3/29/11
ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΣΤΗΝ «ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ- ΚΡΑΤΟΥΣ»
Ολοκληρώθηκε η σειρά του ΣΚΑΙ «1821: η γέννηση ενός έθνους-κράτους». Έχοντας παρακολουθήσει από την αρχή την φιλοσοφία και τον τρόπο που η σειρά στήθηκε όχι για να μας δείξει «την Ιστορία όπως δεν την είχαμε ξαναδεί», αλλά για να εξυπηρετήσει μία ερμηνεία της Ιστορίας, στηριγμένη σε πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, αυτό που θα θέλαμε να τονίσουμε είναι την απογοήτευσή μας για μία μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε εξαιτίας ιδεοληψιών. Διότι μέσα από ένα τηλεοπτικό κανάλι που θέλει να θεωρείται σοβαρό δεν έγινε ιστορική έρευνα ή επιστημονική αντιπαράθεση, αλλά προπαγάνδα από μία ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι θέλησαν να δείξουν ότι είναι οι μόνοι που κατέχουν την ιστορική αλήθεια. Πουθενά στη σειρά δεν εμφανίστηκαν αντίθετες οπτικές. Δεν προσκλήθηκαν μελετητές, οι οποίοι να δίνουν και την άλλη ή τις άλλες ερμηνείες. Βεβαίως, κάτι τέτοιο θα έδειχνε ότι οι «αναθεωρητές» της Ιστορίας δεν έχουν το αλάθητο, αλλά φαίνεται ότι δεν το ήθελαν. έτσι αυτο-αναγορεύθηκαν.
Το όγδοο και τελευταίο επεισόδιο αποτέλεσε το «ξεγύμνωμα» των προθέσεων των παραγωγών και του καναλιού. Ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίστηκαν ότι η Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, οργανώθηκε σε έθνος-κράτος αποκτώντας ταυτότητα, η οποία στηρίχτηκε σε τέσσερις μύθους: την σύνδεση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, την δήθεν συμβολή της Εκκλησίας στον Αγώνα του 1821, την αγιοποίηση των αγωνιστών και την απόκρυψη των σφαγών που οι Έλληνες διέπραξαν και, τέλος, την εθνική ομογενοποίηση, που ήταν κατασκεύασμα και όχι πραγματικότητα. Τα επιχειρήματα των συντελεστών της σειράς δεν ήταν καινούρια και για έναν μέσο αναγνώστη και μελετητή της Ιστορίας δεν αποτέλεσαν έκπληξη. Όσοι όμως τηλεθεατές δεν γνωρίζουν ή έχουν μείνει στην ιδέα ότι η Ιστορία του 1821 διδάσκεται όπως διδασκόταν στα χρόνια της δικτατορίας, πιθανόν να εντυπωσιάσθηκαν, ενώ οι νεώτεροι μάλλον δεν θα ένιωσαν και ιδιαίτερα υπερήφανοι για το παρελθόν τους.
Η σειρά από την αρχή έδινε την εντύπωση ότι υποστήριζε ότι οι Έλληνες δεν ήταν έθνος πριν το 1821 και ότι με την επανάσταση ακολούθησαν το γίγνεσθαι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που οδήγησε στη δημιουργία εθνών-κρατών. Αυτή η οπτική εξυπηρετεί τον κύριο στόχο της σειράς που δεν ήταν άλλος από τα να καταδείξει ότι πριν την Επανάσταση και κυρίως από το 1452 έως το 1750 (οπότε και ξεκίνησε κατά κάποιους μελετητές ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός) Έλληνες και Τούρκοι συνυπήρχαν αρμονικά. Άρα, κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και σήμερα, και, κυρίως, αύριο. Το 1821 υπήρξε ένα επεισόδιο που διατάραξε την συνύπαρξη και οδήγησε στο οριστικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών το 1922. Πλέον δεν υπάρχει λόγος να θυμόμαστε ό,τι μας χωρίζει, αλλά μπορούμε και οικονομικά και