ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 54-
ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, «ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΜΑΓΚΜΠΙ», μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΟΥΞΗΣ, εκδόσεις
ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ
Οι μεγάλοι συγγραφείς, με την
πέννα τους, θέτουν συνεχώς στους αναγνώστες τους ζητήματα που έχουν να κάνουν
με την ύπαρξη, με την ταυτότητα. Οι ήρωες μπορεί να είναι καθημερινοί άνθρωποι,
ιδωμένοι στο περιβάλλον τους, στην εργασία, στις σχέσεις τους, στην
ιστορικότητα των καιρών, όμως δεν παύουν μέσα από τα διλήμματά τους να
αναζητούν νόημα ζωής. Κι αυτό το νόημα, μέσα από τα σωστά και τα λάθη, μέσα από
την «περιπέτεια», όπως την νοεί ο Αριστοτέλης, την μετάβαση δηλαδή από το
σύνηθες στο δυσάρεστο ή στο καλό που
ανατρέπουν την πορεία της ζωής, επαναδιατυπώνεται. Δεν έχει σημασία αν ο
συγγραφέας δώσει τις τελικές απαντήσεις. Όπως και να έχει, ο αναγνώστης είναι
αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο. Σημασία έχει ότι ο συγγραφέας θέτει τα
ερωτήματα και κάνει τον αναγνώστη να συμμετέχει λέγοντας: «τώρα εγώ τι θα έκανα
στη θέση του ήρωα ή των ηρώων;» Και ακόμη, «πώς θα ζούσα από δω και πέρα, τι νόημα θα
είχε για μένα ο κόσμος όπως διαμορφώνεται στα πλαίσια αυτής της περιπέτειας;».
Μπορεί ο συγγραφέας να βγάζει από την εξέλιξη ήρωες, να τους «πεθαίνει».
Ωστόσο, δίνει την ευκαιρία ο καθένας μας να κατανοεί ότι υπάρχει μία συγγραφική
δικαιοσύνη, άσχετα αν ταυτίζεται μ’ αυτή
του Θεού, των ανθρώπων η του αναγνώστη. Και όλο αυτό το πλέγμα καθιστά έναν
συγγραφέα ξεχωριστό και μοναδικό, κάποτε κλασικό και μεγάλο.
Διαβάζοντας μία συλλογή
διηγημάτων με κύριο συγγραφέα τους τον μεγάλο Κάρολο Ντίκενς, με τίτλο «Διασταύρωση
Μάγκμπι», βρισκόμαστε ακριβώς μπροστά σ’
αυτά τα θέματα. Ένας αστός επιχειρηματίας, που το όνομά του είναι «Μπάρμποξ
Μπράδερς», κατά τον τίτλο της μικρής συμβολαιογραφικής και χρηματομεσιτικής εταιρείας
του, την κλείνει, ταξιδεύει με το τραίνο και κατεβαίνει στην διασταύρωση
Μάγκμπι, από την οποία επτά διακλαδώσεις ξεκινούν, και αναρωτιέται, με το
παρατσούκλι που οι άλλοι του δίνουν «ο κύριος για Πουθενά», ποια είναι η ζωή
του. Στέκεται στην πόλη που είναι δίπλα από τη διασταύρωση. Ομολογεί ότι προσπαθεί
να ξεφύγει από τα γενέθλιά του, δηλαδή από τον χρόνο που πέρασε και περνά, και
να χαράξει μία καινούργια ζωή, μόνο που δεν ξέρει πώς. «Ήμουν κάτι που δεν μου
άρεσε σ’ όλη μου τη ζωή» (σελ. 22)
ομολογεί. Και βλέπει τον εαυτό του χτισμένο σε μία σειρά φαντάσματα-σκιές, που
με τις μάσκες τους τον ταλαιπωρούν ή τον καλούν να αλλάξει, δίδοντάς του
χτυπήματα των όσων δεν θα ήθελε ή διεξόδους: η πληγή της μάνας, ο δάσκαλος-θεραπευτής,
ο σκληρός και ψυχρός εργοδότης σαν πατέρας που λειτουργεί χωρίς συναίσθημα και
αγάπη, η γυναίκα του που τον εγκατέλειψε για χάρη του μοναδικού του φίλου. Και
όντας σ’ αυτή τη διασταύρωση, στην εποχή
που ο βρετανικός σιδηρόδρομος μειώνει τις αποστάσεις, γεννά θέσεις εργασίας,
φέρνει πλούτο, αλλά και σηματοδοτεί την εμφάνιση της εργατικής τάξης στις
πόλεις, ο Μπάρμποξ Μπράδερς ζητά να ξαναγίνει αυτός που κατά βάθος ήταν: ο
κύριος Τζάκσον, ένα πρόσωπο που έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί και να κάνει
την ταυτότητα του αστού όχι το κλειδί της ύπαρξής του, αλλά μία ιδιότητα που θα
τον βοηθήσει να επιβιώνει, χωρίς όμως να γίνεται το νόημα της ζωής του.
