12/5/10
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δεν υπήρξαν απλώς ξεχωριστοί άνθρωποι, με τα χαρίσματά τους, με την διάθεση προσφοράς στην κοινωνία και τους συνανθρώπους τους, αλλά βίωσαν έντονη την παρουσία του Χριστού στη ζωή τους. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20), αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, περιγράφοντας με τον δικό του μοναδικό τρόπο το βίωμα των Αγίων. Ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές και σε όλη την ύπαρξη των Αγίων. Και ο Χριστός είναι που τους ωθεί να ζούνε με τον ξεχωριστό τρόπο που αποτελεί υπόδειγμα για τον καθέναν μας.
Οι Άγιοι δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον κόσμο. Είναι προσωπικότητες που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη καθημερινότητα. Οι περισσότεροι κατάγονταν από το λαό και όχι από ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι περισσότεροι δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι ούτε και έκαναν κάποια εργασία που να τους ανεβάζει κοινωνικά. Είχαν όμως μέσα τους την δίψα για το Χριστό και επεδίωκαν με τη ζωή τους να εκφράσουν αυτή τη δίψα που δίνει νόημα στον άνθρωπο. Έτσι, εκζητώντας το έλεος του Θεού, αλλά και αγωνιζόμενοι να μεταδώσουν το έλεος αυτό στους αδελφούς τους, καθίστανται αληθινά χριστοφόροι.
Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Χριστού στις ανθρώπινες υπάρξεις και στην ζωή μας;
Αν επιστρέψουμε νοερά στα χρόνια της παρουσίας του Χριστού, θα διαπιστώσουμε ότι οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις εργασίες τους για να τον ακούσουν. Αναζητούσαν λόγο παρηγορίας, λόγο σωτηρίας, λόγο αιωνιότητας. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία του Χριστού ξυπνούσε μέσα τους την δίψα για έναν άλλο προσανατολισμό ζωής. Ότι δεν είναι μόνο ο παρών χρόνος, οι έγνοιες της καθημερινής ζωής, οι μικρές ή οι μεγάλες χαρές της ζωής που της δίδουν νόημα και πληρότητα, αλλά και η δίψα της ανθρώπινης ύπαρξης για έναν τρόπο και ένα ήθος διαφορετικό. Η δίψα για αγάπη. Η δίψα για υπέρβαση του θανάτου. Η δίψα για ελπίδα στα κάθε λογής προβλήματα. Δίψα οντολογική, αλλά και πρακτική ταυτόχρονα. Και ο Χριστός έδινε «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4, 15) στους ανθρώπους, που θεωρούσαν ότι αποκτούσε νόημα η ζωή τους καθώς τον άκουγαν. Ακοή λοιπόν.
Δεν έφτανε όμως μόνο η ακοή για το Χριστό ή για τους λόγους του. Οι άνθρωποι ήθελαν να συνδεθούν μαζί του, να τον φιλοξενήσουν, να τον δεχτούν στις καρδιές και στα σπίτια τους. Αφιέρωναν χρόνο, διάθεση για να τον φροντίσουν και να τον φιλοξενήσουν και μαζί του δέχονταν τους μαθητές του, αλλά και όποιον άλλο τον ακολουθούσε. Και ο Χριστός επισκέπτονταν τα σπίτια τους, έτρωγε μαζί τους, αποδεχόταν την φιλοξενία τους, αποδεχόταν την μετάνοια ή ακόμη και τους κακούς λογισμούς τους, «ποιούσε μονήν παρ’ αυτοίς» (Ιωάν. 14, 23). Δεν αρκεί απλώς να ακούς το Χριστό, χρειάζεται να τον φιλοξενείς στη ζωή σου, να τρως και να πίνεις μαζί του και υλικά και πνευματικά και να μοιράζεσαι τους λογισμούς σου, καλούς ή κακούς. Συνύπαρξη με το Χριστό λοιπόν που είναι τελικά ο ίδιος το «αλλόμενον ύδωρ».
Ακόμη κι αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τους ανθρώπους της εποχής του Χριστού. Αν δεν υπήρχε η πίστη στο πρόσωπο του Κυρίου, ποιος ήταν, ποια ήταν η αποστολή του, η εναπόθεση των ελπίδων τους σ’ αυτόν, τότε ακόμη και η ακρόαση των λόγων του ή η συνύπαρξη μαζί του δεν ήταν αρκετή για να μεταμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων. Και η πίστη και η αγάπη προς Εκείνον έχει μία προϋπόθεση: την τήρηση των εντολών Του και την πορεία των ανθρώπων προς Αυτόν δια μέσω του κόσμου. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Η ζωή με το Χριστό και η πίστη προς Αυτόν είναι άνοιγμα προς όλους και κοινωνία της ελπίδας και προς τον κόσμο. Και αυτό στην ουσία είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. Η πίστη προς το Χριστό και το άνοιγμα στους ανθρώπους.
Αυτό έζησε και ο Άγιος Νικόλαος, κι ας ήταν ο χρόνος του πολύ αργότερα από τα χρόνια της παρουσίας του Χριστού. Ο Άγιος υπήρξε αληθινός μαθητής του Χριστού. Άφησε κάθε εργασία κοσμική, την δυνατότητα της οικογένειας, την δυνατότητα του πλούτου, την υλική χαρά, και αφιερώθηκε στο Χριστό. Άκουσε τον λόγο του, όπως αυτός αποτυπωνόταν στη Γραφή και στη ζωή της Εκκλησίας και τον έκανε στάση ζωής. Ξεδίψασε ο ίδιος και αποφάσισε να μην μείνει προσκολλημένος σε κάθε τι το γήινο. Είχε περιουσία; Την μοίρασε στους φτωχούς. Είχε τη δυνατότητα να γίνει πετυχημένος στην κοινωνίας; Έγινε ιερέας και μάλιστα σε εποχή διωγμού κατά της Εκκλησίας. Ακόμη και όταν κατέλαβε το επισκοπικό αξίωμα, αντιμετώπισε την θλίψη και την στενοχωρία της φυλακής για το Χριστό.
Συνυπήρξε λοιπόν με το Χριστό. Και η συνύπαρξη αυτή διαφαίνεται σε δύο καταστάσεις της ζωής του: στη ζωή της Θείας Ευχαριστίας, όπου κοινωνούσε το σώμα και το Αίμα του Χριστού, τελώντας την τόσο για τον εαυτό του όσο και για το λαό του, αλλά και στην αρετή. Άνθρωπος που πάλευε κατά των παθών του και κυρίως κατά του εγωκεντρισμού, αναδεικνυόμενος έτσι εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλος, ταπεινός και πτωχός όχι μόνο ως προς τα υλικά αγαθά, αλλά και ως προς την αμαρτία. Μιμητής του Χριστού και κοινωνός του.
¨Όλα αυτά όμως δεν τον κράτησαν στον εαυτό του, στο πρόσωπό του, στην αγιότητά του. Έγινε ποιμένας του λαού του, προστάτης και αντιλήπτωρ του, τόσο στα υλικά όσο και στα πνευματικά αγαθά. Στους ανθρώπους που διέπλεαν τη θάλασσα, στους ανθρώπους που είχαν κάθε είδους ανάγκες, στην Εκκλησία που δοκιμαζόταν από την αίρεση του Αρείου ο Άγιος μπαίνει μπροστά και παλεύει για τα πάντα, γενόμενος τα πάντα τοις πάσι, μη διστάζοντας να οδηγηθεί στην φυλακή χάριν της Αληθείας. Και ο Χριστός αποκαλύπτεται δι’ αυτού στις καρδιές και τη ζωή των ανθρώπων και ο Άγιος αγιάζεται και αγιάζει τον κόσμο.
Στην εποχή μας επικρατεί η απουσία του Χριστού από τη ζωή μας. Δεν έχουμε χρόνο για να ακούσουμε τον λόγο του Κυρίου γιατί οι εργασίες μας, τα προγράμματά μας, οι επιθυμίες μας συγκαλύπτουν κάθε δίψα για αιωνιότητα. Δεν δεχόμαστε να πλησιάσουμε την τράπεζα του Χριστού, γιατί η ζωή μας είναι φορτωμένη από αμαρτία ή από άλλους προσανατολισμούς ή από τυπολατρία ή από παράδοση και συνήθεια. Η πίστη παραμένει προσωπική υπόθεση και δεν γίνεται αφορμή εξόδου του ανθρώπου στη θάλασσα του κόσμου, αφορμή μοιράσματος του Χριστού, τον οποίο θα έπρεπε να ζούμε, αφορμή λόγου και προσευχής.
Ας αναρωτηθεί ο καθένας μας κατά πόσον ο Χριστός είναι παρών στη ζωή μας. Κατά πόσον, έστω και κατ’ ολίγον εγκαταλείπουμε τα προγράμματα και τους προσανατολισμούς μας για να ακούσουμε, διαβάσουμε, ανανεώσουμε την πορεία μας με βάση τον λόγο του Θεού. Κατά πόσον ζούμε τον Χριστό με την Ευχαριστία και την αρετή. Κατά πόσον είμαστε ανοιχτοί με την αγάπη προς τον κόσμο μας, δίδοντας μαρτυρία Χριστού.
Ο κόσμος μας σήμερα ολοένα και απομακρύνεται από το Χριστό. Ίσως η αιτία δεν βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι προτιμά άλλες αγάπες, αλλά και στο γεγονός ότι ο Χριστός απουσιάζει από τη δική μας ζωή. Κι εμείς προτιμούμε την τυπική σχέση με τον Κύριο και όχι την ουσιαστική, την θερμή. Γίναμε χλιαροί άνθρωποι και όχι θερμοί (Αποκ. 3, 15-16). Και η χλιαρότητα αυτή είναι σημείο όλης της κοινωνίας, παρότι οι ταγοί της (ίσως και όλοι μας) ισχυρίζονται ότι πιστεύουν.
Ζεστή καρδιά, φρόνημα αγιότητας και προτίμηση να «ζη εν ημίν ο Χριστός», αυτό ας είναι το μήνυμα της ζωής του Αγίου Νικολάου για τη δική μας ζωή.
Κέρκυρα, 6 Δεκεμβρίου 2010