Αν διαβάσουμε με προσοχή το μυθιστόρημα του νομπελίστα Εβραιοπολωνού συγγραφέα Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ “Σώσα”, στην εξαιρετική μετάφραση του Μιχάλη Πάγκαλου, ο οποίος υπογράφει και τα σχόλια και το επίμετρο, με βοήθεια από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη (εκδόσεις ΚΙΧΛΗ), θα δούμε όλα τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το νόημα της ζωής βρίσκεται στην δύναμη και την ηδονή ή βρίσκεται στην αγάπη, την απλότητα, την προσφορά στον άλλο; Η ευφυΐα, το ταλέντο, το χρήμα κάνουν τον άνθρωπο να ανοίγεται στην ευτυχία ή μήπως η ευλογία να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι; Η απάντηση σήμερα, όπως και σε κάθε εποχή, θα ήταν “όλα μαζί”. Το δίλημμα όμως έρχεται όταν πρέπει να διαλέξεις ή όταν τα πάθη σου σε σπρώχνουν προς την μία πλευρά, αυτή της δύναμης και της ηδονής και κάνουν την αγάπη παρένθεση στην ζωή σου.
Ο Σίνγκερ έγραψε όλο το έργο του στα “γίντις”, μία διάλεκτο της εβραϊκής ανακατεμένης με τα γερμανικά. Την γλώσσα αυτή την μιλούσαν οι Εβραίοι της Πολωνίας και της Ανατολικής Ευρώπης, συνδεδεμένοι περισσότερο με το χασιδικό κίνημα, δηλαδή την μία οπτική της εβραϊκής παράδοσης που βλέπει την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό όχι στην ηθική του Νόμου και της τήρησης των εντολών, όπως αυτές καταγράφτηκαν και ερμηνεύονται από την ραββινική παράδοση, αλλά αυτή της κοινωνίας εν σχέσει, σ’ αυτή την προσωπική συνάντηση της ψυχής που φωτίζεται χάρις στην αγάπη. Αυτή η πρόταξη δεν αλλάζει βεβαίως τις αρχές και τον τρόπο ζωής της εβραϊκής χασιδικής κοινότητας: την θέση της γυναίκας, που είναι υποτελής στον άντρα, ακόμη κι αν έχει το δικαίωμα του λόγου και της άποψης, την ακριβή τήρηση από πολλούς των εντολών του μωσαϊκού νόμου και της σύγκρουσης με τους εκκοσμικευμένους Εβραίους (κατάσταση που συναντούμε σε όσες κοινωνίες έχουν προχωρήσει στην εκκοσμίκευση, αν και θέλουν, έστω και για τους τύπους να κρατούνε στοιχεία θρησκευτικής ταυτότητας), οι γιορτές ως στοιχείο της ζωής των ανθρώπων, η φτώχεια, η εχθρότητα έναντι των ξένων και διαφορετικών, για λόγους διατήρησης της καθαρότητας της ταυτότητας, που δεν είναι ανοιχτή, αλλά κλειστή.
Στην “Σώσα” όμως η ιστορία εκτυλίσσεται παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πριν την εισβολή του Χίτλερ και των ναζί στην Πολωνία και πριν το μεγάλο ξεκαθάρισμα που έγινε με το ολοκαύτωμα. Οι Εβραίοι περιμένουν την εξόντωσή τους. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούν να πάψουν να ζούνε. Είναι η δίψα του ανθρώπου να υπάρχει, να συνεχίσει να ζει, να μην υποταγεί στον θάνατο, όποια μορφή κι αν έχει, ακόμη κι αν ξέρει πως αυτός είναι κοντά. Ο Σίνγκερ δεν θα διστάσει να στηλιτεύσει την υποκρισία του σοβιετικού κομμουνισμού, ο οποίος, εκτός από την αρχική συνεργασία με τον Χίτλερ και τους ναζί, διαπνεόταν από την ίδια λογική του ολοκληρωτισμού, της μίας, καθαρής και αδιαμφισβήτητης αλήθειας, η οποία οδηγούσε, όπως και κάθε επανάσταση, σε εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων, για να επικρατήσει όχι η δικαιοσύνη, αλλά η εξουσία των ισχυρότερων. “Η αρπαγή” της ζωής, της περιουσίας, της γης, της πατρίδας των άλλων, στο όνομα της υπεροχής είναι, εκτός από την βαθύτερη αιτία του πολέμου, και η αιτιολόγηση των ανθρώπινων παθών που κρύβονται πίσω από κάθε θρίαμβο ολοκληρωτισμού.
Ο Σίνγκερ στηρίζει την ιστορία του στην σχέση αγάπης και εξάρτησης ανάμεσα σε έναν συγγραφέα, τον Άρελε, και τον παιδικό του έρωτα, την Σώσα, η οποία μέσα στην παιδική της αντίληψη για την ζωή, την ευθραυστότητά της, δεν παύει να εκπλήσσει με την αγάπη, την χάρη, την συμπάθεια που προκαλεί, αλλά και μια αθωότητα που την καθιστά ένα είδος “αγίας”. Δεν είναι η ομορφιά που σώζει τον κόσμο εδώ, αλλά η απλότητα και η ταπείνωση. Σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες του μυθιστορήματος, την ηθοποιό Μπέτυ, την μητέρα της Σώσα Μπάσελε, την αδερφή της Τάιμπελε, την κομμουνίστρια Ντόρα, την ισορροπημένη Τσέλια, η Σώσα δεν έχει καμία φιλοδοξία. Μόνο αγαπά. Και μέσα από την αγάπη βγάζει τον καλύτερο εαυτό του στον ήρωα, δείχνοντας ότι τα πάθη γίνονται δικαιώματα και κάνουν τον άνθρωπο να θέλει να ζήσει, αλλά στο τέλος μόνο η αγάπη παρηγορεί αληθινά και σώζει.
Ο Σίνγκερ φιλοσοφεί στο ζήτημα του πόνου, της οδύνης. Άνθρωπος που έφυγε από τον τόπο του, χωρίς να ζήσει την τραγωδία του ολοκαυτώματος, άνθρωπος που ψάχνει τις ιδέες του καιρού του, την θρησκεία του, αλλά και κάθε θρησκεία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “δεν μπορεί να υπάρχει απάντηση για την οδύνη- όχι γι’ αυτόν που έχει υποφέρει” (σελ. 384). Όλοι οι άνθρωποι περιμένουν αυτή την απάντηση. Κι αυτή είναι η τελευταία φράση του μυθιστορήματος. Την απάντηση την περιμένουμε. ΟΙ μηδενιστές έχουν αποφασίσει να την δώσουν μόνοι τους, αυτοκτονώντας πνευματικά, κάποτε και σωματικά. Όσοι όμως πιστεύουν στον Θεό ως παρηγορητή, ξέρουν ότι υπάρχει η κατάσταση “ένθα ουκ έστι πόνος”, αλλά η κοινωνία με τον Χριστό ως Ζωή ατελεύτητη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 22 Ιουλίου 2020