5/1/07

ΧΩΡΙΣ ΠΙΣΤΗ & ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πολλά θα μπορούσε κανείς να καταμαρτυρήσει στο βιβλίο της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού. Έχουν εντοπιστεί σημεία που φαίνονται ξεκάθαρα ότι είναι προβληματικά, αλλά υπάρχουν και άλλα, τα οποία αποτυπώνουν τις προθέσεις των συγγραφέων και όσων τα ενέκριναν για να γίνουν αντικείμενο διδασκαλίας στα παιδιά μας και δείχνουν ότι οι όποιες επιλογές αποσκοπούν σε μια άλλη ιδεολογική διαμόρφωση της νέας γενιάς. Κι ενώ γίνεται λόγος για «αποδόμηση της παραδοσιακής ιστορίας», για «αντικειμενική προσέγγιση του παρελθόντος μας», για «απομυθοποίηση θεσμών και συμβόλων», για «ιστορική αλήθεια πέρα από συναισθηματισμούς», για «αυτά που μας ενώνουν και όχι για αυτά που μας χωρίζουν με τους γείτονές μας», στην ουσία το βιβλίο λειτουργεί χωρίς την δέουσα αντικειμενικότητα και καλεί δασκάλους και μαθητές να κινηθούν σε μιαν άλλη ιδεολογική πορεία. Το σήμερα και το επιθυμητό αύριο, όχι η ίδια η Ιστορία διαμορφώνουν την ιστορία του λαού μας. Οι συγγραφείς και οι υποστηρικτές τους κάνουν το ίδιο για το οποίο κατηγορούν τους επικριτές τους. Διαβάζουν μέσα από το δικό τους ιδεολογικό πρίσμα την Ιστορία.
Θα χρησιμοποιήσουμε τρία παραδείγματα από το ίδιο το βιβλίο. Το πρώτο έχει να κάνει με την κατάσταση των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία. Το βιβλίο μιλά για την καθημερινότητα των ραγιάδων (σελ. 24 και 25) και για τις εορτές τους και παραθέτει κείμενο του Γάλλου περιηγητή Γκρελό: «Οι Έλληνες έχουν και μερικές ακόμη ευκαιρίες διασκεδάσεων. Είναι οι τέσσερις κυριότερες γιορτές του χρόνου: του Αγίου Ανδρέου, του Αγίου Νικολάου, των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και του Αγίου Γεωργίου...». Ο Γκρελό αποτυπώνει κατόπιν μερικά έθιμα που συνδέονται μ’ αυτές τις εορτές και οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα αν σήμερα είναι οι ίδιες εορτές οι κυριότερες του έτους. Στο βιβλίο του δασκάλου (σελ. 38 και 39) δίδεται η απάντηση ότι «σήμερα οι γιορτές αυτές είναι σημαντικές, σημαντικότερες όμως είναι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα».
Αναρωτιέται κανείς αν όντως κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σημαντικότερες ήταν οι τέσσερις αυτές εορτές ή τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Αναρωτιέται αν εμείς σήμερα ανακαλύψαμε ότι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είναι οι πιο σπουδαίες γιορτές της πίστης μας και οι πρόγονοί μας, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το αγνοούσαν. Επίσης, αναρωτιέται αν γιορτή σημαίνει μόνο έθιμο. Διότι η παράδοση του λαού μας ταυτίζει τη γιορτή πρώτα με την λατρευτική ζωή, τη θεία λειτουργία, την συμμετοχή στη θεία ευχαριστία και κατόπιν με όλα τα άλλα έθιμα. Στην εποχή μας, βεβαίως, βλέπουμε ότι οι γιορτές ταυτίζονται τηλεοπτικά, καταναλωτικά, κοινωνικά μόνο με τα έθιμα. Προβάλλουμε λοιπόν το σήμερα στο παρελθόν και αποσιωπούμε τα αυτονόητα. Χρησιμοποιούμε μία πηγή μονομερή, που πιθανόν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, από άνθρωπο που αγνοεί το περιεχόμενο της πίστης μας, κι αφήνουμε στην άκρη ό,τι είναι η ουσία της θρησκευτικής ζωής, δηλαδή η λατρεία, μέσα από την οποία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας διασώθηκε η ταυτότητά μας ως Ελλήνων, η γλώσσα μας, η παράδοσή μας, το ήθος της ελευθερίας, και μένουμε στον φολκλορισμό.