3/10/11

ΧΑΙΡΕ ΑΡΟΥΡΑ ΒΛΑΣΤΑΝΟΥΣΑ ΕΥΦΟΡΙΑΝ ΟΙΚΤΙΡΜΩΝ


Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μία περίοδος ιδιαίτερα κοπιαστική για τους πιστούς. Δεν είναι μόνο η νηστεία και η πνευματική προσπάθεια εν γένει. Είναι και το γεγονός της αντίθεσης που ο κόσμος εκφράζει έναντι της πίστης, που έχει ως αποτέλεσμα ο χριστιανός που κοπιάζει να αισθάνεται μόνος του στην όποια καθημερινότητά του. Όμως η Μεγάλη Τεσσαρακοστή έχει και χαρές, που αγγίζουν την ύπαρξή μας και μας δίνουν τη δυνατότητα να ξεπερνούμε την όποια μοναχικότητά μας. Μία από αυτές τις χαρές είναι και οι Χαιρετισμοί στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Παναγία στη ζωή της βίωσε όσο κανείς άλλος αυτήν την μοναχική πορεία. Από την νηπιακή της ηλικία έζησε στον Ναό των Ιεροσολύμων, στα Άγια των Αγίων, χωρίς γονείς και την ανθρώπινη θαλπωρή. Έζησε με την ουράνια τροφή του Αγγέλου. Έζησε με την προσευχή και την ασκητικότητα. Και όταν βγήκε από τον ναό, δόθηκε για να την φροντίζει, σε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, ο οποίος είχε την δική του οικογένεια και δεν θα μπορούσε να γίνει σύζυγός της. Μέσα σ’ αυτήν την μοναχικότητα, η Παναγία θα γευθεί την χαρά και την παρηγοριά της μητρότητας. Μόνο που κι εκεί θα έρθει σε αντίθεση με την φυσική επιθυμία του ανθρώπου για στοργή, αποδοχή και αναγνώριση μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις. « Θεού εστί βουλή το κυηθέν» . Και οι άνθρωποι γεμίζουν με «ζάλη λογισμών αμφιβόλων» ακόμη κι αυτόν που την προστατεύει. Απορρίπτουν ουσιαστικά και την μητρότητά της. Μόνο ο Θεός γνωρίζει το μυστήριο που συνετελέσθη εντός της. Κι εκείνη, όταν άκουσε το «Χαίρε», όταν αντελήφθη «την Δύναμιν του Υψίστου» που την επεσκίασε «προς σύλληψιν», καθιστώντας την «εύκαρπον νηδύν» της «αγρόν ηδύν άπασιν τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν». Και έτσι, νικά την μοναχικότητα, γιατί κοινωνεί με τον Αχώρητο που χωρεί εντός της.
Έγινε ηδύς ο αγρός, «άρουρα βλαστάνουσα» η Υπεραγία Θεοτόκος. Κάρπισε την «ευφορία των οικτιρμών». Έφερε στον κόσμο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος φανέρωσε στον κόσμο τους οικτιρμούς του Θεού. Την ευσπλαχνία και την αγάπη του ουρανού προς τη γη και τους ανθρώπους. Μια ευσπλαχνία που δεν κωλύεται από την αμαρτία, την απιστία και την αδιαφορία, τους τρεις τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το Θεό και την σχέση μας μαζί Του. Αμαρτία για όλους, γιατί δεν είναι η αγάπη μας δυνατή προς το Πρόσωπό Του και την υποκαθιστούμε με άλλες αγάπες, τα πάθη μας. Απιστία, γιατί αμφιβάλλουμε ότι μας ακούει, ότι νοιάζεται για μας, ότι σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να μας δείξει την οδό των προσωπικών μας καρπών που δεν είναι τόσο υλικοί, όσο πνευματικοί. Άλλοτε απιστούμε ότι υπάρχει. Στη θέση Του βάζουμε την λογική μας, την επιστημοσύνη μας, την ίδια τη ζωή που με τους ρυθμούς της μας κάνει να νομίζουμε ότι ο παρών κόσμος έχει αξία και όχι η αιωνιότητα, η οποία για πολλούς δεν υπάρχει. Αδιαφορία, που δείχνουμε στην καθημερινότητά μας, γιατί νομίζουμε ότι έχουμε χρόνο ή μετατρέπουμε τη σχέση μας μαζί Του σε σχέση συναλλαγής.
