3/24/11
ΧΑΙΡΕ ΘΕΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ ΧΩΡΑ, ΧΑΙΡΕ ΣΕΠΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΘΥΡΑ
Το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού πάντοτε απασχολεί τον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο η τελειότητα και η αρμονία του σύμπαντος που μας κάνει να αναρωτιόμαστε κατά πόσον είναι δυνατόν τυχαία να έχει επισυμβεί. Δεν είναι μόνο ο νους μας και η λογική μας, που μας κάνουν να γεννούμε πολιτισμούς μας, ούτε η σωματική δύναμη που μας βοηθά να επιβιώνουμε τόσο έναντι της φύσης, όσο και έναντι των ανθρώπων, γεγονότα που γεννούν τον ανθρωπολογικό προβληματισμό, πώς εμφανιστήκαμε στον κόσμο, πώς έχουμε τέτοια χαρίσματα, πώς μπορούμε να συνειδητοποιούμε τη ζωή και τον θάνατο. Αν όλα αυτά είναι προϊόν και πάλι τυχαιότητας ή κρύβουν ένα σχέδιο, κάποιον Σχεδιαστή, που οι νοητικές μας δυνάμεις, αλλά και τα εμπειρικά και επιστημονικά δεδομένα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας αδυνατούν να Τον προσεγγίσουν ή να Τον κατανοήσουν. Δεν είναι μόνο ο φόβος για το τι γίνεται μετά το τέλος της προσωπικής μας βιολογικής ζωής, το ερώτημα αν είναι δυνατόν να ηττάται από το χρόνο η δημιουργική μας ικανότητα, η φαντασία μας, η μνήμη μας, αλλά και η αγάπη που δείχνουμε και πού δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμη με βάση το υπόλοιπο φυσικό βασίλειο. Δεν είναι μόνο η φιλοσοφική προσέγγιση του κόσμου ότι πρέπει να υπάρχει ένα Ον που είναι «το πρώτο κινούν ακίνητον» (Αριστοτέλης), αυτό που κινεί τα πάντα, χωρίς να εμπίπτει το ίδιο στην ανάγκη της κίνησης.
Είναι όλα αυτά, αλλά κυρίως η στάση που καλούμαστε να έχουμε έναντι της γνώσης ότι ένα τέτοιο Ον, μια τέτοια ύπαρξη που να διεκδικεί για τον Εαυτό της έχει εμφανιστεί, έχει αποκαλυφθεί, έχει σχετιστεί με τους ανθρώπους, έχει δηλώσει ότι «Εγώ ειμί ο Ων» σε δύο φάσεις στη ζωή και την ιστορία του κόσμου μας: στην Παλαιά Διαθήκη σε ένα πρόσωπο που λεγόταν Αβραάμ και στους απογόνους του και στην Καινή Διαθήκη σε μία γυναίκα, την Υπεραγία Θεοτόκο. Στην Παλαιά Διαθήκη η φανέρωση και η σχέση έγινε η αφορμή για ένα ταξίδι από την Χαρράν στην Χαναάν, τη Γη της Επαγγελίας, χωρίς όμως η Ύπαρξη αυτή να έχει λάβει σάρκα και οστά. Στην Καινή Διαθήκη η φανέρωση και η σχέση αυτή έγινε πάλι η αφορμή για ένα ταξίδι, όχι όμως μόνο ενός προσώπου ή των απογόνων του (που δεν είχε), αλλά όλου του κόσμου, όσων πίστεψαν και πιστεύουν στο Πρόσωπο που έλαβε σάρκα και οστά, στον Κύριο ημών Ιησού Χριστού. Και αυτό το ταξίδι περιλαμβάνει την πορεία του ανθρώπου από το θάνατο στην ανάσταση, από τη γη στον ουρανό, την οριστική απάντηση σε όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα που ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να διατυπώσει.
Η Υπεραγία Θεοτόκος έγινε η χώρα του αχωρήτου Θεού και η θύρα του σεπτού μυστηρίου της εισόδου του Θεού στον κόσμο. Ο Θεός που δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά, αλλά είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», γίνεται άνθρωπος στην μήτρα της. Αυτός που χωρά τα σύμπαντα «εν τη δρακί αυτού», γίνεται ένα κύτταρο, και χωρά σε ένα ελάχιστο τμήμα του σώματος μιας γυναίκας. Προσλαμβάνει την φύση μας υπερβαίνοντας τους φυσικούς νόμους που θέλουν σύζευξη άνδρα και γυναίκας, εισέρχεται στο χρόνο «μη υπομείνας τροπήν ή φυρμόν ή διαίρεσιν», χωρίς να απωλέσει την θεϊκή Του φύση, αλλά ενώνοντάς Την με την ανθρώπινη φύση, και ζει όλα όσα ζει η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη «δίχα αμαρτίας», χωρίς δηλαδή να σκεφθεί ή να πράξει κάτι που θα χωρίσει τον άνθρωπο από τον Θεό. Και είναι τέτοιο το μυστήριο που θα φθάσει να ζήσει την ανθρώπινη φύση Του μέχρι θανάτου, «θανάτου δε Σταυρού», παραιτούμενος από την παντοδυναμία του Αχωρήτου, από την παντοδυναμία του Δημιουργού, από την παντοδυναμία της ελευθερίας Του, για να υποταχθεί στην απεχθέστερη δράση της ανθρώπινης ύπαρξης: το μίσος για τον συνάνθρωπο, που οδηγεί στο θάνατο. Θα υποταχθεί στο χρόνο, για να τον αναδημιουργήσει κι αυτόν «δια της αναστάσεως».