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό (σελ. 38-39). Λέει χαρακτηριστικά το βιβλίο: «Οι Έλληνες διαφωτιστές πιστεύουν ότι μόνο η μόρφωση μπορεί να δώσει τα εφόδια για την διεκδίκηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό το λόγο ιδρύουν, με την υποστήριξη κυρίως των εμπόρων, σχολεία. Θαυμάζουν επίσης τους Αρχαίους Έλληνες, τους οποίους θεωρούν προγόνους τους». ¨Όπως αναφέρει το βιβλίο του δασκάλου (σελ. 45-47), σκοπός του μαθήματος είναι «η ανάδειξη ομάδων εμπόρων και λογίων που συγκροτούν κυρίως τους φορείς υποστήριξης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού... κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η αποδέσμευση από τη θρησκοληψία, η σύνδεση με την Ελληνική Αρχαιότητα, η αποδοχή του ορθού λόγου, η ανάδειξη της ελευθερίας, η πρόοδος, η επιστημονική σκέψη». Και για να δείξει αυτή την αγάπη για την αρχαιότητα χρησιμοποιεί την περίφημη ιστορία του Μακρυγιάννη με τα αγάλματα που κάποιοι στρατιώτες ήθελαν να πουλήσουν σε Ευρωπαίους και ο αγωνιστής τους σταματά λέγοντάς τους: «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Καλούνται οι μαθητές λοιπόν να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί πολέμησαν οι Έλληνες, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη». Και στο βιβλίο του δασκάλου δίδεται η απάντηση: «Οι Έλληνες, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, πολέμησαν για την διαφύλαξη της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς τους».
Αναρωτιέται κανείς αν οι Νεοέλληνες Διαφωτιστές «θεωρούσαν» τους Αρχαίους προγόνους τους ή αν ξαναπροβάλλουν την συνέχεια του Ελληνισμού, που βιώνονταν από τον πολύ λαό στην γλώσσα και την παράδοση της Εκκλησίας και ήταν γνωστή στους μορφωμένους μέσα από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα και τους άλλους μεγάλους αρχαίους Έλληνες, θέλοντας να ενισχύσουν τον πόθο της ελευθερίας που έρχεται μέσα από τη γνώση. Αναρωτιέται κανείς αν ήταν μόνο έμποροι και λόγιοι οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και όχι και κληρικοί. Στο βιβλίο του δασκάλου γίνεται λόγος για τον Άνθιμο Γαζή και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, χωρίς αναφορά στην ιδιότητά τους ως κληρικών. Πλήθος άλλοι κληρικοί, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Νεόφυτος Βάμβας (ανήκαν στους προοδευτικούς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού), ο Αθανάσιος Πάριος, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Μακάριος Νοταράς (ανήκαν στους συντηρητικούς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού) έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη των γραμμάτων και της παιδείας. Η «θρησκοληψία» τους δεν τους εμπόδισε να έχουν ανοικτό πνεύμα, αλλά και κριτική στάση έναντι της αθεΐας που ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προέβαλλε, σε αντίθεση με τον Νεοελληνικό, όπου ακόμη και οι πιο προοδευτικοί λόγιοι ουδέποτε αρνήθηκαν την θρησκευτική πίστη ως στοιχείο της ταυτότητας των Ελλήνων, που τους διαφοροποίησε από τους Τούρκους και που αποτέλεσε τη βάση για τον αγώνα της ελευθερίας.