Κι όμως Εκείνος εξακολουθεί να δείχνει «ευφορία οικτιρμών». Κι αυτό διότι πρωτίστως είναι Αγάπη και η Αγάπη δεν στέκεται στις προσβολές και το αίμα που της προσφέρουμε, αλλά ματώνει, σταυρώνεται, θυσιάζεται, συγχωρεί. Αλλά και έχει Μάνα. Και η Μάνα δεν είναι Μάνα μόνο δική Του. Νικώντας την μοναχικότητά της καθώς κυοφόρησε το Θεό, την πληρότητα του κόσμου, έγινε Μάνα όλων μας. Και όπως νοιαζόταν για Κείνον, νοιάζεται για τον καθέναν από εμάς, είτε την αναγνωρίζει είτε όχι ως Μάνα του. Και παρακαλεί το Θεάνθρωπο Υιό της να μην στερέψει η ευφορία των οικτιρμών Του, ακόμη και γι’ αυτά τα παιδιά της, που είναι αδέρφια Του κατά άνθρωπον, που δεν Τον αναγνωρίζουν. Η «άρουρα» βλάστησε «καρπόν πολύν», που δεν έχει τελειωμό. Καρπό δακρύων, παρακλήσεως, μεσιτείας. Και αόρατα για μας στηριζόμαστε σ’ αυτόν τον καρπό, καλούμενοι να τον γευθούμε στην τράπεζα της Εκκλησίας.
Έγινε Τράπεζα πρωτίστως η ίδια η Παναγία μας, «βαστάζουσα την ευθηνίαν των ιλασμών». Ο Χριστός δίνει την συγχώρεση με αφθονία, με δαψίλεια, με γενναιοδωρία. Και όπως οι τράπεζες κρατούν τα χρήματα των ανθρώπων και τα δίνουν όταν τους το ζητηθεί, έτσι και η Παναγία κρατά τον πλούτο της συγχωρητικότητας που ο Χριστός έχει, επειδή αγαπά, και ζητά από τον Υιό της να τον μοιράσει σε όσους κουρασμένους και αποκαρδιωμένους το ζητήσουν, με αφθονία. Αλλά και γίνεται η Παναγία ο τύπος της πνευματικής τράπεζας της Θείας Ευχαριστίας. Όπως αυτή κρατά τον Χριστό στην αγκαλιά της, έτσι και η Αγία Τράπεζα της Εκκλησίας, κρατά τον Χριστό στο ποτήριο της Ζωής. Και τον προσφέρει ως «άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον» με δαψίλεια, σώζοντας τον άνθρωπο, δίδοντάς του την ακεραιότητα της αγάπης, της κοινωνίας με τον Θεό, προσφέροντάς του νόημα ζωής και αιωνιότητας.
Είναι μεγάλη χαρά να συμψάλλουμε με τον ιερό υμνογράφο αυτούς τους λόγους προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Σε μία εποχή που οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να προσανατολιστούμε πνευματικά και μετρούμε τη ζωή με τους υλικούς καρπούς, θλιβόμενοι όταν αυτοί δεν επαρκούν, σε μία εποχή όπου και μόνο η σκέψη να συγχωρήσουμε τους άλλους μας δυσκολεύει υπερβολικά, σε μία εποχή όπου ο Θεός είναι συμφέρον, συνήθεια, συναίσθημα, «για το καλό», παρηγορούμαστε και ελπίζουμε γνωρίζοντας ότι τον δρόμο που χάραξε η Παναγία, μπορούμε κι εμείς να τον ακολουθήσουμε όντας μέλη της Εκκλησίας. Κι εκεί νικάμε την μοναχικότητά μας, γιατί έχουμε την «ευθηνία των ιλασμών», που είναι ο Χριστός. Συγχωρούμαστε και μπορούμε να συγχωρέσουμε. Κοινωνούμε και μπορούμε να κοινωνήσουμε. Λαμβάνουμε καρπούς οικτιρμών και σωτηρίας και μπορούμε να δώσουμε με την σειρά μας σ’ εκείνους που πεινούν και διψούν. Ας είναι λοιπόν η κάθε στάση της Παρασκευής υπενθύμιση ότι δεν χάθηκε η ελπίδα και ότι ο Θεός μας αγαπά πλουσιοπάροχα. Και ότι η Μάνα μας εν ουρανοίς ζητά και εγγυάται αυτή την «ευθηνία» της αγάπης. Και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ας μας καταστήσει πιο δεκτικούς σ’ αυτήν την αγάπη. Τον Κύριό μας.
Κέρκυρα, 11 Μαρτίου 2011