Όπως στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο, έτσι και στην Καινή Διαθήκη αναδημιουργεί, ανακαινίζει πρώτα τον άνθρωπο και στο τέλος της ιστορίας τον κόσμο. Στην Παλαιά Διαθήκη ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την ελευθερία του για να γίνει θεός χωρίς το Θεό. Νικιέται έτσι από τον θάνατο, τόσο τον βιολογικό όσο και τον πνευματικό, που είναι ο χωρισμός από το Θεό. Παραδίδεται έτσι στο σκοτάδι της ακοινωνησίας με το Θεό και τον πλησίον και περιμένει το πλήρωμα του χρόνου. Ακόμη κι αν εμπιστεύεται το Θεό απόλυτα, η ύπαρξή του μετά την έξοδό της από τον υλικό χρόνο θα περιμένει εν τω Άδη της μοναξιάς, του σκότους, της ακοινωνησίας την Καινή Διαθήκη. Ο ερχομός του Χριστού όμως, ο Σταυρός, η κάθοδός Του στον Άδη και η Ανάστασή Του σηματοδοτεί το τράβηγμα του πέπλου του σκότους, της μοναξιάς, της ακοινωνησίας από την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και την ανάσταση όλων όσων αναζήτησαν και αναζητούν, αγάπησαν και αγαπούν το Θεό και την αρχή της άλλης βιοτής, της αιωνίου, όπου το φως, η συνάντηση με τον συνάνθρωπο και η κοινωνία με το Θεό καθιστούν τον άνθρωπο μακάριο, δηλαδή αληθινά ελεύθερο. Και αυτή η δυνατότητα προσφέρεται στον καθέναν. Αρκεί να την επιλέξει ελεύθερα και να τη ζήσει αγαπώντας Θεό, συνάνθρωπο και κόσμο.
Χωρείται ο Θεός στον άνθρωπο, χάρις στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν είναι μόνος του πλέον ο άνθρωπος. Και χωρείται στην ύπαρξη του καθενός που διαλέγει να ζήσει την ζωή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Τη ζωή της εμπιστοσύνης στο Θεό, όπως αυτή εκφράζεται με την υπακοή στο θέλημά Του. Τη ζωή της αρετής και της καθαρότητας, όπως αυτή εκφράζεται δια της μετανοίας, της ασκητικότητας, της σταύρωσης των παθών. Τη ζωή της αγάπης προς το Θεό, όπως αυτή εκφράζεται δια της προσευχής, της επίκλησης του ονόματός Του, αλλά και δια της αγάπης προς τον πλησίον, όπως αυτή εκφράζεται δια της συγχωρητικότητας, της ελεημοσύνης, υλικής και πνευματικής, του μοιράσματος του σκοπού της ζωής με τους άλλους, της συνάντησης στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, της οικείωσης του τρόπου της πνευματικής ζωής που τα μυστήρια της πίστης αποκαλύπτουν.
Και είναι παρούσα η Παναγία, όπως και όλοι όσοι μιμήθηκαν τη ζωή της, δηλαδή οι άγιοι της πίστης μας, σε κάθε θεία λειτουργία, σε κάθε προσευχή και ακολουθία, σε κάθε γιορτή που δίνει άλλο νόημα στη ζωή μας. Και μας υπενθυμίζει αυτή την συγ-χώρεση, την από κοινού πορεία που ο Θεός ακολουθεί με όλους όσους τον αναζητούν αληθινά και πιστεύουν στην ύπαρξή Του. Κι ας μην αποδεικνύονται επιστημονικά και ορθολογιστικά τα βήματά Του. Όπως δεν μπορείς να ορίσεις την αγάπη και την ελευθερία με ορισμούς που να είναι πλήρεις (γιατί ο καθένας άνθρωπος έχει να σου προσφέρει τον δικό του τρόπο που βιώνει τόσο τη μία όσο και την άλλη), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και δεν βιώνονται, έτσι και η σχέση μας με το Θεό (που είναι αγάπη και ελευθερία) δεν μπορεί να οριστεί και να περικλειστεί στις λέξεις και τα επιχειρήματα. Μόνο αυτός που τολμά να ζήσει το μυστήριο με εμπιστοσύνη στη ζωή του θα διαπιστώσει αυτή την συγ-χώρεση και συμπόρευση που νικά τον θάνατο και δίνει την αιωνιότητα.
Ας είναι ο τρόπος και ο δρόμος της Παναγίας η θύρα δια της οποίας κι εμείς θα ζήσουμε, έστω και λίγο, το μυστήριο της αγάπης του ενανθρωπίσαντος Θεού στη ζωή της Εκκλησίας μας. Προσωπικά, αλλά και ως μέλη του σώματος. Ιδίως στην εποχή μας που καγχάζει για επιχειρήματα, για ανέσεις, για απαντήσεις, χωρίς να αναζητά, αλλά και χωρίς να θέλει να συγ-χωρέσει.
Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 2011