11/2/23

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 124- ΝΙΚΟΣ ΠΑΡΓΙΝΟΣ, «ΤΟ ΧΑΜΙΝΙ ΤΗΣ ΟΒΡΙΑΚΗΣ», εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

 



 «Ένα μυθιστόρημα ιστορικό δεν είναι ένα βιβλίο ιστορίας. Είναι ένα λογοτεχνικό είδος που ικανοποιεί την επιθυμία των αναγνωστών με το να κάνει την ιστορική ,,επινόηση,, απολαυστική. Αυτό γίνεται πραγματικότητα χάρις σε έναν μυθιστορηματικό ρεαλισμό που επιτρέπει την συνύπαρξη κοινών μυθιστορηματικών χαρακτήρων και ιστορικών προσώπων σε ένα αφηγηματικό σύμπαν ανοιχτό στην προοδευτική πορεία του δυτικού χρόνου» (Τζίνα Πολίτη, «Δοκίμια για το ιστορικό μυθιστόρημα», εκδόσεις ΑΓΡΑ, σσ. 50-51). Αυτό καταφέρνει ο Νίκος Παργινός με το νέο του ιστορικό μυθιστόρημα «Το χαμίνι της Οβριακής» (εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ), στο οποίο ασχολείται με ένα ζήτημα δύσκολο, όπως αυτό της παρουσίας των Εβραίων στην Κέρκυρα από το 1891 έως το 1944. Κοινοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (όπως ο Πίπης Κορφιάτης, το χαμίνι της Οβριακής, η Άννα, ο εφηβικός έρωτας και μετέπειτα γυναίκα του), μαζί με ιστορικά πρόσωπα (όπως η Ρουμπίνα Σάγδα, το οκτάχρονο κορίτσι που δολοφονήθηκε άγρια, σηματοδοτώντας μια περίοδο ταραχών και έναν πρώτο ανεπίσημο διωγμό εις βάρος της εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας, που θα καταλήξει στην «Τελική Λύση» των Γερμανών ναζί, οι οποίοι στις 9 Ιουνίου 1944 θα οδηγήσουν τα απομεινάρια της εβραϊκής κοινότητας στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου), αλλά και οι πρωταγωνιστές των ανακρίσεων εκείνης της εποχής, πολιτικά πρόσωπα, δικαστικοί, αστυνομικοί) δημιουργούν ένα δυνατό αφηγηματικό σύμπαν, το οποίο ο συγγραφέας στήνει με ευρηματικότητα, καθώς έχει μυθοπλαστική και αφηγηματική ικανότητα που σε καθηλώνουν. Προκαλεί έτσι τον αναγνώστη να αναζητήσει όψεις της ιστορικής αλήθειας, όσο αυτό είναι εφικτό, από τη στιγμή που η όποια πληρότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθόσον ο συγγραφέας, όπως και όλοι οι συγγραφείς, έχει τη δικιά του προθετικότητα. Δεν χάνει όμως ο αναγνώστης να δοκιμάσει το ταξίδι σε περιόδους που φοβόμαστε συχνά να θίξουμε, διότι πρέπει να αποκαλύψουμε κάποτε πτυχές του  ίδιου μας του εαυτού που θα δυσαρεστήσουν.

Το μυθιστόρημα του Νίκου Παργινού μπαίνει στον πυρήνα ενός θέματος που είναι σίγουρα προκλητικό. Η προκατάληψη, θρησκευτική, ιδεολογική, ταξική, σε κάνει να μη νοιάζεσαι για την αλήθεια, αλλά για ό,τι είναι σύμφωνο με το «πιστεύω» ή το συμφέρον σου. Γι’ αυτό και πέφτεις εύκολα θύμα προπαγάνδας, όπως οι μετατραπέντες σε όχλο Κερκυραίοι το 1891. Προκατάληψη σημαίνει στερεοτυπική γενίκευση. «Δεν πάω τους Εβραίους διότι έχουν χρήματα, σταύρωσαν τον Χριστό, δίωκαν τους χριστιανούς, κυβερνούν τον κόσμο, είναι αυτοί που θα φέρουν τον Αντίχριστο, κρύβονται πίσω από κάθε μορφής ύποπτο πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι» (γέννημα που επαναπυροδοτεί σε μορφή φαύλου κύκλου αυτές τις αντιλήψεις το διαβόητο βιβλίο «Τα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών», με την εξαιρετική μυθιστορηματική τους αποτύπωση από τον μεγάλο Ουμπέρτο Έκο στο μυθιστόρημα «Το κοιμητήριο της Πράγας», μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ). Και δεν είναι καν κάποιοι Εβραίοι. Είναι όλοι. Ανάλογα συμβαίνει και με τους μουσουλμάνους. «Είναι όλοι τρομοκράτες, εχθροί της πίστης, απειλούν να αλλοιώσουν τον εθνικό μας χαρακτήρα κτλ». Και δεν είναι καν κάποιοι μουσουλμάνοι. Είναι όλοι. Μόνο «εμείς» είμαστε οι καλοί της ιστορίας. Αυτό το «μόνο» είναι το κλειδί. Κι έτσι κατασκευάζουμε εχθρούς, η εξόντωση ή ο περιορισμός των οποίων θα αποτελέσει ανακούφιση για να νικήσουμε τον φόβο ή να ζήσουμε την ψευδαίσθηση ότι λύθηκαν όλες οι δυσκολίες μας και μπορούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς, κι ας εξυπηρετούμε, χωρίς επίγνωση, τα συμφέροντα αυτών που έχουν να κερδίσουν με την εξόντωση των άλλων.

Η τραγική ιστορία της Ρουμπίνας Σάρδα στην Κέρκυρα έδειξε ότι η συνύπαρξη πληθυσμών με διαφορετική ταυτότητα, με διαφορετικές αναφορές ως προς το «ανήκειν» τους σε έναν τόπο ήταν μια κατάσταση επισφαλής. Μπορεί οι μειονοτικές ομάδες ως προς το θρήσκευμα να αισθάνονταν Έλληνες, αλλά η διαφορετικότητά τους γινόταν εύκολα αφορμή κατασκευής απειλής. Διάφορα συμφέροντα έπαιζαν και εξακολουθούν, δυστυχώς, να παίζουν με τις ευαισθησίες, την άγνοια, τον φθόνο, κυρίως όμως τον φόβο των ανθρώπων για τον Άλλο, τον διαφορετικό. Το δίκιο δεν μετρά. Ούτε η ανθρωπιά. Ούτε καν η αίσθηση ότι είμαστε «εικόνες Θεού».  Ιδίως για μας τους χριστιανούς, οι οποίοι εκ πίστεως καλούμαστε να παλεύουμε για την ανοιχτότητα  της αγάπης, την ταυτότητα που γίνεται βάση διαλόγου με τον άλλο, τον πατριωτισμό που προφανώς σε κάνει να θέλεις να υπερασπιστείς το «ανήκειν» σου μπροστά σε επιβουλές αλλότριες, που δεν δικαιούσαι όμως να το επικαλείσαι ως άλλοθι για να σκορπίζεις κακό και θάνατο προς επί γης όφελος. Το βιβλίο αυτό λοιπόν, όπως και τα γεγονότα, μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετική ευκαιρία αυτοκριτικής. Όχι γι’  αυτά που πιστεύουμε ως Έλληνες και ως χριστιανοί, αλλά γι’  αυτά που δεν εφαρμόζουμε.

Ο αντισημιτισμός είναι φασισμός και ολοκληρωτισμός. Το χαμίνι της Οβριακής προσπάθησε να καταθέσει μέσα από τη γραφίδα του συγγραφέα όχι την απάντηση μιας αγάπης που φαντάζει αφελής, αλλά εκείνης που νικά τον φόβο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε την εμπειρία της παράδοσής μας που διακηρύττει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4, 18). Φαίνεται πως ο ήρωας αποτυγχάνει, ιδίως στις συγκλονιστικές τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Στην πραγματικότητα όμως το μυθιστόρημα μάς αφήνει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα ότι η ιστορική αλήθεια μπορεί να είναι δυσδιάκριτη, όπως και οι δολοφόνοι της Ρουμπίνας Σάρδα, όμως η βίωση της ιστορίας εντός μας έχει το όνομά μας, τον χαρακτήρα μας, την ταυτότητά μας, την προσωπική μας ευθύνη. Δεν είναι τόσο εύκολο να είσαι στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», όταν αυτή έχει πάμπολλα μυστικά που μας σκοτίζουν. Είναι όμως ευθύνη μας να καταδικάζουμε το κακό σε κάθε μορφή του, όπου κι αν το συναντούμε. Και όσο μπορούμε, να αντιστεκόμαστε σ’  αυτό. Ιδίως αν θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί και, ας μου επιτραπεί, Έλληνες.

Αξίζουν συγχαρητήρια στον συγγραφέα διότι τόλμησε, διάλεξε, έγραψε, δεν κρύφτηκε. Το βιβλίο μπορεί να είναι μια εξαιρετική αφορμή εντρύφησης στην τοπική ιστορία, μια αφόρμηση για κριτική παιδεία  που λείπει από τους καιρούς μας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

1η Νοεμβρίου 2023