«Και τι εστί καρδία ελεήμων; να καίγεται η καρδιά σου για όλη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και τα ζώα και τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)
Τα τραγούδια που ακούνε οι μεγαλύτερες γενιές
μιλούνε για αγάπη, συνήθως ανεκπλήρωτη στα πλαίσια του έρωτα. Τα τραγούδια που
ακούνε οι νεώτερες γενιές μιλούνε για χρήμα, για δύναμη, υποτιμούν τη γυναίκα,
εντοπίζουν το κλειδί του νοήματος της ζωής στο «εγώ». Η συγχώρηση είναι μια
ξεχασμένη λέξη, μια ξεχασμένη έννοια στους καιρούς μας, αφού η καρδιά μοιάζει
πληγωμένη, γιατί δεν ικανοποιούνται τα «θέλω» της. Η συγχώρηση, άλλωστε, δεν
συνδέεται εύκολα με την αγάπη, αφού όταν αγαπάς, περιμένεις ανταπόδοση, αναγνώριση,
αμοιβαιότητα. Πώς να αντέξεις να αγαπάς, όταν η πόρτα του άλλου είναι κλειστή,
όταν η δική του καρδιά δεν ανταποκρίνεται, όταν η σχέση γίνεται χρήση;
Δύο μοιάζουν οι λόγοι που οδηγούν στους δρόμους
αυτούς. Ο ένας έχει να κάνει με τη θεώρηση της πίστης ως άχρηστης κατάστασης σε
έναν κόσμο όπου η επιστήμη τείνει να δώσει απαντήσεις σε όλα ή ως χρήσιμης,
μόνο με την έννοια της ηθικότητας ή της μεταφυσικής κατοχύρωσης, όπως μια
παράδοση αφήνει να διαφανεί. Μας χρειάζονται κάποιοι κανόνες, ώστε να μη
γινόμαστε ζούγκλα. Μας χρειάζεται μια ελπίδα για μετά τον θάνατο. Μας
χρειάζεται ένας Θεός που θα ανταποδώσει τα καλά μας και θα τιμωρήσει όσους δεν ακολουθούν
τις εντολές Του, για να δικαιωθούμε εμείς. Μας χρειάζεται ένας Θεός που θα μας
περιμένει στην άλλη ζωή, ώστε ο κόπος μας στον παρόντα χρόνο να μην πάει
χαμένος. Κι έτσι, όσοι έχουν αποφασίσει ότι η πίστη δεν έχει νόημα σε έναν
καιρό και σε έναν κόσμο, όπου όλα εξηγούνται και όλα κείνται στην προοπτική της
απόλαυσης και του δικαιώματος, ακόμη κι αν υπάρχουν ανισότητες, έρχονται να
συναντήσουν εκείνους που λειτουργούν στην προοπτική του Θεού «δούναι και
λαβείν».
Ο ασκητικός λόγος όμως δείχνει μιαν άλλη πορεία.
Αγάπη είναι η σπλαχνική καρδιά, αυτή που ελεεί. Αυτή που δίνει, χωρίς να τη
νοιάζει αν θα πάρει. Αυτή που πονά για όλη τη κτίση, καθώς την αναγνωρίζει ως
δημιούργημα του Θεού. Κι αν αγαπάς τον Θεό που δημιούργησε εσένα, μπορείς να
μην αγαπάς, να μην πονάς, να μην δίνεσαι σε όσα Εκείνος δημιούργησε και για
σένα και για όλους; Άνθρωποι, πουλιά, ζώα θέλουν την έγνοια σου. Θέλουν το
μοίρασμα από το περίσσευμα ή το υστέρημά σου. Θέλουν πρωτίστως τη συγχώρησή σου
για ό,τι δεν είναι. Θέλουν την προσευχή σου, για ό,τι μπορεί να γίνουν. Ακόμη
και οι δαίμονες, οι πιο δυστυχισμένες από επιλογή τους υπάρξεις του κτιστού
κόσμου, θέλουν τη συγχώρησή σου, γιατί δεν νιώθουν παιδιά του Θεού. Κι επειδή
δύσκολα κάποιος από μας μπορεί να φτάσει σ’
αυτήν την ελεήμονα καρδιά, ας έχει επίγνωση ότι κληθήκαμε να
προσπαθήσουμε κι ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον δρόμο αυτό.
Η Εκκλησία δεν είναι για να ρίχνει στην πυρά. Είναι για να αφυπνίζει, σε έναν κόσμο στον οποίο το «εγώ και μόνο εγώ» θριαμβεύει, ότι το νόημα βρίσκεται στην καρδιά, αυτή που έχει πάρει την απόφαση να παλέψει ακόμη και εναντίον της μοναξιάς που νιώθει όποιος πορεύεται αγαπώντας. Δρόμος που εναποθέτει κάθε δικαίωμα μπροστά στο να είμαστε και να βλέπουμε ανθρώπους και κόσμο ως δώρα Θεού.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 6 Νοεμβρίου 2024