Κάνει ένα πείραμα: ακολουθεί τις
διακλαδώσεις που ξεκινούν από την διασταύρωση Μάγκμπι. Εκεί θα βρει έναν
σηματωρό, ο οποίος έχει ανάγκη να νικήσει το φάντασμα της ενοχής για ένα
σιδηροδρομικό ατύχημα που δεν μπόρεσε να προλάβει (εμπειρία που έζησε ο ίδιος ο
Ντίκενς και εξ αφορμής της γράφει και την «Διασταύρωση»), εκεί θα φτάσει στην
πόλη όπου θα συναντήσει την πρώην γυναίκα του με το μοναδικό εν ζωή παιδί της,
την Πόλι, και τον φίλο που του την έκλεψε στα τελευταία του. Ο Μπάρμποξ θα
γίνει Τζάκσον όταν παράσχει από την καρδιά του στα μάτια του παιδιού την
συγχώρεση γι’ αυτούς που τον πλήγωσαν όσο
κανείς, τον φίλο και την γυναίκα του. Όμως το νόημα ο ήρωας θα το βρει στην
συνάντησή του με την Φοίβη, μία ανάπηρη κοπέλα που το παράθυρό της βλέπει στην
Διασταύρωση, η ίδια τραγουδά και κάνει μαθήματα ως δασκάλα κατ’ οίκον στα φτωχά παιδιά της γειτονιάς, ενώ ο
πατέρας της, ο Λάμπας, αυτός που φροντίζει να ανάβουν οι λάμπες στην
διασταύρωση για να μην συγκρούονται τα τραίνα, θα του δείξει με την ευγένεια,
την απλότητα και την ζεστασιά του καθημερινού ανθρώπου, ότι η ευτυχία δεν
βρίσκεται στα αγαθά, ούτε καν στην υγεία: βρίσκεται στην αγάπη!
«Για να είμαι χρήσιμος στον εαυτό μου και στους άλλους ή για να είμαι
ευτυχισμένος, πρέπει να στρέψω το ενδιαφέρον μου στον κοινό κόσμο» (σελ. 74).
Αυτό το ταξίδι του ήρωα, όπως το αποτυπώνει ο Ντίκενς, μας δείχνει ότι ο
υπερήφανος, ο εκδικητικός, ο απογοητευμένος από την ζωή, αυτός που επενδύει στα
αγαθά του, δεν μπορεί να βρει την ιερότητα του χρόνου που δίνει η αγάπη και η
συντροφικότητα: «Γιατί όταν έχω ρεπό την Κυριακή και οι πρωινές καμπάνες πάψουν
να χτυπούν, μου διαβάζει τις προσευχές και τις ευχαριστίες με τον πιο
συγκινητικό τρόπο, και μου ψέλνει τους ύμνους- τόσο σιγά, κύριε, που δεν θα την
ακούγατε έξω απ’ αυτό το δωμάτιο με
νότες που εμένα τουλάχιστον μου φαίνονται- κι είμαι σίγουρος πως έτσι είναι-
ότι έρχονται από τον ουρανό κι εκεί γυρίζουν κατ’ ευθείαν» (σελ. 52). «Μπορεί να ήταν απλώς η
σύνδεση αυτών των λέξεων με τον ιερό χρόνο που περνούσαν ήσυχα οι δυο τους-
πατέρας και κόρη- ή μπορεί να ήταν μέσ’ από την ευρύτερη σύνδεση αυτών των λέξεων
με την παρουσία του Λυτρωτή δίπλα στους κατάκοιτους, αλλά εδώ τα επιδέξια
δάχτυλα της Φοίβης σταμάτησαν και αγκάλιασαν τον πατέρα απ’ τον λαιμό καθώς εκείνος έσκυβε. Ο επισκέπτης
είδε εύκολα ότι υπήρχε μεγάλη φυσική ευαισθησία και στον πατέρα και στην κόρη.
Ο καθένας όμως, για χάρη του άλλου, έκανε αυτή την ευαισθησία συγκρατημένη, όχι
διαχυτική. Και μια τελείως εύθυμη διάθεση, ενστικτώδης ή επίκτητη, ήταν είτε
πρώτη είτε δεύτερη φύση και στους δύο» (σελ. 52). Εδώ βρίσκεται η απάντηση: η
αγάπη ξαναδίνει στον χρόνο την παιδικότητα, την ομορφιά, το άδειασμα από την
μανία όλα να είναι όπως τα θέλουμε. Και αλλάζει τον άνθρωπο, διότι αλλάζει τον
τρόπο θέασης της ζωής.
Ο Ντίκενς γράφει και ένα σατιρικό διήγημα σύγκρισης των αγγλικών με τους
γαλλικούς σιδηροδρόμους, με έμφαση τα Αναψυκτήρια, στο οποίο αποτυπώνεται η
χιουμοριστική πένα του και ταυτόχρονα η άρνησή του να ταυτιστεί με έναν
αυτοκρατορικό εθνικισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει στον τόπο και στον κόσμο να
αλλάξει. Την συλλογή συμπληρώνουν τέσσερα ακόμη διηγήματα που έγραψαν οι
συνεργάτες του Ντίκενς Άντριου Χάλιντεϊ, Τσαρλς Κόλλινς, Ίσμπα Στρέτον και
Αμέλια Έντουαρντς, που έχουν δύναμη λόγου και πλοκής, ιδωμένα στην ίδια λογική
της αστυνομικής δράσης, των ιστοριών φαντασμάτων, αλλά και στην οδό των τύψεων
και του δρόμου προς την λύτρωση. Η όλη έκδοση αποτέλεσε το χριστουγεννιάτικο
τεύχος του περιοδικού All the Year round, το οποίο εξέδιδε ο Ντίκενς το 1866 και
πούλησε τον καταπληκτικό αριθμό των 250.000 αντιτύπων την πρώτη εβδομάδα της
κυκλοφορίας του.
Η «Διασταύρωση Μάγκμπι» (λιτή και όμορφη στην απλότητά της η ελληνική έκδοση
του 2018, σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή, σημειωτέον ότι το διήγημα « Ο
Σηματοδότης» έχει κυκλοφορηθεί στα ελληνικά με τίτλο «Ο Σηματωρός», σε
μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου και εισαγωγή του Simon Bradley από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ πάλι το 2018) αποτυπώνει το υπαρξιακό
σοκ που έζησε ο Ντίκενς μετά την καταστροφή του Στέιπλχερστ, εκεί όπου έζησε
τον Ιούνιο του 1865 το φοβερό σιδηροδρομικό δυστύχημα, το οποίο τον έκανε να
αποτιμήσει την ζωή του διαφορετικά, αλλά και τον συγκλόνισε ως προς το ερώτημα του νοήματος της ζωής. Ψυχολογικά ο Ντίκενς
δεν φαίνεται να μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του δυστυχήματος.
Πνευματικά όμως δίνει την απάντηση: η
αγάπη, η συγχώρεση, η απλότητα, το να μπορείς να κάνεις το χρέος σου,
καταξιώνουν την ύπαρξη, την λυτρώνουν από τις ματαιώσεις και τα λάθη της και
της δίνουν ταυτότητα που κρατά και για το επέκεινα!
Ο βικτωριανός άνθρωπος, ο αστός που ακολουθεί την οδό του Διαφωτισμού, την
οδό των αγαθών, των δικαιωμάτων, του αναδυόμενου από την βιομηχανική επανάσταση
πλούτου, αυτός που δύσκολα ρίχνει ματιές στην αδικία και την εκμετάλλευση,
αυτός που βλέπει ακόμη και την παιδεία όχι ως αγάπη, αλλά ως εργασία και
τεχνοκρατική βάση για να προοδεύσει, είναι ο δυτικός άνθρωπος που παραμένει ο
τύπος του καιρού μας και του πολιτισμού της εποχής μας. Μόνο που σήμερα δεν
αναζητεί στην φυγή και στα ταξίδια την λύτρωση από τα υπαρξιακά κενά, αλλά στα
χάπια και στις αναλύσεις του εαυτού του. Ο Ντίκενς δίνει την απάντηση της
αγάπης, της παιδικότητας, της ταπεινοσύνης, του να κάνεις το καλό. Αυτή η
απάντηση ξεπηδά από την ανθρώπινη ύπαρξη που βλέπει γύρω της και όχι μόνο εντός
της. Να γιατί ο Ντίκενς παραμένει κλασικός! Γιατί δεν περιγράφει μόνο, αλλά
προτείνει λύσεις Ωραίο να τον συναντάς σε έναν διάλογο με την δική μας
παράδοση!
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα,
21 Ιουνίου 2020