«Τρεις τρόποι υπάρχουν με τους οποίους μπορεί κάθε λογική ψυχή να πλησιάσει στον Θεό, είτε με τη θερμότητα της πίστης είτε με τον φόβο είτε με την παιδεία Κυρίου» (Ισαάκ ο Σύρος).
Στους καιρούς μας
η αναζήτηση του Θεού δεν είναι σημείο της σύνολης κοινωνίας, αλλά γεγονός
προσωπικό. Υπάρχει η αίσθηση ότι βαίνουμε σε μετα-χριστιανικούς καιρούς, αν δεν
είμαστε ήδη εκεί. Στην πραγματικότητα ίσως χρειάζεται να αναρωτηθούμε, πέρα από το θεσμικό επίπεδο, στο οποίο υπήρξε
και εξακολουθεί κάπου να υπάρχει η «συναλληλία» Εκκλησίας και πολιτείας,
εκφραζόμενη με σύμβολα και γιορτές και μια κάποια προστασία της Εκκλησίας από
το κράτος, παρότι αυτή την προστασία η Εκκλησία την έχει πληρώσει πολύ ακριβά,
αν η αναζήτηση του Θεού δεν ήταν πάντοτε ένα γεγονός προσωπικό. Όπου κι αν
ανήκει κάποιος, στην πράξη ζει αυτή την ένταξή του αν την έχει καταστήσει δική
του, οικεία υπόθεση. Γλώσσα και Ιστορία, για παράδειγμα, μαθαίνουμε οι Έλληνες
στο σχολείο. Το κατά πόσον όμως αγαπούμε τη γλώσσα μας, τη μιλάμε και την
καλλιεργούμε είναι προσωπική υπόθεση. Το ίδιο και με την Ιστορία. Τι λέει στην
καρδιά και την ύπαρξή μας το ότι είμαστε Έλληνες, συνεχιστές δηλαδή μιας
μακραίωνης πορείας, που μας καθιστά μετόχους πολιτισμού, γεγονότων,
συνοδοιπόρους μορφών που ξεχώρισαν, θεσμών όπως η πόλις ή η αυτοκρατορία ή η
ενορία, είναι ζητούμενο.
Στην ασκητική μας
παράδοση, το πλησίασμα του Θεού προϋποθέτει τρεις τρόπους. Αρχικά, είναι η
θερμότητα της πίστης. Πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη στην κλήση ενός Θεού που δεν
είναι μια αφηρημένη οντότητα, μια υπερβατική δύναμη, αλλά ο Πατήρ, ο Υιός και
το Άγιο Πνεύμα, που τα πάντα εποίησαν. Και έχουμε μαρτυρία της αποκάλυψης του
Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, ο Οποίος ως άσαρκος Λόγος μιλά στα πρόσωπα της
Παλαιάς Διαθήκης που τον εμπιστεύονται, τον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον Δαβίδ, τους
προφήτες, και ως σεσαρκωμένος Λόγος, μιλά στην Καινή Διαθήκη συναναστρεφόμενος
με τους ανθρώπους, διδάσκοντας, θαυματουργώντας, σταυρούμενος και αναστάς. Και
μας αφήνει ως τρόπο και σημείο πίστης τη ζωή της Εκκλησίας, ώστε δι’ αυτής να
Τον πλησιάσουμε.
Άλλος τρόπος είναι
ο φόβος. Εδώ δεν ξεκινάμε από την εμπιστοσύνη και την αγάπη, αλλά τον υπαρξιακό
φόβο του θανάτου, ο οποίος γεννά την ανάγκη να πλησιάσουμε τον Θεό για να μην
είναι μάταιη η ζωή μας. Ο Θεός, βέβαια,
δεν αρνείται κανέναν άνθρωπο και κανένα κίνητρο, διότι θέλει όλοι οι άνθρωποι
να σωθούμε και να έρθουμε στην επίγνωση της αλήθειας. Ας μη λησμονούμε όμως ότι
ο φόβος είναι κατάσταση νηπιακή και όχι ώριμη.
Τέλος, έχουμε την παιδεία του Κυρίου. Είναι οι δοκιμασίες που μας βρίσκουν στη ζωή και που μας οδηγούν να αναζητήσουμε ένα νόημα που να μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι, να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα τραύματά μας, να μη λυγίσουμε. Η παιδεία αυτή προϋποθέτει παραίτηση από την υπερηφάνεια ότι τα ελέγχουμε όλα. Είναι οδός ταπείνωσης, η οποία μας κάνει να αισθανόμαστε ότι ένας είναι ο βοηθός και ο σκεπαστής μας. Προϋποθέτει, τελικά, αντίσταση στον μηδενισμό των καιρών μας, ο οποίος μας κρατά δεμένους στο παρόν και αρνείται την προσδοκία των εσχάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σχέση με τον Θεό μάς θέλει αδιάφορους για τη ζωή αυτή. Γνωρίζουμε όμως ότι τα πάντα μας δίδονται για να αγαπούμε και να αντέχουμε. Αυτή ας είναι και η αναζήτησή μας στην Εκκλησία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 20 Μαρτίου 2024