«Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ» (Β’ Κορ. 12,2)
«έρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καὶ τὸν τρίτο οὐρανὸ -δὲν ξέρω ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει».
Το όνειρο του χριστιανού
είναι η ζωή μετά τη ζωή, η υπέρβαση του θανάτου. Για όσους πιστεύουμε, η ανάσταση των νεκρών
είναι η μόνη αυθεντική παρηγοριά για το γεγονός ότι το σώμα μας θα ταφεί. Για τον
φόβο του τι θα γίνει με τον εαυτό μας, όταν έρθει η ώρα της εξόδου μας από αυτή
τη ζωή. Και η προσδοκία του Παραδείσου, του «τρίτου ουρανού», όπως μας βεβαιώνει
ο απόστολος Παύλος, γράφοντας την δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους, είναι
η ελπίδα μας ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, στην οποία «ουκ έστι πόνος,
ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».
Ο τρίτος ουρανός, ο
Παράδεισος, αποτυπώνεται από τον απόστολο με έναν τρόπο ταπείνωσης. Δεν
αναφέρει ότι ήταν ο ίδιος αυτός που ηρπάγη εκεί, αλλά κάποιος χριστιανός,
πιστός, οικείος του. Δεν θέλει να προσδιορίσει αν η αρπαγή αυτή έγινε εν σώματι
ή εκτός του σώματος. Δεν είναι ότι δεν γνωρίζει. Νιώθει όμως ότι οι δικές του
αισθήσεις δεν αρκούν για να τις εμπιστευθεί. Ό,τι έχει να κάνει με τον Θεό
ξεπερνά τα δεδομένα της δικής μας κατανόησης και δεν μπορεί να ιδωθεί και να περιγραφεί
με την αυτάρκεια του ανθρώπινου λόγου. Γι’ αυτό και το βίωμα, το οποίο ο
απόστολος μοιράζεται με τους χριστιανούς, στην πραγματικότητα μάς δείχνει ότι ο
τρόπος της γνώσης, της εμπειρίας, της μετοχής στον Θεό και στα μυστήριά Του είναι
προσωπικό βίωμα, όχι μη εκκλησιαστικό, διότι τότε δεν θα μπορούσε κανείς να
διεκδικήσει ότι είναι αυθεντικό, καθώς μόνο η Εκκλησία το αποδέχεται ή το
απορρίπτει, και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου το αποδέχτηκε και το
αποδέχεται, αλλά έχει να κάνει και με τον τρόπο που ο Θεός αποκρίνεται στην επιθυμία
του ανθρώπου να είναι παιδί του.
Ο τρίτος ουρανός μπορεί
για τους άπιστους και τους άθεους και τους αδιάφορους να είναι μία φενάκη. Για
όσους πιστεύουμε όμως είναι η κοινωνία
με το πρόσωπο του Χριστού, το φως, τη χαρά, αλλά και μία συνεχής αναγνώριση και
ευγνωμοσύνη για το ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος
βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος Του» όσους από τους ανθρώπους θέλουν να είναι
μαζί Του. Το πώς αυτό θα γίνει πραγματικότητα, αρχικά εν ψυχή και μετά την
Δευτέρα Παρουσία και εν σώματι, δηλαδή με τον άνθρωπο ακέραιο, μόνο ο Θεός το
γνωρίζει. Είναι το μυστήριο, το θαυμαστό του Θεού. Αν έχει κάποιος εμπιστοσύνη
στον Θεό και το θέλημά του, τότε θα αφήσει κατά μέρος όποιον δισταγμό, όποιαν
αμφιβολία, όποιον φόβο και θα προχωρήσει στην χαρά του Κυρίου.
Ο τρίτος ουρανός έχει ως προϋπόθεση την αγάπη. Έχει ως προϋπόθεση την μετάνοια. Την ταπείνωση. Την εκζήτηση του ελέους του Θεού. Ξεκινά από αυτήν την ζωή, στην κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στην Εκκλησία. Από το Ευαγγέλιο και την τήρηση των εντολών του Θεού. Από την πορεία στη ζωή χωρίς απαιτήσεις και φωνές και παράπονα και θορύβους, με υπομονή, θυσία και προσφορά. Γιατί ο τρίτος ουρανός δεν είναι κάτι διαφορετικό από την αγάπη, αλλά η βίωσή της στον έσχατο βαθμό, που μόνο η παρουσία του Χριστού μπορεί να μας δώσει. Η απλότητα στην καρδιά, η απόφαση να μην ζητούμε αλλά να δεχόμαστε σταυρούς και αναστάσεις, η προσευχή, ο αγώνας για επίγνωση και μετάνοια αφήνουν στον Θεό τον τελευταίο λόγο. Κι Εκείνος γνωρίζει πότε, πώς, για πόσο και πόσο θα μας δώσει σ’ αυτήν τη ζωή, και τι θα μας αφήσει να προσμένουμε στην αιωνιότητα. Κι αν Τον εμπιστευτούμε, θα ζήσουμε, όπως οι άγιοι, την χάρη και τη χαρά.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
3 Νοεμβρίου 2024
Κυριακή Ε’ Λουκά