γεωστρατηγικά να συνεργαστούμε ως φίλοι. Αυτή είναι η λογική του «νεο-οθωμανισμού», την οποία φαίνεται να υπηρετούν με συνέπεια οι συντελεστές της σειράς, όπως επίσης και μία σειρά από άλλους καθηγητές, δημοσιογράφους, πολιτικούς και καναλάρχες και, βεβαίως, οικονομικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες, όπως η Εθνική Τράπεζα, χορηγός της σειράς, η οποία, όλως τυχαίως, έχει εξαγοράσει τη τουρκική Finansbank και έχει κάθε λόγο να προστατέψει την επένδυσή της στη γείτονα. Κι αυτό δε γίνεται μόνο σήμερα, αλλά με προοπτική το αύριο, αφού οι νεώτεροι δεν θα έχουν «πατριωτικές» προκαταλήψεις, ούτε θα ενοχλούνται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα τουρκικής διεκδίκησης ζωτικού χώρου και επέκτασης τόσο στο Αιγαίο όσο και σε άλλα τμήματα της επικράτειάς μας. Αφού η Ιστορία δεν μας χωρίζει, γιατί να μην κάνουμε όσα βήματα πίσω χρειάζεται; Αν μάλιστα, εξασφαλίζουμε και την ειρήνη, την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, για παρελθόν, και μάλιστα, αμφισβητούμενο, θα μιλάμε;
Ποιος ρώτησε τους Τούρκους αν συμφωνούν με την διατήρηση του status quo αυτό είναι βεβαίως άλλη υπόθεση.
Τα τέσσερα επιχειρήματα πάντως των συντελεστών της σειράς παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αναμόχλευση θέσεων του παρελθόντος, κυρίως πολιτικών που ερμηνεύουν και χρησιμοποιούν την Ιστορία για να περάσουν τις θέσεις τους.
Το αρχαιοελληνικό παρελθόν μας αμφισβητήθηκε από τον Φαλμεράγιερ και τις ιστορικές θεωρίες του πανσλαβισμού, έργο των οποίων είναι σήμερα το κρατίδιο των Σκοπίων που καπηλεύεται το όνομα της Μακεδονίας. Οι συντελεστές της σειράς έθεσαν το ίδιο ερώτημα: πόσο συνεχιστές του αρχαιοελληνικού τρόπου σκέψης και ζωής είμαστε οι Έλληνες; Μήπως τελικά μόνο ο τόπος και τα ερείπια μας συνδέουν με το παρελθόν μας και τα υπόλοιπα ήταν κατασκευάσματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και των Βαυαρών;
Η απάντηση, εκτός των άλλων, περνά μέσα από την παρουσία της Εκκλησίας και τη σύνδεση του λαού μας μ’ αυτήν. Το αρχαιοελληνικό παρελθόν μας διασώθηκε στην γλώσσα της θείας λειτουργίας και των ιερών ακολουθιών, στη ρητορική των επισκόπων, των παπάδων και των μοναχών, στην εκμάθηση των γραμμάτων στους ναούς και τους νάρθηκες των μοναστηριών από τους ταπεινούς ιερείς. Αυτή η διάσωση της συνέχειας, η σύνδεση της γλώσσας με την θρησκευτική πίστη δημιούργησε τη συνείδηση που οι αγωνιστές του 1821 είχαν για τα αγάλματα και τα κατάλοιπα του αρχαίου πολιτισμού μας, όπως αποτυπώνεται στην περίφημη φράση του Μακρυγιάννη «Γι’ αυτά πολεμήσαμε» σε δύο Έλληνες στρατιώτες που ήθελαν να τα πουλήσουν «σε κάτι Ευρωπαίους». Οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν κληρικοί) θα προχωρήσουν στην σταδιακή επανέκδοση των αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων όχι για να στήσουν έναν εθνικό μύθο, αλλά γιατί διέβλεπαν την ιστορική συνέχεια και όταν οι περιστάσεις επέτρεψαν, την έκαναν πράξη στην παιδεία του Γένους. Οι Βαυαροί δεν δημιούργησαν κάτι εκ του μη όντος, αλλά υπερτόνισαν αυτό που ήδη ήταν συνείδηση του λαού.
Αυτή όμως η παρουσία της Εκκλησίας ενοχλεί ευρύτερα, διότι η θρησκευτική πίστη γεννά και την διαφορά ανάμεσα στους λαούς. Έτσι οι συντελεστές χτυπούν την συμβολή της Εκκλησίας στον Αγώνα του 1821 και στην διάσωση του Γένους κατά την Τουρκοκρατία μιλώντας για τον μύθο του κρυφού σχολειού και τονίζοντας ότι η επίσημη Εκκλησία δια του Πατριαρχείου ήταν αντίθετη με την επανάσταση. Το αν υπήρξε ή όχι «κρυφό σχολειό» δεν μπορεί η Ιστορία ούτε να το αποδείξει ούτε να το απορρίψει. Τι «κρυφό σχολειό» θα ήταν αν υπήρχαν ιστορικές μαρτυρίες; Η συλλογική μνήμη του λαού όμως σε αρκετούς τόπους είναι κριτήριο. Όπως και το γεγονός ότι τα παιδιά μάθαιναν γράμματα στους ναούς και τα μοναστήρια, κάτι που κανείς σοβαρός ιστορικός δεν αμφισβητεί για την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αν αυτό γινόταν υπό την πίεση των Τούρκων ή μέσα σε καθεστώς απολύτου ελευθερίας, μάλλον ήταν θέμα τόπου, Τούρκων διοικητών και κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ιδίως πριν το 1700. Άρα, το πρόβλημα δεν είναι «το κρυφό σχολειό», αλλά η συμβολή της Εκκλησίας στην διαφύλαξη της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.
Αναφορικά με την στάση της επίσημης Εκκλησίας χρειάζεται να επισημάνουμε την Βατικάνεια αντίληψη που έχουν για την Ορθοδοξία οι συντελεστές της σειράς και άλλοι ομοϊδεάτες. Στην Ορθοδοξία υπάρχει ελευθερία, δεν υπάρχει «η Αλάθητη αρχή», όπως στη Δύση. Η στάση των μελών της Εκκλησίας έναντι του Αγώνα δεν υπήρχε περίπτωση να εξαρτηθεί από την στάση του Πατριαρχείου. Η στάση όμως της τουρκικής διοίκησης έναντι των Ελλήνων που δεν μπορούσαν να επαναστατήσουν, όπως στην Κωνσταντινούπολη και την Μικρά Ασία, εξαρτώνταν κατά μεγάλο βαθμό από τη στάση του Πατριαρχείου. Γι’ αυτό και ο αφορισμός του Υψηλάντη, αλλά, και την ίδια στιγμή, η συμμετοχή μεγάλου αριθμού επισκόπων και ιερέων στην Επανάσταση. Γιατί οι επίσκοποι και οι ιερείς στην Ορθοδοξία δεν είναι κάστα που λειτουργεί ερήμην του λαού, αλλά προέρχεται από αυτόν, αφουγκράζεται τις ανάγκες του και συμπάσχει.
Η πίστη των Ελλήνων στο Θεό, η χριστιανική τους ιδιότητα αποτέλεσε το συνεκτικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822 είναι σαφής για το ποιος είναι Έλληνας: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Δεν μιλά ούτε για Αρβανίτες, ούτε για Αρμένιους, ούτε για Βλάχους, ούτε για Ρουμελιώτες, ούτε για Μοραΐτες, ούτε για προύχοντες ούτε κάνει καμία άλλη διάκριση. Το κριτήριο της ελληνικότητας είναι η πίστη στο Χριστό. Αυτό θα ήταν αρκετό για έναν σοβαρό ιστορικό να μην κάνει δηλώσεις περί κατασκευασμένων εθνικών μύθων. Την Ιστορία την γράφουν οι πρωταγωνιστές και οι πηγές. Οι ιστορικοί δίνουν ερμηνείες. Οι πηγές όμως και τα γεγονότα δεν μπορούν να ερμηνευθούν με βάση τις ανάγκες του σήμερα, αλλά με βάση το περιεχόμενό τους.
Ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ιστορικούς, ο οποίος δεν ήταν και φιλικά διακείμενος προς την Εκκλησία, ο Ν. Σβορώνος γράφει για την συμβολή της τελευταίας στην διαφύλαξη της εθνικής συνείδησης: «Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα που υποκινούνται από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχει ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει. Βρίσκεται έτσι επικεφαλής των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν τη διατήρησή του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, και συνδέεται άρρηκτα με το Έθνος» (Το Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 2004, σελ. 85). Αυτή η συμβολή θα διατηρηθεί με διακυμάνσεις και με διαφορετικές κατευθύνσεις και στη συνέχεια.
Σε ό,τι αφορά στην αγιοποίηση των αγωνιστών και την απόδοση όλων των κακών στους Τούρκους, που η σειρά έρχεται να αναθεωρήσει, έχουμε να πούμε ότι όταν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» μιλά τόσο για την διχόνοια και τα συμφέροντα που οδήγησαν τον Αγώνα σε κρίση, όσο και για τη σφαγή της Τριπολιτσάς, ήταν δεδομένο πως ακόμη και οι αγωνιστές διέβλεπαν τα πάθη και τις βιαιότητες που γεννιούνται από τον πόλεμο. Όμως αυτό δεν εξομοιώνει τον δυνάστη με τον δυναστευόμενο, όταν επί 370 έτη οι Έλληνες υφίσταντο καταπιέσεις (κεφαλικός φόρος, παιδομάζωμα), δεν μπορούσαν να θρησκεύουν ελεύθερα (εξισλαμισμοί, Νεομάρτυρες, για τους οποίους ο Σβορώνος γράφει: «Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του Νέου Ελληνισμού», σελ. 84), και ζητούσαν την ελευθερία τους. Σ’ αυτά όμως η σειρά δεν έκανε καμία αναφορά. Η αντιπαλότητα δεν προήλθε τυχαία. Ένα Έθνος με συνείδηση της ύπαρξής του διεκδικούσε την ελευθερία του. ΚΑμία σφαγή δεν έχει ηθική δικαιολογία (μολονότι δεν είναι το ίδιο οι σφαγές άμαχου πληθυσμού σε συνθήκες πολέμου, με τις σφαγές για αντίποινα). Αν η σειρά έκανε σχόλιο μόνο για την τραγικότητα του πολέμου, κανείς δεν θα μπορούσε να της προσάψει κάτι. Όμως οι συντελεστές της ήθελαν να μιλήσουν για θρησκευτική κάθαρση και να δείξουν ότι το ίδιο είμαστε και οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι και , επομένως, αν θέλουμε να συνυπάρξουμε, χρειάζεται να υποβαθμίσουμε σήμερα τις θρησκευτικές διαφορές, που μόνο κακό μας έκαναν στο παρελθόν!
Τέλος, αναφορικά με την εθνική ομογενοποίηση, και μόνο ο ορισμός του Έλληνα από την Α’ Εθνοσυνέλευση δείχνει ότι δεν χρειάστηκε η καλλιέργεια «εθνικών μύθων», ώστε οι κάτοικοι του ελεύθερου βασιλείου της Ελλάδος να αισθάνονται Έλληνες. Η κοινή θρησκευτική πίστη, το αίμα του Αγώνα, η ιστορία και το παρελθόν, όπως επίσης και ο τόπος όπου ζούσαν ήταν αρκετά για να μην χρειάζεται η καθιέρωση της φουστανέλας (!) ως επισήμου ενδύματος των Ελλήνων, μόνο και μόνο για να πειστούν οι Αρβανίτες- Έλληνες ότι είχαν κοινή ταυτότητα με τους υπόλοιπους.
Το ελληνικό έθνος δεν ήταν αποτέλεσμα του Αγώνα. Όπως αναφέρει και πάλι ο Σβορώνος: «επτά αιώνες, από το τέλος του 11ου αιώνα ως το τέλος του 18ου, χρειάστηκαν για να μπορέσει ένας παλαιός λαός όπως ο ελληνικός να συγκροτηθεί σε ένα νέο έθνος και να ξεκαθαρίσει τα κύρια στοιχεία της εθνικής του συνείδησης. Όταν ξεσπάει η Επανάσταση του 1821 το ελληνικό έθνος είναι πλέον συντελεσμένο και θα διακηρύξει στην Επίδαυρο με τα ακόλουθα λόγια την ύπαρξή του: Το Ελληνικόν έθνος κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του εις εθνικήν συνηγμένην συνέλευσιν την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν»(σελ. 106). Ούτε χρειάστηκε , επομένως, εθνικούς μύθους, για να πείσει τους κατοίκους του ότι ήταν Έλληνες. Γι’ αυτό και η συνεχής απόπειρα των αναθεωρητών της Ιστορίας να μας πείσουν ότι ζούσαμε στο ψέμα και τώρα αυτοί θα μας προσφέρουν την αλήθεια έχει χαρακτήρα αληθινά «δαιμονικό». Στην απόπειρά τους να κρατήσουν όρθια τη δάδα του «εκσυγχρονισμού», που κατέρρευσε μαζί με τις οικονομικές ψευδαισθήσεις που έστησε, στήνουν τον δικό τους μύθο: ότι μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε την ερμηνεία της Ιστορίας και να την αξιοποιήσουμε για να υπηρετήσει το «σήμερα και το αύριο», στο όνομα της επιστήμης. Πέφτουν όμως έτσι στην ίδια παγίδα, με την οποία πολεμούν το παρελθόν: το χρησιμοποιούν κατά τα δικά τους μέτρα, απομονώνουν, παραποιούν, ερμηνεύουν κατά το δοκούν, όχι για να ελευθερώσουν αλλά για να υποδουλώσουν το λαό μας σε συμφέροντα, που αυτή τη φορά είναι σχεδόν αποκλειστικά ξένα. Αυτό όμως δεν το καθιστούν φανερό, δείχνοντας ότι είναι εσκεμμένη η παράλειψή τους να αναφερθούν στα κόμματα, τα οποία οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ίδρυσαν στην Ελλάδα στα χρόνια του 1821, ελέγχοντας και συνδαυλίζοντας τα πάθη. Πάσα ομοιότητα με το σήμερα είναι μάλλον συμπτωματική...
Η εθνική μας ταυτότητα περιλαμβάνει ορισμένα σταθερά στοιχεία. Είναι η γλώσσα και η θρησκευτική πίστη, είναι η παράδοση και ο πολιτισμός. Είναι οι αξίες, όπως η πίστη στην ελευθερία. Είναι και αρνητικά σημεία, όπως η διχόνοια και η εξουσιομανία, η αίσθηση της παντογνωσίας, το «ανυπότακτον και το απειθάρχητον». Τα αρνητικά, μπορούν να γίνουν παράγοντες προόδου, όταν γίνονται αφορμές δημιουργικότητας και δυναμισμού. Δεν καταπολεμούνται όμως αν αποφασίσουμε ότι δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης σήμερα από την Δύση και την παγκοσμιοποίηση, όπως επίσης εάν επιστρέψουμε στο οθωμανικό παρελθόν μας, από το οποίο αποκοπήκαμε, παρότι «περνάγαμε καλά». Αντίθετα, έτσι χάνουμε οριστικά και την ελευθερία μας. Ένας λαός μπορεί να προχωρήσει, ακόμη και σε στιγμές μεγάλης κρίσης, όταν οι ταγοί του, πολιτικοί, διανοούμενοι, εκπαιδευτικοί, εκκλησιαστικοί, του πούνε την αλήθεια για την κατάστασή του και ζητήσουν από αυτόν δημιουργική συμμετοχή στο χτίσιμο μιας νέας πορείας, με βάση τα στοιχεία του παρελθόντος του και τον γόνιμο διάλογο με το παρόν. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς να γνωρίζουμε ποιοι είμαστε ή με παραποιημένη την Ιστορία μας. Όπως επίσης, η ελευθερία μας είναι αξία ανώτερη, ακόμη και από την ίδια την επιβίωση.
Οι πολιτικοί μας επέλεξαν σήμερα να μας βάλουν στο ζυγό της οικονομικής κατοχής. Δεν πρέπει όμως να επιτρέψουμε σ’ αυτούς και το σύστημα εξουσίας, το οποίο τους στηρίζει (ΣΚΑΙ και όλα τα μεγάλα κανάλια της τηλεόρασης) να αποκοιμίσουν την ψυχή μας. Η Εκκλησία έχει μεγάλη ευθύνη σήμερα, να κρατήσει ζωντανή και πάλι την ιστορική συνείδηση του λαού μας. Η ελευθερία, άλλωστε, είναι το Α και το Ω όχι μόνο ενός έθνους, ενός λαού, αλλά και του κάθε ανθρώπου.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός