9/5/20

ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ ΑΓΑΠΗΣ




 (ΑΝΕΠΑΥΣΑΝ ΤΟ ΕΜΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΥΜΩΝ)

«Χαίρω δέ ἐπί τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καί Φουρτουνάτου καί Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τό ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν. Ἀνέπαυσαν γάρ τό ἐμόν πνεῦμα καί τό ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τούς τοιούτους» (Α’ Κορ. 16, 17-18)
«Είμαι πολύ χαρούμενος από την παρουσία κοντά μου του Στεφανά, του Φουρτουνάτου και του Αχαϊκού, γιατί αυτοί αναπλήρωσαν το κενό της απουσίας σας. Μου ξεκούρασαν την ψυχή, όπως και την δική σας. Σε τέτοιους ανθρώπους οφείλετε αναγνώριση»

                Ο απόστολος Παύλος, ολοκληρώνοντας την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του,  κάνει μία συγκινητική αναφορά στην αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Κορίνθου που ήρθε  να τον συναντήσει στην Έφεσο, να του μεταφέρει τα προβλήματα της τοπικής Εκκλησίας και να περιμένει να πάρει την επιστολή προς τους Κορινθίους για να την φέρει στον τόπο αφετηρίας. Ο Παύλος καταγράφει στην επιστολή την χαρά και την συγκίνησή του για τα τρία πρόσωπα: τον Στεφανά, τον γιο του Φουρτουνάτο και τον Αχαϊκό, ο οποίος ήταν πιθανότατα υπηρέτης του Στεφανά. Αυτοί οι τρεις, αναφέρει ο απόστολος, αναπλήρωσαν το κενό της απουσίας των χριστιανών της Κορίνθου, τους οποίος ο Παύλος ως πνευματικός πατέρας που τους οδήγησε στην πίστη υπεραγαπούσε. Οι τρεις εκπροσωπούσαν τους μαθητές και πνευματικά παιδιά του Παύλου, δείχνοντας την ομορφιά της κατά Χριστόν σχέσης.
                Πολλοί έχουν την εσφαλμένη αντίληψη ότι η αγάπη μπορεί να σταθεί μονομερώς. Ότι ο άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό αγαπά, χωρίς να έχει καμία ανάγκη να λαμβάνει αποδείξεις της αγάπης των άλλων ανθρώπων. Κατασκευάζουν μία εικόνα εξιδανικευμένη τόσο πολύ, δημιουργούν ενοχές σε όσους νιώθουν πως η αγάπη θέλει ανταπόδοση, θέλει στήριξη, θέλει αμοιβαιότητα, όχι ως προϋπόθεση για να υπάρξει, αλλά  ως χαρά που χρειάζεται ο άνθρωπος να έχει για να ενισχύεται στην ζωή του. Λησμονούν όσοι βλέπουν την ζωή με αυτόν τον τρόπο ότι ο Χριστός απευθυνόταν σε όλους τους ανθρώπους, εχθρούς και φίλους, δίδασκε, έκανε θαύματα, σπλαχνιζόταν και νοιαζόταν, όμως είχε και μία δική Του ομάδα, αυτή των Αποστόλων, όπως επίσης και φίλους με τους οποίους συνδεόταν, όπως ήταν ο Λάζαρος και η οικογένειά του. Κι αυτό διότι ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, δηλαδή άνθρωπος κατά πάντα, δίχα αμαρτίας. Προφανώς και ο Χριστός δεν αρνήθηκε την αγάπη ακόμη και σε εκείνους που τον ταλαιπώρησαν. τους συγχώρεσε στη δυσκολότερη στιγμή της επίγειας ζωής Του που ήταν ο Σταυρός. Όμως Τον βλέπουμε στο Ευαγγέλιο να καταλύει σε σπίτια ανθρώπων που Τον αγαπούσαν και είναι ξεκάθαρο ότι χαιρόταν με την αγάπη του. Του ξεκούραζαν την ψυχή και Τον βοηθούσαν να ξεκουραστεί και σωματικά, να τραφεί, να ησυχάσει.
                Το ίδιο βλέπουμε και στον απόστολο Παύλο. Μία ομάδα τριών ανθρώπων (και άλλοι στους οποίους αναφέρεται σε όλες σχεδόν τις επιστολές του) ξεκουράζουν την ψυχή του με την παρουσία τους, με την υπόμνηση ότι οι μαθητές είναι ευγνώμονες στον δάσκαλό τους και δεν τον ξεχνούνε, με την υπόμνηση ότι τα πνευματικά παιδιά, μολονότι είναι μακριά, δεν έχουν πάψει να αγαπούν, να εμπιστεύονται, να ρωτούν και να επισκέπτονται τον πνευματικό τους πατέρα. Και ο Παύλος νιώθει την ανάγκη να εκφράσει και προς την Εκκλησία της Κορίνθου αυτήν την χαρά του, ότι υπάρχουν άνθρωποι που ανταποδίδουν την αγάπη, που τιμούν όσους τους αναγέννησαν πνευματικά, που χαίρονται να είναι κοντά στον δάσκαλό τους, που καταλαβαίνουν ότι κι εκείνος έχει ανάγκη να ζήσει την αγάπη όχι μόνο ως διακονία, συγχώρεση, σταυρό, προσφορά, αλλά και ως χαρά διότι στην μοναχικότητα της πορείας του, δεν είναι τόσο μόνος όσο πιθανόν να αισθάνθηκε πολλές φορές στην ζωή του, λόγω της φύσης της αποστολής του και της επαφής του με πάμπολλους ανθρώπους, η πλειονοψηφία των οποίων ήταν αντίθετοι με την πίστη.
                Ας μην μπούμε στην θέση του Παύλου. Δεν είμαστε, σχεδόν ουδείς, απόστολοι ή συνεχιστές του έργου των αποστόλων. Μπορούμε όμως να είμαστε μαθητές των τριών, του Στεφανά, του Φουρτουνάτου, του Αχαϊκού. Μαθητές στην ευγνωμοσύνη. Μαθητές στην απόφαση ότι όσους μας στηρίζουν πνευματικά, χρειάζεται να τους ανταποδίδουμε την χαρά της παρουσίας μας. Μαθητές στο ότι οι άνθρωποι υπάρχουμε για να σχετιζόμαστε, κι αυτό δεν μπορεί να γίνεται με όρο «παίρνω από αυτόν που υποχρεούται να με αγαπά», αλλά αναγνωρίζω την αγάπη δίνοντας ό,τι περνά από το χέρι μου. Και είναι κάποτε αρκετή η προσευχή, αρκετή μία επικοινωνία, αρκετή η αναγνώριση εντός μας ότι κάποιοι κοπίασαν και κοπιάζουν για μας.
                Ας το σκεφτούμε αυτό και ως μάθημα στην καθημερινή μας ζωή γενικά. Πώς εκπαιδευόμαστε οι άνθρωποι στους καιρούς μας; Ζητούμε από τους γονείς μας τα πάντα. Νοιαζόμαστε για μία αγκαλιά, για ένα «ευχαριστώ», για ένα μήνυμα ότι υπάρχουν για μας και ότι όσο μπορούμε ανταποδίδουμε με ευγνωμοσύνη ό,τι μας πρόσφεραν, για ένα «σας αγαπώ»; Αναγνωρίζουμε την προσφορά των δασκάλων μας ή είμαστε έτοιμοι να τους κατακεραυνώσουμε;  Όσους μας προσφέρουν γνώσεις, εμπειρίες, παιδαγωγία στον εργασιακό χώρο, είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ότι μάθαμε; Στις σχέσεις μας ξέρουμε να λέμε «ευχαριστώ» ή λειτουργούμε μόνο στο πεδίο της ηδονής; Αυτό το «ευχαριστώ» είναι από την καρδιά μας ή είναι μόνο συμπεριφορικό ή δεν λέγεται καν; Νιώθουμε ότι έχουμε χρέος να ανταποδίδουμε την αγάπη ακόμη και σ’ αυτούς που δείχνουν ότι μπορούν να προχωρήσουν και χωρίς την ανταπόδοση;  
                Ο κόσμος μας έχει γίνει απρόσωπος. Ο κάθε άνθρωπος ακολουθεί τον προσωπικό του δρόμο. Συνήθως παίρνει, χωρίς να ενδιαφέρεται να δώσει. Θέλει να αναπαύεται η ψυχή του απαιτώντας από όσους θεωρεί ότι έχουν χρέος να το πράξουν, γονείς, δάσκαλοι, πνευματικοί πατέρες, φίλοι, χωρίς όμως ο ίδιος να νιώθει ότι η αγάπη που ζητά χρειάζεται να λειτουργεί αμοιβαία. Όχι μόνο τι έλαβες, αλλά και τι μπορείς να δώσεις. Και συνήθως αυτοί που αγαπούνε, τους αρκεί ένα σημάδι έγνοιας. Ένα ευχαριστώ. Μία παρουσία, όπως των τριών απεσταλμένων της Εκκλησίας της Κορίνθου στον απόστολο Παύλο. Γιατί η χαρά βρίσκεται στην συνάντηση!  
                Ο απόστολος γράφει στους υπόλοιπους χριστιανούς: «σε τέτοιους ανθρώπους οφείλετε αναγνώριση». Είναι μία προτροπή σε όλους μας, το να ευχαριστούμε και να χαιρόμαστε με όσους είναι ευγνώμονες, με όσους νιώθουν ότι μπορούν να δώσουν χαρά στους άλλους. Και τότε θα παρακινηθούμε κι εμείς να καταλάβουμε και να ζήσουμε ότι η αγάπη δεν είναι μονομερής και ότι ακόμη και ο πιο δυνατός χρειάζεται την βοήθεια της χαράς!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 6 Σεπτεμβρίου 2020