφυρα που μας κρατά ενωμένους με την ψυχή μας. Αυτός γίνεται η αφετηρία της γιορτής και η γιορτή μας κάνει να νιώθουμε ότι έχουμε καρδιά και ψυχή. Κι όσο κι αν δεν το λέμε, η ψυχή μας πάντα μας νοιάζει. Το κερκυραϊκό Πάσχα λοιπόν μας καλεί να ξεκινήσουμε από τη γιορτή για να βρούμε την ψυχή μας, την τρυφερότητά μας, την αρχοντιά μας, την αγάπη για το Θεό και τον άνθρωπο.
Το Κερκυραϊκό Πάσχα αποτελεί μία ανεπανάληπτη συνάντηση. Η Εκκλησία συναντιέται με τον κόσμο και μεταμορφώνει τον κόσμο σε Εκκλησία. Ανατολή και Δύση γράφουν την ιστορία της κοινής πορείας τους με τις νότες στο ναό και στη λιτανεία. Οι καμπάνες που σημαίνουν την Ανάσταση βρίσκουν τους μπότηδες που σπάνε τον θάνατο. Η λιτανεία του Επιταφίου γίνεται λιτανεία της Ανάστασης. Το πνευματικό τραπέζι με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας συνεχίζεται στο υλικό πασχαλινό τραπέζι. Δεν υπάρχει διάσπαση ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, αλλά όλα ενώνονται στη χαρά. Ο παπάς κρατά το Ευαγγέλιο και μπαίνει μπροστά από τον Επιτάφιο και την Ανάσταση, μαζί με τους επιτρόπους του, εκπροσώπους του λαού, δείχνοντας ότι η πίστη δεν ακολουθεί παθητικά τον δρόμο του Θεού, αλλά μπαίνει μπροστά μαζί με το Θεό και ανοίγει δρόμο για να συναντήσει ο Θεός τον άνθρωπο και τον κόσμο. Κι είναι ο παπάς μαζί με το λαό του, όχι ανώτερός του, αλλά βγαλμένος μέσα από αυτόν και κεκλημένος να ζει μ’ αυτόν και υπέρ αυτού. Και θα έρθει, τέλος, το πρόσωπο του Χριστού να συναντηθεί και να συμπορευθεί με το πρόσωπο του Αγίου το Μεγάλο Σάββατο, για να φανερώσει τον Θεό που έγινε άνθρωπος και βαδίζει μαζί με τον άνθρωπο που έγινε κοντά Του κατά χάριν θεός.
Το Κερκυραϊκό Πάσχα γίνεται έτσι μια πρόσκληση να κρατήσουμε ζωντανή την ολοένα και περισσότερο λησμονημένη ταυτότητά μας. Φέρνει την Ιστορία στο παρόν και δείχνει έναν μοναδικό δρόμο για το μέλλον. Αυτόν του ήθους της πίστης που δίνει νόημα και ελπίδα. Που κάνει μέσα από την λύπη να ανατέλλει η χαρά. Που γεννά μέσα από τις νικημένες από το χρόνο και το θάνατο πόλεις των ανθρώπων όχι μόνο κέλυφος πολιτισμού, αλλά πρόταση ζωής.
Το Κερκυραϊκό Πάσχα είναι διάσημο και φέρνει κοντά του ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, από όλο τον κόσμο. Όποιος το ζήσει όμως σ’ όλες του τις διαστάσεις θα λάβει στην καρδιά και στο νου μία αίσθηση μεγάλης χαράς. Δεν είναι μόνο η γιορτή, η σχέση του ανθρώπου με την Εκκλησία και οι αναμνήσεις που ξυπνούν αυτές τις μέρες. Είναι το γεγονός ότι κάπου μέσα σου πιστεύεις πως και το δικό σου τέρμα, ο δικός σου θάνατος, όσο ασήμαντος κι αν είναι για την Ιστορία και τον κόσμο, δεν θα διαγράψει τελικά ό,τι έζησες και θα ζήσεις. Αφού τελικά νικήθηκε ο Άδης και η χαρά ανέστη, τότε κι εσύ, θα αναστηθείς. Μπορεί «το οστράκινο σκεύος», ο «μπότης» της ύπαρξής σου να σπάσει. Αυτό όμως θα γίνει με μεγαλοπρέπεια και αρχοντιά, με περηφάνια και προσδοκία, όχι με φόβο και απελπισία. Και μαζί μ’ αυτό το σπάσιμο, θα ξεκινήσει για σένα οριστικά η καινή κτίση, η όγδοη ημέρα της προσωπικής σου ύπαρξης και δημιουργίας. Εκεί όπου θα συναντήσεις το Χριστό, θα ακούσεις την φωνή Του να σου λέει «Χαίρε» και θα δροσιστείς από την αύρα της αγάπης Του. Όχι για μία βδομάδα, έστω και Μεγάλη. Αλλά αιώνια.