Αναρωτιέται ακόμη αν το «γι’ αυτά πολεμήσαμε» του Μακρυγιάννη έχει να κάνει με την αρχαιοελληνική κληρονομιά ή με την παράδοση του λαού μας. Αν ο Μακρυγιάννης πολέμησε μόνο για τον Παρθενώνα ή και για την Αγία Σοφία, για την Αγία Λαύρα, για τη γλώσσα, το ήθος, τις αξίες που ο πολιτισμός, η παράδοση και η ιστορία του λαού μας διασώζουν και που βλέπουμε να διαπερνούν την ψυχή του μεγάλου αγωνιστή. Οι εκσυγχρονιστές συγγραφείς μας περιθωριοποιούν την πίστη και την Εκκλησία, ό,τι αποτελεί παράδοση του λαού μας όχι φολκλορικά, αλλά ουσιαστικά, αυτό που είναι το «τζιβαϊρικόν πολυτίμητον» του Μακρυγιάννη και μας κάνει «την μαγιά του εμείς». Στην ουσία απορρίπτουν την ταυτότητα του λαού μας γιατί το σήμερα θέλει άθρησκους ανθρώπους, ευάλωτους σε υλιστικές ιδέες, με φολκλορική αντίληψη του παρελθόντος.
Το τρίτο παράδειγμα έχει να κάνει με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το βιβλίο αναφέρει (σελ. 56-57) ότι «η ηγεσία των Ελλήνων απευθύνεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του Αγώνα στις Μεγάλες Δυνάμεις και ζητά την προστασία και τη βοήθειά τους... κι αυτές αναλαμβάνουν διπλωματικές ενέργειες για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος που συνδέονται με τα συμφέροντά τους στην περιοχή αλλά και με τον ανταγωνισμό μεταξύ τους». Πουθενά στο βιβλίο, ούτε του μαθητή ούτε του δασκάλου, δε γίνεται αναφορά στα κόμματα που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα με την ενθάρρυνση και υποστήριξη των μεγάλων Δυνάμεων (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό), τον εμφύλιο πόλεμο που προκλήθηκε ανάμεσα στους Έλληνες εξαιτίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, τα δάνεια που μας χορηγήθηκαν και υπονόμευσαν το νεοελληνικό κράτος, αλλά και τις συνεχείς παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά την απελευθέρωση.
Αναρωτιέται κανείς αν τελικά η Ελλάδα που προέκυψε μετά την Επανάσταση του 1821 ήταν πραγματικά ελεύθερη ή εξαρτημένη από τις Μεγάλες Δυνάμεις και αν για τις εθνικές μας περιπέτειες φταίμε μόνο εμείς. Αναρωτιέται κανείς αν σήμερα είμαστε εθνικά ελεύθεροι ή εξαρτημένοι από την παγκοσμιοποίηση και τα όποια συμφέροντα των Ισχυρών. Και επειδή οι απαντήσεις μάλλον είναι αυτονόητες, η απόκρυψη του ρόλου των Μεγάλων Δυνάμεων λέει πολλά σε όσους προβληματίζονται για το αν ένας λαός μπορεί να είναι πραγματικά ανεξάρτητος, χωρίς να ξέρει την αλήθεια για τα συμφέροντα που τον αγγίζουν και χωρίς να έχει την δική του ταυτότητα.
Το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού κρύβει πολλή ιδεολογία. Αυτή του σήμερα που θέλει να γίνει αύριο. Αποσιωπά αλήθειες και κατασκευάζει μια Ιστορία για έναν λαό χωρίς παράδοση και ταυτότητα. Ο δάσκαλος που καλείται να το διδάξει μπορεί να δώσει κι άλλες οπτικές. Δεν περιποιεί όμως τιμή για την Πολιτεία να υιοθετεί στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης τη λογική της λήθης. Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν για να μπορούν να κρίνουν. Η συνύπαρξη δεν στηρίζεται στην άγνοια, αλλά στη συγγνώμη για το παρελθόν. Κι εδώ η Ιστορία δεν φανατίζει, αλλά ελευθερώνει. «Διαφωτισμός, άλλωστε, είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την άγνοια». Ας σεβαστούν, λοιπόν, τόσο η Πολιτεία, όσο και οι συγγραφείς, αυτό που πρεσβεύουν.

Άρθρο του π. Θεμιστοκλή στο περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

No comments: