2/28/20

ΩΣ ΕΝ ΗΜΕΡΑ ΕΥΣΧΗΜΟΝΩΣ ΠΕΡΙΠΑΤΗΣΩΜΕΝ




«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μή κώμαις καί μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγείαις, μή ἔριδι καί ζήλῳ» (Ρωμ. 13, 13)
«Η διαγωγή μας ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φως. Ας πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη και ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι».


        Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι μία ευλογημένη περίοδος και ανασύνταξης των πνευματικών μας δυνάμεων και αυτογνωσίας και θετικής πορείας. Δεν μιλούμε για την «θετική ενέργεια» που ο κόσμος σήμερα, επηρεασμένος από θρησκευτικές ιδέες της Ανατολής, αποδέχεται. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έχει αποφασίσει να λέει ΝΑΙ στον Θεό και τον συνάνθρωπο, ΝΑΙ στην αγάπη, ΝΑΙ σε μία πορεία που βλέπει την ζωή με χαρά και αισιοδοξία, που βγάζει ό,τι καλό από μέσα και το μοιράζεται με τους άλλους. Αυτός ο τρόπος ζωής συνδυάζεται με την νηστεία, η οποία για την πίστη είναι χαροποιός. Δεν είναι μόνο η αλλαγή διατροφής. Είναι η επιλογή ότι κάνοντας υπακοή στην Εκκλησία ζούμε την οδό της χαράς, διότι έχουμε σημείο αναφοράς, την πίστη, διότι διαπλέουμε ένα πέλαγος στο οποίο το λιμάνι είναι η Ανάσταση, ακόμη κι αν οι φουρτούνες είναι πολλές.
       Στο ξεκίνημα όμως αυτής της πορείας, η Εκκλησία διά του Αποστόλου Παύλου, μας προτρέπει να δούμε τόσο εντός μας όσο και στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, το ήθος που μας διακρίνει. Ζητά από μας να περπατούμε «ευσχημόνως». Ως άλλοι «ευσχήμονες» Ιωσήφ, χωρίς θόρυβο, παρόντες την κρίσιμη ώρα όταν οι άλλοι φοβούνται και κρύβονται, με σεμνότητα και σταθερότητα, να είμαστε έτοιμοι να ζητήσουμε τον Χριστό. Προϋπόθεση το να αφήσουμε πίσω ό,τι μας χωρίζει από την αγάπη Του.
     «Ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Να αφήσουμε πίσω τα φαγοπότια και τα άσκοπα γέλια, την διακωμώδηση που αυτά φέρνουν, όπως επίσης και την μέθη. Δεν ζητά η Εκκλησία να μην φάμε και να μην πιούμε. Ζητά από εμάς το μέτρο. Να τρώμε για να ζούμε και όχι να ζούμε για να τρώμε. Δεν ζητά η Εκκλησία να μην συναντούμε τους συνανθρώπους μας στην τροφή. Ζητά να μην γελάμε με την αμαρτία και την πτώση των άλλων, να μην είναι η γλώσσα μας πικρή, να μην είναι η συνάντησή μας χωρίς κοινωνία, χωρίς αφήγηση και συζήτηση για τα ουσιώδη της ζωής, για τον Θεό, τον άνθρωπο, την αλήθεια, την αιωνιότητα. Το έχουμε λησμονήσει αυτό στις συνάξεις μας οι άνθρωποι. Εκκοσμικευμένοι και αδύναμοι να επικοινωνήσουμε, έχουμε αφήσει την χαρά και διαλέγουμε την ευχαρίστηση. Ο θόρυβος της μουσικής και του χορού δεν μας αφήνει να συζητήσουμε, να μοιραστούμε τα προβλήματα και τους προβληματισμούς μας, τις ελπίδες και τα άγχη μας. Γι’ αυτό και η νηστεία ας είναι ευκαιρία αληθινής επικοινωνίας.
     «Ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Ας πάψει η ασύδοτη και η ακόλαστη ζωή, μας προτρέπει ο απόστολος Παύλος. Η Εκκλησία δεν έχει πάψει να ζητά αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Η Εκκλησία ευλογεί την συνάντηση των ανθρώπων ως προσώπων, ως ψυχοσωματικών υπάρξεων. Ζητά από εμάς όμως να μην απολυτοποιούμε το σώμα, αλλά να το συγκρατούμε, χάριν Θεού. Να κάνουμε άσκηση. Να ελέγχουμε την πορεία μας. Να βάζουμε μέτρο. Αλλά και να δούμε τους εαυτούς μας, ιδίως στους καιρούς μας, οπότε και θριαμβεύει η σαρκική επιθυμία, ιδίως με την πρόκληση της εικόνας. Ντύσιμο, σεμνότητα, αποκοπή από θεάματα που ξεσηκώνουν την ύπαρξη, έλεγχος του λογισμού όταν βλέπει τον άλλο ως αντικείμενο, ως σάρκα, είτε στην κανονική είτε στην εικονική πραγματικότητα, αστάθεια στις σχέσεις μας, σταμάτημα της πρόταξης να είμαστε σαρκικοί άνθρωποι. Η πνευματικότητα προϋποθέτει θέαση της αγάπης ως εισόδου στην αιωνιότητα. Η πνευματικότητα είναι προσευχή και ζήτηση του Θεού και θέαση του ανθρώπου ως βοηθού μας στην πορεία αυτή, όχι ως μοναδικής προτεραιότητας.
       «Ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Να αρνηθούμε τις φιλονικίες και τους φθόνους, δηλαδή τα παιχνίδια εξουσίας για το ποιος έχει δίκιο, όπως επίσης και την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον άλλον με τα χαρίσματά του ως πηγή χαράς. Ο φθόνος πηγάζει από την ανασφάλειά μας και την ζήλεια μας, από μία συνεχή σύγκρισή μας με τους άλλους, η οποία δεν έχει νόημα, διότι κάθε χάρισμα και κάθε δωρεά είναι από τον Θεό. Άλλα έχουμε εμείς, άλλα ο άλλος. Ας μην σπαταλούμε τον χρόνο μας διαλύοντας την αγάπη και οδηγούμενοι στην κακία. Η φιλονικία πάλι πηγάζει από ένα αίσθημα ότι πρέπει να δικαιωθούμε και να επικρατήσουμε τόσο ως πρόσωπα όσο και ως προς τις θέσεις μας για την ζωή και τους άλλους και αυτό μπορεί να γίνει με φωνές, με ύβρεις, με θυμό, με οργή, δηλαδή με τον τρόπο της εξουσίας.  Η οδός της πίστης προϋποθέτει απέκδυση και των δύο αυτών καταστάσεων.
      Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας αυτό το ευλογημένο διάστημα. Ας στραφούμε στον έσω άνθρωπο. Με το «ευσχημόνως περιπατήσωμεν» ας γίνουμε έτοιμοι για τα ουσιώδη. Ας αγαπήσουμε και ας προχωρήσουμε με ταπείνωση και εμπιστοσύνη στον Θεό και, κυρίως, ας είμαστε συνειδητά μέλη της  ζωή της Εκκλησίας, όχι για να επανέλθουμε μετά το Πάσχα στην προτέρα κατάσταση, αλλά για να εισέλθουμε σε έναν δρόμο στον οποίο θα μπορούμε να εκτιμούμε τι στην πραγματικότητα δίνει αληθινή χαρά, από τι ζούμε, που για μας είναι ο Θεός!

Κέρκυρα, 1η Μαρτίου 2020
Κυριακή της Τυρινής

2/26/20

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ




                Κάθε φορά που ξεκινά μια ξεχωριστή για την πνευματική ζωή περίοδος του χρόνου, αλλά και στη κοσμική πραγματικότητα ο χριστιανός αναρωτιέται για την μοναξιά του. Δεν είναι οι πολλοί που νηστεύουν, δεν είναι οι πολλοί που εκκλησιάζονται, που αναζητούν τον Θεό ως προτεραιότητα στην ζωή τους. Δεν είναι οι πολλοί που προσπαθούν να πορευθούν με γνώμονα το Ευαγγέλιο, την αγάπη, την ανοχή, την συγχώρεση. Κάποτε και εντός της οικίας του ο χριστιανός βιώνει ένα είδος μοναξιάς. Τον ανέχονται, τον αγαπούν, αλλά δεν τον κατανοούν.
Μπορεί ο κόσμος γενικά να μην ασχολείται με την προσπάθεια του χριστιανού να εφαρμόσει τις επιταγές της πίστης, καθώς η τελευταία για τους πολλούς είναι έθιμο και συνήθεια, ωστόσο, ακόμη και στους καιρούς της αδιαφορίας, ο χριστιανός παραμένει υπό γωνίαν. Δεν βλέπουν οι άλλοι τον αγώνα του, αλλά τα παραπτώματά του, πραγματικά ή κατά τον λογισμό τους. Κι αν ο ίδιος δεν δίνει δικαίωμα, θα βρούνε αφορμή στην εκκλησιαστική πραγματικότητα να κρίνουν, να απορρίψουν, να διαμαρτυρηθούν, να λοιδορήσουν.
Ο χριστιανός προφανώς και μπορεί να χρησιμοποιήσει δύο λόγους του Χριστού. Ο ένας είναι ότι  «όποιος πράττει φαύλα, μισεί το φως διότι ελέγχεται από το φως» (Ιωάν. 3, 20).  Και ο χριστιανός κλήθηκε να λάμπει ως φως με τα έργα και τις σκέψεις του ενώπιον των ανθρώπων, ώστε να βλέπουν τα καλά του έργα και να δοξάζουν τον Θεό τον εν ουρανοίς. Εδώ όμως δεν δοξάζουν τον Θεό, αλλά Τον απορρίπτουν και μαζί και τον χριστιανό, διότι τους θυμίζει τι δεν έχουν κάνει ή τι κάνουν που τους οδηγεί μακριά από τον Θεό. Ο δεύτερος λόγος είναι το ότι «στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, διότι εγώ νίκησα τον κόσμο» (Ιωάν. 16,33). Η μεγαλύτερη θλίψη βεβαίως δεν είναι για τον χριστιανό η απόρριψή του από τον κόσμο, αλλά η απόρριψη του Θεού. Οι άνθρωποι δεν έχουν βρει την πατρότητα της αγάπης που νοηματοδοτεί την ζωή, κάνει την μοναξιά να φεύγει, διότι η πίστη δίνει υπόσταση στην ελπίδα της παρουσίας του Θεού (Εβρ. 11,1) και ταυτόχρονα κάνει αληθινό αυτό που δεν φαίνεται με τα μάτια του σώματος!  Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μέσα στον πολιτισμό που μοιάζει να μοιράζει ζωή, αλλά στην πράξη απλά ξεγελά τον θάνατο, απορρίπτοντας την πίστη μπορούν να είναι ελεύθεροι.
Η μοναξιά του χριστιανού δεν είναι σημερινή κατάσταση. Είναι νόμος της πνευματικής ζωής. Άλλωστε, κατά βάθος, ο άνθρωπος είναι «αυτός και ο Θεός». Την μοναξιά την σπάει η αγάπη για τον πλησίον, ιδίως γι’  αυτόν που δεν καταλαβαίνει την χαρά της πίστης, γι’  αυτόν που σπεύδει να ειρωνευτεί, να απορρίψει, να επιτεθεί. Η αγάπη γίνεται προσευχή. Συγκατάβαση. Υπομονή. Μακροθυμία. Και ο Θεός ευλογεί.
Η γενιά των παιδιών μας και των εγγονών μας, αν θέλει να παραμείνει στην πίστη, θα αισθανθεί αυτήν την μοναξιά ακόμη περισσότερο. Ας μην φοβηθούμε. Δυνατός είναι ο Χριστός! Η εμπειρία της χριστιανικής ζωής δεν ζητά δικαίωση στον κόσμο, αλλά είναι πορεία προς την όντως Ζωή. Ας ενισχύσουμε το φρόνημά τους. Και ας επιχειρήσουμε, μέσα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα, η οποία συχνά απέχει από την μορφή της κοινότητας ως οικογένειας, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει, να συναντιόμαστε στην θεία λειτουργία, στην παρέα, στην προσευχή, στην δήλωση της ελπίδας!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 26ης Φεβρουαρίου 2020

2/22/20

ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ...


Χαρτάκια διαφόρων μεγεθών, από διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες, που περιλαμβάνουν ονόματα. Άγνωστα στον ιερέα που μνημονεύει, καθώς το καθένα έρχεται από τα βάθη του χρόνου, από τα γενεαλογικά δέντρα των καταγραφέων, από τους φίλους, τους οικείους, τους γνωστούς, αλλά και κάποια ονόματα που άλλοι τους έδωσαν. Κύριος οίδε και γινώσκει.
Μα καθώς διαβάζονται τα ονόματα, σαν προσευχή για συγχώρεση, για να αγκαλιάσει τις ψυχές ο Θεός, η μνήμη δείχνει ότι δεν πεθαίνει ο άνθρωπος. Κοιμάται, σβήνει για τους πολλούς, αλλά η αγάπη τον κρατά ζωντανό και στον νυν και στον μέλλοντα αιώνα.
Χαρτάκια που δίνονται στις εκκλησιές. Ονόματα που πάλεψαν, που αγάπησαν, μίσησαν, πόνεσαν, χάρηκαν, λυπήθηκαν, πέρασαν, χάθηκαν από το προσκήνιο της ζωής. Μνημονεύονται όμως σε έναν μυστικό σύνδεσμο ελπίδας και αγάπης, αυτόν που μόνο η λειτουργία ξέρει να κρατά, αυτόν που η προσκομιδή οδηγεί στον Χριστό, του θανάτου που γίνεται ανάσταση.
Μνημονεύει ο ιερέας και ξέρει καλά ότι κάποτε θα τον μνημονεύσουν κι αυτόν άλλοι, στην συνέχεια της παράδοσης, στην συνέχεια της ζωής. Στο σπίτι της Εκκλησίας. Στο μοναδικό που χωράμε όλοι, γνωστοί και άγνωστοι, σπουδαίοι και άσημοι, μορφωμένοι και αγράμματοι. Γιατί είμαστε όλοι παιδιά Του!
Ναι, έχουμε ελπίδα. Και κάνουμε προσευχή και γι' αυτούς που έφυγαν ανέλπιδοι.

π. Θ. Μ.


ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ ΓΕΝΗΤΑΙ ΤΟΙΣ ΑΣΘΕΝΟΥΣΙΝ




«Βλέπετε δέ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν» (Α’ Κορ. 8,9)
«Προσέξετε  μήπως το ελεύθερο δικαίωμά σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη».



      Στην εκκλησιαστική ζωή και πραγματικότητα συχνά οι άνθρωποι διαμαρτυρόμαστε, επειδή αισθανόμαστε σκανδαλισμό, από την συμπεριφορά εκείνων που έχουν την δυνατότητα να βλέπουν με πιο ανοιχτή ματιά τα πράγματα, να μην μένουν στο γράμμα του νόμου, αλλά να ζούνε την χαρά του πνεύματος. Διαμαρτυρόμαστε για την συμπεριφορά εκείνων που δεν μένουν στους τύπους. Για εκείνους που γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά δεν αισθάνονται την ανάγκη να λάβουν υπόψιν τους και τους ασθενέστερους. Κάποτε βέβαια δεν ομολογούμε ότι είμαστε ασθενείς στην πίστη και διεκδικούμε για τον εαυτό μας το δικαίωμα του αλάθητου κριτή. Ακόμη κι έτσι όμως, δεν παύει αυτός ο διχασμός να γίνεται πρόσκομμα για την ομαλή πορεία της Εκκλησίας, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο το ήθος της πίστης μπορεί να βιωθεί εντός της.
            Ο απόστολος Παύλος είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κατανάλωσης των ειδωλόθυτων. Στην Κόρινθο οι χριστιανοί είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις. Αυτοί που δεν είχαν πρόβλημα να αγοράσουν και να φάνε τα υπόλοιπα των κρεάτων των ειδωλολατρικών θυσιών και όσοι σκανδαλίζονταν. Οι πρώτοι ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν πως δεν υπάρχει κανένα  είδωλο στον κόσμο και επομένως η όποια θυσία ήταν στο τίποτα. Άρα η κατανάλωση των βρωμάτων δεν εμπεριείχε κανέναν κίνδυνο ηθικό και πνευματικό, ούτε αποτελούσε παραβίαση κάποιας εντολής του Θεού. Ο Παύλος δέχεται την επιχειρηματολογία της γνώσης τους, αλλά τους τονίζει με εξαιρετική λιτότητα το περίφημο "ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» («η γνώση φουσκώνει τον άνθρωπο με υπεροψία απέναντι στους άλλους, ενώ η αγάπη οικοδομεί» Α’ Κορ. 8, 2).  Δεν είναι τελικά η γνώση που προέχει, αλλά η αγάπη που οικοδομεί.
            Μπορεί η γνώση να γίνεται πρόσκομμα στην πορεία του ανθρώπου;
        Γίνεται πρόσκομμα όταν κάνει τον άνθρωπο εγωπαθή, όταν τον οδηγεί στο να πιστεύει ότι κατέχει πάσαν την αλήθειαν και ότι οι άλλοι πρέπει να τον ακούνε, διότι αυτός είναι που ξέρει. Η γνώση όμως είναι πρώτα απ’  όλα κατάσταση του εαυτού. Ο άνθρωπος μαθαίνει, καταλαβαίνει, φωτίζεται, γιατί όχι, αλλά ό,τι γνωρίζει έχει να κάνει με την δική του πορεία. Για τον ίδιο κάτι είναι σωστό, είναι αποδεδειγμένο, είναι, γιατί όχι, ευλογημένο. Μπορεί και πολλοί να συμφωνούν μαζί του, καθώς εύκολα οι άνθρωποι ανατρέχουμε σε αυθεντίες, στις οποίες μπορούμε να στηριχθούμε. Πάντοτε όμως θα υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι δεν θα αποδέχονται την γνώση και αυτόν που τον κατέχει, είτε διότι η σκέψη τους είναι αδύναμη και δεν μπορεί να φτάσει στην δύναμη του σοφού και συνετού είτε διότι δεν θέλουν, για λόγους αντιπάθειας, εχθρότητας, φθόνου, κακού λογισμού να αποδεχτούν  αυτόν που γνωρίζει και ό,τι γνωρίζει. Εκεί ο κατά Χριστόν άνθρωπος οφείλει να σεβαστεί την ελευθερία των άλλων και την ίδια στιγμή να προσπαθήσει, με αγάπη και διάκριση, να βρει  τρόπο είτε να πείσει είτε να μην προκαλέσει την λύπη και τον σκανδαλισμό τους.
Γίνεται η γνώση ακόμη πρόσκομμα όταν μέσα στην απόφασή του για αυτόφωτη πορεία λησμονεί ότι η ζωή έχει όρια. Ότι υπάρχει θάνατος και το δίλημμα μιας άλλης γνώσης: συνεχίζουμε να υπάρχουμε ή το μνήμα μας καταπίνει; Ο πεποιθώς επί την ιδίαν γνώσιν διακατέχεται από έναν ορθολογισμό και μία επιθυμία ο ίδιος να βρει τις αποδείξεις που του χρειάζονται. Γι’  αυτό και δυσκολεύεται να ακούσει, να συζητήσει, να ενταχθεί σε κοινότητες μη ομοφρόνων του.   Όμως η μεταθανάτια πραγματικότητα δεν μπορεί να προσεγγισθεί με τον ορθολογισμό. Όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί μία μουσική ή ένας πίνακας ζωγραφικής ή ένα ποίημα ή ένα λογοτέχνημα ή μία εικόνα μας προκαλούν συγκίνηση, ενώ άλλους δεν τους αγγίζουν  και άλλοι απορρίπτουν χωρίς συζήτηση, έτσι και η πραγματικότητα του Θεού, όπως και της αιωνιότητας δεν μπορούν να μπούνε στο καλούπι του ορθολογισμού. Προϋποθέτουν ύπαρξη ανοιχτή, ύπαρξη χωρίς βεβαιότητες, αλλά με διάθεση προσμονής. Καρδιά που αναζητεί, θα βρει τον δρόμο. Και τα όριά μας είναι μία υπόμνηση ότι όλα δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε με τον νου.
Γίνεται η γνώση πρόσκομμα όταν δεν αφήνει τον άνθρωπο να ανοιχτεί, να μοιραστεί, να αισθανθεί. Όταν τον καθιστά ξερό και στυφό, όταν τον εγκλωβίζει σε έναν χαρακτήρα διανοητικό, χωρίς χαρά, χωρίς άπλωμα της καρδιάς, χωρίς έκφραση, όταν τον κλείνει στο εγώ, χωρίς κατ’  ανάγκην να περιφρονεί τους άλλους, απλώς επειδή δεν μπορεί να τους καταλάβει διότι δεν θέλει να ανοιχτεί σ’  αυτούς, αισθάνεται δύσκολα. Αυτό το βλέπουμε συχνά και σε νεώτερους και σε μεγαλύτερους. Η καρδιά που παραείναι ευαίσθητη, κάποτε φτάνοντας σε έναν εγωισμό που καθιστά τον άνθρωπο κλεισμένο στα τείχη της δικής του πόλης, με την αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τον νιώσει. Έτσι  κλείνεται στο εγώ του, με παρέα τις γνώσεις του.
Ο απόστολος Παύλος ζητά την αγάπη που οικοδομεί. Τη αγάπη που ανοίγεται. Που συγκαταβαίνει. Την αγάπη που παραιτείται από δικαιώματα, ώστε να μην φέρει σε δύσκολη θέση τον άλλον. Η ανοιχτή καρδιά και ο ανοιχτός νους τελικά από κει φαίνονται. Από τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τους άλλους. Από την τρυφερή διακριτικότητα και την ήρεμη απόπειρα πειθούς. Αν ο άλλος εμπιστευτεί το πρόσωπο, θα δει σιγά-σιγά ότι η τυπολατρία και η απολυτότητα δεν είναι η βάση της αλήθειας. Και ο διάβολος μας κάνει στο όνομα των όποιων ιδεών, στο όνομα του όποιου δίκιου, να αμφισβητούμε πρωτίστως τα πρόσωπα, ώστε να μην μπορούμε ποτέ να συνυπάρξουμε αγαπητικά.
Εν όψει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας προτρέπει να γίνουμε πιο διακριτικοί και πιο αγαπητικοί, αφήνοντας στην άκρη ακόμη και το δίκιο μας, προκειμένου να συνυπάρξουμε με ειρήνη και υπομονή με τους άλλους. Η ενότητα προηγείται!

Κέρκυρα, 23 Φεβρουαρίου 2020
Κυριακή των Απόκρεω

2/19/20

ΟΙ ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ


Η ατμόσφαιρα των γηπέδων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την ακουστική ρύπανση των βωμολοχιών. Κυρίως νέοι, αλλά και μεγαλύτεροι, αντί να απολαύσουν το όποιο θέαμα το οποίο έχουν επιλέξει να παρακολουθήσουν, έχοντας μετατραπεί σε οπαδούς της με κάθε τρόπο νίκης της αγαπημένης τους ομάδας, φροντίζουν να εκτονώνονται είτε τραγουδώντας ομαδικά συνθήματα τα οποία έχουν αισχρό περιεχόμενο εις βάρος των παικτών της αντίπαλης ομάδας, των συγγενών τους, κυρίως του γυναικείου φύλου, των διαιτητών, είτε σε ατομικό επίπεδο εκφράζοντας την χαρά, την ανακούφιση, την οργή τους, το πάθος τους για την ομάδα τους με τρόπο που δεν θυμίζει ούτε το ποιοι είναι στην καθημερινή ζωή ούτε το πώς θα ήθελαν οι άλλοι να τους θυμούνται.
                Κρυμμένοι στην ανωνυμία του πλήθους, αισθάνονται ελεύθεροι να εκφράσουν όσα το συνειδητό ή και το ασυνείδητό τους έχουν. Η βλασφημία κατά των θείων, αλλά και η σεξουαλική διάσταση των συνθημάτων κάνει τους βωμολόχους να αισθάνονται δυνατοί. Όταν μάλιστα δεν υπάρχουν οπαδοί της αντίπαλης ομάδας στο γήπεδο, η παντοδυναμία της έκφρασης δίνει ένα αίσθημα απέραντης ηδονής. Νίκη ή ήττα είναι αδιάφορο. Σημασία έχει η εκτόνωση! Σε άσχετους με την αντίπαλη ομάδα αγώνες, όπως είναι τα παιχνίδια με ξένες ομάδες, αντί τα συνθήματα να αποσκοπούν στην ενίσχυση της ψυχολογίας των παικτών που υποστηρίζουν, η μνήμη του αντιπάλου δεσπόζει.
                Είναι κοινωνικό το φαινόμενο μόνο ή έχει και πνευματικές διαστάσεις;
               Για την πίστη τίποτε δεν στερείται πνευματικού νοήματος. Φανατισμός, επικράτηση, πάθος, αχαλίνωτο στόμα αποτελούν σημάδια ενός εαυτού που δεν εμφορείται από αγάπη για το συγκεκριμένο άθλημα ή την συγκεκριμένη ομάδα, αλλά από ανάγκη για επιβεβαίωση ότι ανήκουμε στην σωστή κοινότητα, ότι το πάθος μας για την ομάδα γίνεται αφορμή συνάντησης με τους άλλους, ότι το πνεύμα της εξουσίας συνδυάζεται με την λογική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κυρίως όμως ένα αίσθημα ότι δεν τρέχει τίποτα που βρίζουμε, που εκτονωνόμαστε, που αισθανόμαστε όχλος, αλλά είναι ένα ξέχασμα της καθημερινότητας και των προβλημάτων μας, καθώς δεν έχουμε κάποτε άλλη ελπίδα προς την οποία να στραφούμε, ενώ το στόμα μας βγάζει ό,τι ρυπαρό, χωρίς να αισθανόμαστε ότι ρυπαινόμαστε.
Τα ιερά μας έχουν πάψει να είναι ιερά. Θρησκεία και οικογένεια, όπως και ο πλησίον στην διαφορετικότητά του δεν είναι αφορμή συνάντησης, σεβασμού, κάποτε και χαράς και κεφιού, αλλά υπενθύμιση ότι το παν είναι η επικράτηση του εγώ μας και ό,τι αυτό υποστηρίζει. Το «ευ αγωνίζεσθαι» και η υπεράσπισή του έχει μετατραπεί σε «με κάθε τρόπο επικρατείν», σε μία εποχή εμπορευματοποίησης των πάντων, ακόμη και των ιδεών, των συμβόλων, των κοινοτήτων στις οποίες ανήκουμε. Στην καθημερινότητά μας μία άνεση έκφρασης, ένα αίσθημα μαγκιάς και επίδειξης που γίνεται συνήθεια, μίμηση κάποιων  μεγαλυτέρων που δεν ξέρουν τι σημαίνει ποιότητα λόγου και έκφρασης, μία χύδην λαϊκότητα, η οποία μετατρέπεται σε λαϊκισμό λόγου, καθιστούν την βωμολοχία αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Το χειρότερο είναι ότι δεν τιμωρείται από την πολιτεία, ακριβώς λόγω της ανοχής όλων.
Το σταμάτημα της βωμολοχίας προϋποθέτει πρωτίστως προσωπική απόφαση. Προϋποθέτει αυτοσεβασμό και στην συνέχεια σεβασμό στο πρόσωπο του άλλου. Προϋποθέτει εγκράτεια γλώσσης, δηλαδή πνευματική ζωή. Προϋποθέτει την συνειδητή αντίσταση στην ακρόαση της αισχρολογίας. Τελικά, την χαρά ο λόγος να είναι «άλατι ηρτυμένος» για να μεταδίδει νόημα ζωής, αυτό που συνήθως απουσιάζει στους κάθε μορφής όχλους.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 19 Φεβρουαρίου 2020

2/14/20

ΟΥΚ ΕΞΟΥΣΙΑΣΘΗΣΟΜΑΙ ΥΠΟ ΤΙΝΟΣ



“Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα μοι συμφέρει. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος” (Α᾽ Κορ. 6, 12)
“Όλα μου επιτρέπονται. Σωστά. Όλα όμως δεν είναι προς το συμφέρον. Όλα μου επιτρέπονται, εγώ όμως δεν θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει”

“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Μία αποστολική φράση που σήμερα έχουμε λησμονήσει το βαθύτερο περιεχόμενό της. Την βλέπουμε στην προοπτική του Άλλου. Δεν θα αφήσω κανέναν να με κυριεύσει. Το λέει ο έφηβος στους γονείς του. Ο μαθητής στον δάσκαλο. Ο ψηφοφόρος στον πολιτικό. Ο ντόπιος στον ξένο. Ο πολίτης στους ισχυρούς της γης. Ο εργαζόμενος στον προϊστάμενο. Ο άντρας στην γυναίκα και η γυναίκα στον άντρα. Ο ανταγωνιστής σ’ αυτόν που τον ανταγωνίζεται. Ο άνθρωπος στον Θεό. Ο επιστήμονας στον χρηματοδότη. Κάθε ανθρώπινη σχέση σήμερα ξεκινά από το δίπολο εξουσία-υποταγή. Ο μέσα κόσμος μας αισθάνεται ότι δεν μπορεί να επιτρέψει η αυτοδιάθεσή του να καταπατηθεί. Να γίνει δούλος του άλλου. Ακόμη και η μικρή διακονία που προσφέρει, θέλει ανταμοιβή, θέλει αναγνώριση, ανταπόδοση, και υλική και κοινωνική. Συνήθως επικρατεί η λογική της αγγαρείας και όχι της χαράς. Μπορεί να συνεισφέρω, αλλά δεν το κανω για να με εξουσιάσει ο άλλος, είτε έχει τέτοια πρόθεση είτε όχι. Ο φόβος του εξουσιασμού βασιλεύει στις ανθρώπινες σχέσεις. Και γι’ αυτό οι άνθρωποι τείνουμε να μην θέλουμε δεσμεύσεις. Να μην θέλουμε να χτίσουμε κάτι που θα κρατήσει “για πάντα”, διότι νιώθουμε έτσι ότι θα χάσουμε άλλες ευκαιρίες στην ζωή μας για κάτι διαφορετικό, για κάτι που δικαιούμαστε.
  “Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Ο λόγος του αποστόλου Παύλου όμως δεν αναφέρεται τόσο στους ανθρώπους, για τους οποίους ο απόστολος των Εθνών βλέπει ότι μόνο στην προοπτική της αγάπης μπορεί να συνυπάρξουν, με την ανοχή, με την παραίτηση από τα δικαιώματα προκειμένου να μην σκανδαλίζεται ο άλλος, με την θυσία του θελήματος και τελικά του εαυτού. Ο αποστολικός λόγος έχει να κάνει με την εσωτερική μας υποταγή σε ένα θέλημα που γίνεται αντίθεο. Έχει να κάνει με τα πάθη μας. Τα ονοματίζει: είναι η επιβίωση διά της τροφής που γίνεται γαστριμαργία και είναι η χαρά και η ευχαρίστηση διά του σώματος που γίνεται πορνεία. Η τροφή και το σώμα θεοποιούνται. Η τροφή και το σώμα γίνονται οι εξουσιαστές της ύπαρξής μας. Και χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, μετατρεπόμαστε σε όντα που δεν βλέπουμε πιο πέρα από την ενασχόληση με το φαγητό και την απόλαυσή του, αλλά και την θήρευση της ηδονής του σώματος, καθιστώντας όποιον μπορεί να μας την προσφέρει αντικείμενο. 
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Το φαγητό είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο. Σήμερα όμως, όπως και στις κοινωνίες που είχαν χαρακτήρα ηδονιστικό, το φαγητό από στοιχείο συνάντησης των ανθρώπων και συντήρησής τους στην ζωή, έχει γίνει  αυτοσκοπός. Επενδύουμε πολύ χρόνο στο πώς θα οργανώσουμε την μαγειρική μας. Διαβάζουμε βιβλία, περιοδικά, κείμενα στο Διαδίκτυο, παρακολουθούμε εκπομπές, διαγωνισμούς μαγειρικής με συμμετοχή ακόμη και παιδιών, αναζητούμε εστιατόρια με κάτι το διαφορετικό για να ικανοποιήσουμε την γαστριμαργία μας, να αισθανθούμε την απόλαυση του φαγητού και των όσων το συνοδεύουν, ξοδεύουμε πολλά χρήματα για να αγοράσουμε προϊόντα καταναλωτικά, τα οποία δεν έχουν αξία ούτε θρεπτική ούτε κάνουν καλό στο σώμα μας. Έχουμε υποκαταστήσει την νηστεία και την ασκητικότητα στην τροφή με ιδέες κινημάτων που προέρχονται από την ανατολή, ότι δεν τρώμε κρέας και ζωικά προϊόντα, όχι γιατί κάνουμε μία μικρή ή μεγάλη άσκηση, αλλά διότι τα ζώα είναι ιερά και δεν δόθηκαν ως τροφή στον άνθρωπο, αφήνοντας να υπολανθάνει μία αντίληψη ότι είναι ανθρώπινες μετενσαρκώσεις που δεν δικαιούμαστε να τις καταναλώνουμε ως τροφή.
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Η σχέση με τον συνάνθρωπο είναι απαραίτητη για να μοιραστούμε την αγάπη. Ιδίως ο έρωτας είναι η ευλογία του Θεού που οδηγεί στην κατ’ οίκον εκκλησία, την οικογένεια, την αλληλοβοήθεια του άντρα και της γυναίκας, την συμπόρευση στην οδό της σωτηρίας, στην παρηγοριά για τις δυσκολίες της ζωής, στο απόλυτο μοίρασμα ψυχών και σωμάτων, στην ενότητα της αγάπης που περιλαμβάνει τον σύνολο άνθρωπο. Σήμερα, όμως, για μια ακόμη φορά, η κοινωνία μας έχει μετατραπεί σε ηδονιστική κοινωνία. Ο έρωτας έχει ταυτιστεί με το σώμα και όχι με την συνάντηση των ανθρώπων ως προσώπων. Ο άλλος γίνεται αντικείμενο προς ευχαρίστηση. Χωρίς δέσμευση, χωρίς διάρκεια, χωρίς ευθύνη. Κι αν δεν θέλει ή δεν μπορεί να με ευχαριστήσει, ο εικονικός πολιτισμός μας έχει βρει υποκατάσταστα την πορνογραφία ιδίως στο Διαδίκτυο, το χτίσιμο με τις εικόνες τρισδιάστατων και παραπ΄νω πραγματικοτήτων στις οποίες υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι απολαμβάνεις σωματικά μία εικόνα σώματος, ώστε να εκτονώνεσαι, χωρίς να χρειαστεί να νοιαστείς και να αγαπήσεις. Και η πορνεία έχει κυριαρχήσει ως λογισμός, ως λόγος, ως θέμα συζήτησης, ως στόχος σε μικρότερους και μεγαλύτερους, αποθεώνοντας το “θέλω να περνάω καλά”.
“Τίποτε δεν θα αφήσω να με κυριέψει”. Ο αποστολικός λόγος δείχνει ότι αφήνοντας την τροφή και το σώμα να μας κυριεύουν διά της ευχαρίστησης που μας παρέχουν, υποτασσόμενοι σε έναν πολιτισμό που βρήκε τον τρόπο να παρακάμψει την διάθεσή μας να είμαστε ελεύθεροι, μη στοχεύοντας σ’ αυτό που μπορούμε να σκεφτούμε, αλλά στις ανάγκες μας που εύκολα θολώνουν την κρίση μας, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι δεν υποτασσόμαστε σε πρόσωπα που η εξουσία τους φαίνεται άμεσα, μας παγιδεύει συνεχώς στα πάθη και δεν μας αφήνει να είμαστε ελεύθεροι. Κάποιοι θεωρούν πως αυτό πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. Να μείνει στα πάθη και “δεν πειράζει”. Όμως έχουμε πλαστεί για μιαν άλλη πορεία. Αυτή της αγάπης τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Εκεί βρίσκεται η αλήθεια και η ευτυχία. Γιατί εδώ υπάρχει το “για πάντα” και όχι μόνο το “εδώ και τώρα”. 
Η Εκκλησία μας καλεί να διαλέξουμε. Μέτρο και αγάπη ή “όλα μου επιτρέπονται”. Η ελευθερία πάντως σίγουρα δεν  βρίσκεται στο δεύτερο, το οποίο νικιέται από τον θάνατο. Και μπορεί το πρώτο να φαίνεται σταυρός, αλλά μαζί του βρίσκεται ο Χριστός. Η ελπίδα μας!

Κέρκυρα, 16 Φεβρουαρίου 2020
Κυριακή του Ασώτου υιού














2/12/20

ΠΡΟΔΟΣΙΕΣ...



                Δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος που να μην μπορεί να διηγηθεί κάποια προδοσία που έζησε στην ζωή του. Ίσως δύσκολα να υπάρχει και άνθρωπος που να μην έχει προδώσει. Δεν είναι απαραίτητο η προδοσία να έχει να κάνει με την φιλία, τον έρωτα, τους άλλους. Κάποτε είναι ένα αίσθημα εγκατάλειψης, συμβιβασμού ως προς τις ιδέες, τα όνειρα, τους στόχους. Οι περιστάσεις της ζωής και οι ανάγκες, κάποια δειλία, ένα βόλεμα, ένας πειρασμός και ο άνθρωπος βρίσκεται στη θέση της απολογίας ενώπιον του εαυτού του και όσων τον γνωρίζουν γι’  αυτό που ήταν, γι’  αυτό που ήθελε να γίνει, για τον κόσμο που ήθελε να χτίσει, για τις σχέσεις που ήθελε να κρατήσει, για όσα δεν έζησε και ίσως δεν θα ζήσει.
                Η προδοσία έχει να κάνει με την συνειδητή ή, κάποτε και, ασυνείδητη επιλογή μας να θέσουμε κάποια επιθυμία πιο πάνω από τις υποσχέσεις μας, πιο πάνω από τις σχέσεις μας, πιο πάνω από όσους μας στήριξαν ή μας ακολούθησαν. Έχει να κάνει με την δειλία μας να τηρήσουμε όσες υποσχέσεις δίνουμε στον εαυτό μας, στους άλλους, στον Θεό. Η προδοσία είναι η διαρραγή της εμπιστοσύνης σ’  αυτούς που αγαπήσαμε και ίσως αγαπούμε γι’  αυτό που ονομάζουμε συμφέρον, ευχαρίστηση, εμπειρία, αναζήτηση του καινούργιου. Η προδοσία είναι το προτελευταίο στάδιο της δειλίας να παλέψουμε για όποιον ή όποια αγαπάμε, για ό,τι κινεί την καρδιά μας, για ό,τι υποσχεθήκαμε, κάποτε χωρίς επίγνωση. Το τελευταίο είναι ο κυνισμός ή οι ενοχές.
                Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα τραγούδια για τον έρωτα κινούνται γύρω από την ματαίωση που φέρνει η προδοσία. Είναι ο καημός του «γιατί;» που ταλανίζει τον «προδομένο». Είναι η φωνή του «αν θα μπορούσε αλλιώς;» που ακούει ο «προδότης» εντός του ή και από άλλους. Είναι η δυσκολία της συγχώρεσης, η οποία βιώνεται από αμφότερους. Ο ένας πρέπει να συγχωρέσει αυτόν που τον πλήγωσε και τον εγκατέλειψε, ο άλλος τον εαυτό του. Η ανθρώπινη ψυχή σε έναν αγώνα, ο οποίος συνήθως μετατίθεται. Διότι μια τέτοια εμπειρία συνοδεύεται από θυμό, από λύπη, από προσποίηση, από απόπειρες, κάποτε σπασμωδικές, για υπέρβαση, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες.
Υπάρχει λύση;
Από τους καιρούς μας λείπει η υπευθυνότητα. Η εσωτερική πειθαρχία και απόφαση, αφού ξεδιαλύνουμε τις ιδέες, τις επιθυμίες, το τι σημαίνει έρωτας για ένα πρόσωπο, να αποφασίσουμε και να τηρήσουμε τις αποφάσεις μας. Να μην υποσχεθούμε αυτό που δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε. Να μη βλέπουμε την αλλαγή στην εγκατάλειψη του άλλου, αλλά στο να μην χρειαστεί να μπούμε σε τέτοιο πειρασμό, αν ό,τι έχουμε διαλέξει, ό,τι πιστέψαμε, όπου προσκολληθήκαμε δεν λειτουργεί στην προοπτική του εφήμερου, του «να περάσω καλά σήμερα», του να δοκιμάσω κι όπου με βγάλει. Αλλιώς ο άνθρωπος θα παραμείνει ο έφηβος που ζητά να εκπληρώσει τις επιθυμίες του, διότι πιστεύει ότι το δικαιούται, χωρίς να αισθάνεται ότι και οι άλλοι δικαιούνται να μην τραυματίζονται και εγκαταλείπονται. Στις φλέβες μας κυλά αίμα κι όχι νερό.
Να παραμείνουμε στο λάθος, στην δυστυχία, στην κάποτε παγίδα της δέσμευσης;
Ωριμάζουμε, ναι. Ξαναβλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Ας είμαστε τουλάχιστον τίμιοι. Ας μην παίζουμε με τα συναισθήματα των άλλων. Κι ας είμαστε έτοιμοι να ζητήσουμε συγχώρεση για όσα δεν αντέχουμε, χωρίς να εξαφανιζόμαστε σαν κυνηγημένοι.  Ταπείνωση...

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 12 Φεβρουαρίου 2020

2/8/20

ΠΑΛΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 47- ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ, «ΠΑΛΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ-ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ», εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ



Είναι ωραίο ένας νέος άνθρωπος να αξιοποιεί την ειδικότητά του παίρνοντας θέση για τα προβλήματα της ζωής η οποία να μην είναι politically correct, για  να μη θίξει δήθεν την αχρωματοψία των καιρών. Αυτό νιώσαμε διαβάζοντας το νέο βιβλίο του ψυχολόγου και συγγραφέα Ελευθέριου Ελευθεριάδη, γνωστού από το προφίλ e-psyxologos.gr και από τις ωραίες παρεμβάσεις του με κείμενα μικρά, ζεστά, με έντονο προσωπικό και την ίδια στιγμή διαλογικό χαρακτήρα. Το «Πάλι απ’ την αρχή-κείμενα για το καθημερινό και αιώνιο» (εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ) μας βοηθούν σαν ένα μικρό ημερολόγιο να καταγράψουμε κι εμείς σκέψεις, συναισθήματα, προβληματισμούς για την καθημερινότητά μας. Να εκφράσουμε αυτό που μας καίει ή που ντρεπόμαστε να αποκαλύψουμε.
 Γιατί ο συγγραφέας γράφει για να πάρουμε θέση. Να δούμε τον εαυτό μας. Να μην ντραπούμε. Να βάλουμε τον εαυτό μας σε μία διαδικασία αυτοκριτικής. «Για μένα μιλάει» αυτό το κείμενο, σίγουρα θα αναφωνήσουμε σε κάποιες, λίγες ή πολλές δεν έχει σημασία,  σελίδες του. Και δεν μένει εκεί ο συγγραφέας. Προτρεπτικά, με έναν κοφτό, συμπονετικό, αλλά και ειλικρινή λόγο, μας δείχνει ότι νόημα στην ζωή έχει η απόφασή μας να αλλάξουμε. Η απόφασή μας ότι ο κόσμος δεν εξαρτάται από εμάς, όμως ο δικός μας εαυτός εξαρτάται από το πώς βλέπουμε τον κόσμο και την ζωή. Και αν θέλουμε κάτι διαφορετικό στην ζωή μας, χρειάζεται να ξαναδούμε τον συχνά ψεύτικο κόσμο που έχουμε χτίσει γύρω από εμάς. Να κατανοήσουμε ότι τα πάντα ξεκινούν από την αγάπη. Να εντοπίσουμε τους φόβους μας. ΝΑ μην νικηθούμε από το αίσθημα ότι δε γίνεται τίποτα. Να εκτιμήσουμε αυτόν ή αυτήν που έχουμε δίπλα μας. Να γίνουμε διαθέσιμοι, πέρα από τα προγράμματα και τις υποχρεώσεις μας. Να ακούσουμε τον μέσα κόσμο μας που χάσαμε!
Και όλα αυτά μέσα από την σχέση με τον Θεό, τον Αιώνιο που μας οδηγεί στο αιώνιο. Δεν απαγορεύει η πίστη την σύνδεση με την ψυχολογία. Ούτε η αυθεντική ψυχολογία απορρίπτει την πίστη που βοηθά τον άνθρωπο να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Όχι μιζεριάζοντας, όχι γκρινιάζοντας για τα γονίδια, τους άλλους, τις συνθήκες, αλλά παλεύοντας!
«Τρία πράγματα δεν μπορεί να κάνει ο διάολος: να είναι ταπεινός, να συγχωρεί και να αγαπά τους άλλους... κοίτα αυτά τα τρία να καλλιεργήσεις» (σελ. 13).
«Σήμερα η μέρα είναι για σένα. Δεν το αξίζεις απλά. Το έχεις ανάγκη. Έχεις ανάγκη, σήμερα, να πάρεις τη μέρα για τον εαυτό σου» (σελ. 15)
 «Όλοι μας άνθρωποι. Όλοι αμαρτωλοί. Όλοι. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Όλοι μια απ’ τα ίδια. Γι’ αυτό, φύλαγε λόγια και άσε τους άλλους. Φύλαγε λόγια, φίλε μου. Φύλαγε λόγια και κοίτα τα δικά σου» (σελ. 25)
«Βγάλ’ το από μέσα σου,. Εξωτερίκευσε αυτό που σαν σαράκι τρώει τα σωθικά σου...Μη σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Μη σε νοιάζει τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Καθένας την καμπούρα του... Βγάλ’ το από μέσα σου... Βγάλ’ το, μπας κι ελαφρώσεις λίγο την ψυχή σου» (σελ. 32)
 «Το συναίσθημά σου να μην το εμπιστεύεσαι πολύ... Οι υπερευαίσθητοι είναι αυτοί που στη ζωή παιδεύονται περισσότερο από όλους» (σελ. 36)
«Θέλω να φανταστείς ένα χωράφι... Ξεκινάς να το καλλιεργείς. Στα πρώτα τσαπίσματα, δυσκολεύεσαι. Είναι σκληρό το χώμα. Τι κάνεις; Τα παρατάς; Όχι βέβαια. Συνεχίζεις με πιο πολύ ζήλο, με μεγαλύτερη επιμονή. Μέχρι να τα καταφέρεις. Μέχρι το χώμα του να μαλακώσει. Το ίδιο να κάνεις και στη σχέση σου. Μην τα παρατάς, λοιπόν, με την πρώτη δυσκολία» (σελ. 52)
«Αν θέλεις να προφυλαχθείς από πτώσεις, σφάλματα, αμαρτίες και λάθη, πρόσεχε καλά τις σκέψεις σου. Τις σκέψεις που επιτρέπεις να μπούνε μέσα στο μυαλό σου. Άπαξ και πιάσεις με μια σκέψη τη συζήτηση, να ξέρεις πως το έχεις χάσει το παιχνίδι» (σελ. 53)
Ο φόβος είναι η μεγαλύτερη σκλαβιά. Η χειρότερη μορφή της» (σελ. 59) «Το γεγονός ότι συγχωρείς κάποιον δεν σημαίνει πως τον δέχεσαι και πίσω. Το γεγονός ότι συγχωρείς κάποιον δεν σημαίνει πως στο ίδιο κρεβάτι μπορείς πάλι μαζί του να πλαγιάσεις. Να συγχωρείς όμως. Με όλη σου την καρδιά να συγχωρείς...» (σελ. 97)
«Ο Θεός έχει τρεις απαντήσεις στα όσα του ζητάμε. Ναι. Όχι. Περίμενε... Το περίμενε είναι αυτό που έχουμε πραγματικά ανάγκη. Το περίμενε είναι που μαλακώνει την καρδιά. Το περίμενε είναι που διαμορφώνει ήθος. Το περίμενε είναι που σε βοηθά να πετάξεις από πάνω σου τον κακό, γκρινιάρικο, μίζερο, απαίδευτο εαυτό» (σελ. 99)
 «Δεν είσαι έρμαιο των επιθυμιών σου. Και δεν σημαίνει πως ό,τι νιώθεις είναι και σωστό. Βάλ’ το καλό στον νου σου. Η ψυχή ελέγχει τα θέλω σου και όχι τα θέλω σου την ψυχή σου» (σελ. 117)
«Πρόσεχε μην ψηλώσει ο νους σου. Πρόσεχε μην πιστέψεις πως είσαι κάτι ξεχωριστό, κάτι ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους» (σελ.  130)
 «Ξέρεις ποια είναι η πιο δύσκολη ερώτηση; Το για ποιο λόγο ζεις;» (σελ. 149)  
«Σταμάτα να μου λες τις άνθρωπος είσαι. Πες μου επιτέλους τι άνθρωπος θέλεις να γίνεις» (σελ. 160)
Ωραίος λόγος, καθημερινός, γήινος, όχι θεωρητικός αλλά πρακτικός, ψυχολογικός αλλά και πνευματικός, πατερικός, μας βοηθά να εντοπίσουμε τα μικρά που μας διαφεύγουν στην καθημερινότητά μας, να ανοιχτούμε προς το αιώνιο!  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 8 Φεβρουαρίου 2020

2/7/20

ΙΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ



«Ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα οἶδας, τά δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διά πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ίησοῦ» (Τιμ. Β’, 3, 15)
«Και μη λησμονείς ότι από τη βρεφική σου ηλικία γνωρίζεις τη Γραφή που μπορεί να σε κάνει σοφό οδηγώντας σε στη σωτηρία διά της πίστεως στον Ιησού Χριστό»



            Μία από τις πιο ωραίες φράσεις που ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί για τον λόγο του Θεού είναι «τα ιερά γράμματα». Η έννοια του ιερού είναι μία έννοια ξεπερασμένη για τους καιρούς μας. Σχετίζεται με το απόλυτο, το μεταφυσικό, αυτό που έχει τον χαρακτήρα της αυθεντίας. Είναι πρόσωπο, ιδέα, αξία, τρόπος που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και χρήζει απόλυτου σεβασμού. Ιερά είναι τα πρόσωπα της θρησκείας. Ιερά είναι τα σύμβολα και οι τελετές της θρησκείας. Ιερά είναι τα πρόσωπα τα οποία θυσιάζουν την ζωή και την ύπαρξή τους για το καλό των άλλων. Ιερότητα υπάρχει στις γιορτές και τις θρησκευτικές και τις εθνικές. Στα ιερά δεν ασκούμε κριτική. Τα αποδεχόμαστε ή τα απορρίπτουμε. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε ή να προβληματιστούμε πάνω σ’ αυτά. Το να θεωρούμε όμως ότι έχουμε το δικαίωμα να τα «απο-ιεροποιήσουμε» από την ιερότητά τους είναι κάτι που μαρτυρεί πολλαπλή ασέβεια, ενώ ταυτόχρονα μας οδηγεί σε έναν θρίαμβο εγωκεντρισμού, ότι δεν μας χρειάζεται Θεός για να έχουμε νόημα ζωής, αλλά θεός είναι το «εγώ» μας.
            Προφανώς και αλλάζει το τι είναι ιερό και τι όχι στους αιώνες. Ιεροί ήταν οι ναοί των ειδώλων. Ιεροί ήταν και οι θεοί των ειδωλολατρών. Όταν επικράτησε ο χριστιανισμός, άλλαξε ο Θεός στον οποίο ο κόσμος πίστευε, εγκαταλείφθηκαν τα ιερά της προηγούμενης θρησκείας, χτίστηκαν καινούργιοι ναοί και αναγνωρίστηκαν καινούργιοι άγιοι. Όμως οι ναοί, αν και εγκαταλείφθηκαν, δεν μετετράπησαν σε χώρους ακυρωτικούς των σκοπών τους. Ας θυμηθούμε ότι ο Παρθενώνας παρέμεινε ναός, μόνο που άλλαξε ο Θεός ο οποίος λατρεύονταν. Συχνά στοιχεία των ερειπωμένων ναών των ειδώλων ενσωματώθηκαν σε νέους ναούς, χριστιανικούς αυτή τη φορά. Κανείς χριστιανός δεν θεώρησε υγιές να μετατρέψει τον ναό των ειδωλολατρών σε κατάστημα, χώρο διασκέδασης, κατοικία. Ακόμη κι αν δε θεωρούσε τους θεούς που λατρεύονταν αληθινούς, δεν έπαυσε να βλέπει με σεβασμό τον χώρο. Γι’ αυτό και διασώθηκαν τα αρχαία μνημεία σε πάμπολλες περιοχές της Ευρώπης, διότι η πίστη ανέκαθεν είχε έναν σεβασμό. Όπου μάλιστα υπήρξαν παρεκτροπές, αυτές δεν ευλογήθηκαν και δεν έγιναν αποδεκτές ως διδασκαλία και τρόπος της Εκκλησίας.
            Ο  καιρός μας σήμερα έχει αφήσει κατά μέρος τη θρησκευτική ή θεσμική ιερότητα. Στην Ευρώπη, σε συνέχεια της συμπεριφοράς των άθεων καθεστώτων του πρώην σιδηρού παραπετάσματος, τα οποία γκρέμισαν ναούς, τους μετέτρεψαν σε χώρους διασκέδασης,  σε αποθήκες και άλλα δίνοντάς τους στον λαό που δήθεν απελευθερώθηκε από την κυριαρχία «του όπιου των λαών», έχουμε σήμερα την πώληση ναών που οι χριστιανικές Εκκλησίες και ομολογίες δεν μπορούν να συντηρήσουν λόγω έλλειψης πιστών, και μετατροπή τους σε χώρους διασκέδασης, κινηματογράφους, ξενοδοχεία. Στην Ευρώπη και εσχάτως στην πατρίδα μας οι κάθε λογής αθεϊστικές κοινότητες διεκδίκησαν και διεκδικούν μία νέα ιερότητα: αυτή της «πολιτικής ορθότητας», στην οποία ο σεβασμός του δικαιώματος ελευθερίας, αυτοδιάθεσης, απιστίας του άλλου οδηγεί σε περιορισμό του δικαιώματος έκφρασης των πολλών. Επειδή κάποιοι δεν πιστεύουν, οι χριστιανοί πρέπει να περιορίσουν την δημόσια έκφραση της πίστης τους με τις γιορτές και τους στολισμούς και την λατρεία του Θεού, να διαρραγεί η σύνδεση της πίστης με την εκπαίδευση. Επειδή έρχονται ετερόθρησκοι και η κοινωνία μας έχει οδηγηθεί στην πολυπολιτισμικότητα, πρέπει να αυτολογοκριθούμε ως προς το τι θεωρείται δημόσια ιερό για να μη θιγούν. Επειδή κάποιοι συνάνθρωποί μας έχουν διαφορετικές επιλογές σε ό,τι αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ενδυμασία, τις συνήθειες, την αντίληψη για την ζωή, απαγορεύεται η κριτική διότι τους προσβάλλει και γίνεται δήθεν αφορμή ρατσισμού.
            Για την Εκκλησία όμως η έννοια του ιερού θα παραμείνει αδιαλώβητη. Ο λόγος του αποστόλου Παύλου είναι ενδεικτικός. Το ιερό  καθιστά σοφό τον άνθρωπο. Του δίνει δηλαδή την δυνατότητα να γνωρίζει το σημαντικό, δηλαδή αυτό που νοηματοδοτεί την ζωή τόσο στον παρόντα χρόνο όσο και στην αιωνιότητα. Του δίνει την δυνατότητα να έχει οδοδείκτη για τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, που περνά μέσα από την αλήθεια του Χριστού και του Ευαγγελίου, επομένως πλοηγό στην καθημερινότητα, όπως και στις κρίσεις της ζωής. Του δίνει την δυνατότητα να οργανωθεί στο συλλογικό με γνώμονα την αγάπη, να συμπεριλάβει τον άλλο όχι ως συμφέρον, αλλά ως συνοδοιπόρο, να ανεχτεί, να υπομείνει, να συνεργαστεί, να παλέψει για έναν κόσμο πιο δίκαιο και την ίδια στιγμή που δεν θα εξαντλεί το νόημά του στον μηδενισμό, αλλά θα βλέπει τα πάντα στο φως της ανάστασης και της αιωνιότητας. Αυτό συνεπάγεται τελικά την σωτηρία του ανθρώπου, δηλαδή την κατάκτηση εν Χριστώ του νοήματος που κάνει την ύπαρξη σώα, ακέραιη, πλήρη καθώς μόνο η αγάπη μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας αυθεντικά!
            Στην τυραννία της πολιτικής ορθότητας αντιτάσσουμε την ομορφιά του ιερού. Δεν προσβάλλουμε τους άλλους με το να ακολουθούμε Αυτόν που μας δίνει ταυτότητα και την Εκκλησία που μας αγιάζει και μας βοηθά να βρίσκουμε στον άλλο όχι τον εχθρό, τον ανταγωνιστή, αυτόν που θα δικαιώσει το εγώ μας, αλλά την ευκαιρία για προσφορά, για θυσία, για αγάπη. Δεν μας χρειάζεται ο νόμος της πολιτικής ορθότητας, όχι γιατί έχουμε ανάγκη να τονίζουμε μια  «ανωτερότητα» υποτιμώντας τους άλλους, αλλά διότι η ταυτότητά μας δίνεται προς διάλογο. Η διάκριση, η αγάπη, η ανοιχτότητα  καθιστούν τις διαφορές όχι αφορμή μίσους προς τον άλλο, αλλά ευκαιρία για προβληματισμό. Και η σχέση με τον Χριστό μας δίνει την ελπίδα που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του πολιτισμού.
            Καθώς ξεκινά το Τριώδιο, περίοδος στροφής στον εαυτό μας, μετανοίας και εξόδου στον άλλο και στον κόσμο ας ξαναπιάσουμε στα χέρια μας τα ιερά γράμματα. Την Αγία Γραφή. τους λόγους των Πατέρων μας. Ας ξαναζήσουμε την κοινωνία της Εκκλησίας, με την ομορφιά των συμβόλων και των εορτών, ως αφορμή στροφής στο κοινοτικό, στο αγαπητικό, στο αιώνιο! Και ας μη φοβηθούμε την μοναχικότητα της επιλογής. Η αλήθεια παρηγορεί και λυτρώνει!

Κέρκυρα, 9 Φεβρουαρίου 2020
Τελώνου και Φαρισαίου

2/5/20

ΟΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΣ



                Όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τους νέους. Τα πολιτισμικά πρότυπα τους νέους αποθεώνουν. Οι μεγαλύτεροι θα ήθελαν να συμπεριφέρονται και να ζούνε σαν νέοι. Αν κάποιοι θέλουν να είναι πιο αυστηροί έναντι των νέων, προκαλούν ξεσηκωμό. Οι νέοι δεν πρέπει να θιγούν. Έχουν δικαιολογία και άλλοθι για ό,τι σωστό δεν κάνουν. Είμαστε καλύτεροί τους οι μεγαλύτεροι; Εμείς δε φταίμε για την δική τους κατάσταση;
                Η ζωή όμως είναι για όλες τις ηλικίες. Ο πρεσβύτης, ο ηλικιωμένος, δεν είναι μόνο για τους γιατρούς ή για να βοηθά τους νεώτερους με την σύνταξή του. Ο πρεσβύτης είχε και έχει κάποια χαρακτηριστικά που χρειάζονται αγάπη και σεβασμό. Είναι η εμπειρία της ζωής. Είναι η μνήμη. Είναι τα λάθη και η μετάνοια. Είναι η διάθεση να μοιραστεί τα όσα έχει ζήσει. Είναι η ανάγκη να μην είναι μόνος. Είναι η δίψα για κοινωνία, καθώς ο χρόνος τρέχει και οι δυνάμεις λιγοστεύουν. Είναι ένα άγχος θανάτου, το οποίο συνοδεύεται από ένα βαθύ υπαρξιακό ερώτημα: άραγε πρόλαβα να κάνω όσα ήθελα, να ζήσω όσα θεωρώ ότι κάνουν την ζωή μου να αξίζει; Κι εδώ έρχεται κι ένα δεύτερο ερώτημα: σταματά η ζωή μου την στιγμή που η καρδιά μου θα πάψει να χτυπά ή υπάρχει συνέχεια; Έχω ψυχή που θα συναντήσει τον Θεό και χρειάζεται η αγάπη και η μετάνοια να την συνέχουν; Ή, επειδή κανείς δεν γύρισε από την άλλη ζωή, τουλάχιστον από όσους γνωρίζω, τα πάντα σταματούν στο μοιραίο δευτερόλεπτο;
                Η Εκκλησία, στην γιορτή της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, μας θυμίζει έναν πρεσβύτη, ο οποίος έλαβε την ευλογία να ζήσει για μία τελευταία στιγμή  που άξιζε όσο όλη του η ζωή και του άνοιξε την οδό για την επόμενη και αιώνια. Έκανε την αιωνιότητα ζωή την στιγμή που πήρε στην αγκαλιά του τον Χριστό ο γέροντας ιερέας Συμεών. Και έδειξε ότι ακόμη και ο φαινομενικά άχρηστος για την παραγωγική διαδικασία της ανθρώπινης πραγματικότητας είχε την κοινωνία με τον Θεό ως δώρο και νόημα, δώρο που απαντά στο ερώτημα της συνέχειας της ζωής.  
                Οι πρεσβύτες χρειάζονται την αγάπη μας ως απόδειξη ευγνωμοσύνης για όσα μας προσέφεραν. Ως υπόμνηση στον εαυτό μας ότι κι εμείς θα φτάσουμε στην ηλικία τους, Θεού θέλοντος, και δεν θα χαιρόμασταν την όποια απόρριψη. Οι πρεσβύτες έχουν την ευλογία, καθώς οι δυνάμεις οπισθοχωρούν, να αυξάνει η δυνατότητα για λόγο ενώπιον του Θεού διά της προσευχής και της έγνοιας για τους νεώτερους, για λιγότερες, αλλά σωστές συμβουλές, για μοίρασμα των τελευταίων υπαρχόντων που δεν είναι τόσο τα υλικά, όσο η καρδιά που αγαπά. ΟΙ πρεσβύτες είναι ένα δώρο Θεού, διότι ακόμη και στην ανημπόρια, στην ιδιοτροπία, στον φόβο για τον θάνατο μάς εξασκούν στην ταπείνωση, στην υπομονή, στην αγάπη.
                Δεν χρειάζεται το κανάκεμα στους νέους από τους μεγαλύτερους, αλλά η στήριξη που γίνεται με αλήθεια. Η συμβουλή που αποσκοπεί όχι στην υποτίμησή τους, αλλά στο να έχουν πρόταση για να σώσουν και να σωθούν. Οι πρεσβύτες καλό είναι να δίνουν την θέση τους στους νεώτερους, χωρίς όμως να αδιαφορούν. Και ο Θεός, που μας έδωσε τον χρόνο για να συνυπάρχουμε, ας φωτίζει η μία γενιά να ωφελείται από την άλλη!  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 5 φεβρουαρίου 2020

2/4/20

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 46- ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΑΤΓΟΥΝΤ, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑΣ», μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ





Η μετανεωτερική εποχή μας παρουσιάζει συχνά ως εχθρό της κοινωνίας και της προόδου τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Κατακτήσεις της νεωτερικότητας με έμφαση την δημοκρατία, την αυτοδιάθεση, τον φεμινισμό, την ανεξιθρησκία, τον ορθολογισμό φαίνεται  ότι τίθενται εν αμφιβόλω καθώς ο κόσμος μας πορεύεται σε αδιέξοδα εξαιτίας της περιβαλλοντικής κρίσης, της ανασφάλειας που η παγκοσμιοποίηση προκαλεί, της μετακίνησης των πληθυσμών, του φόβου για την ποιότητα των σχέσεών μεταξύ των ανθρώπων. Σε τέτοιες περιόδους υπάρχει ανάγκη εύρεσης στηριγμάτων, ταυτότητας, ασφάλειας. Και αυτή η ανάγκη αποτυπώνεται από ένα σύνθημα το οποίο πολλοί, ιδίως στον θρησκευτικό χώρο, αναπαράγουν χωρίς επίγνωση του τι σημαίνει: «επιστροφή με κάθε τρόπο στο χτες».
Είναι ουτοπία όμως η επιστροφή στο χτες. Ο κόσμος έχει αλλάξει και μόνο μία ολοσχερής καταστροφή των δομών του, των μηχανισμών που παράγουν πολιτισμό και ρυθμίζουν την καθημερινότητά μας, δηλαδή της τεχνολογίας, θα γεννήσει ρεαλιστικές συνθήκες επιστροφής σε ένα παρελθόν το οποίο στην πραγματικότητα κανείς δε νοσταλγεί. Δεν είναι μόνο η ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων σε διαπροσωπικό, αλλά και σε διαφυλικό επίπεδο που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον άνθρωπο του «εγώ». Οι θεσμοί και οι αξίες επέβαλαν μία υποκριτική παραμονή σε μία παράδοση, την  οποία ουδείς είχε αποτιμήσει σε αξιακό επίπεδο, αλλά μόνο σε επίπεδο συνήθειας. Ποιος μπορεί να δεχτεί τον άντρα – αφέντη, τον άντρα καταπιεστή, τον άντρα που βιαιοπραγεί; Ποιος μπορεί να δεχτεί σχέσεις στις οποίες δεν είναι η αγάπη το ζητούμενο, αλλά η κοινωνική αποδοχή στο επίπεδο του φαίνεσθαι; Ποιος μπορεί να δεχτεί την επιστροφή σε κοινωνίες στις οποίες γίνεται λόγος για αξιοκρατία, αλλά στην ουσία θριαμβεύει ο νεποτισμός, το ρουσφέτι, το «φύγε εσύ για να έρθω εγώ»; Ακόμα και σε θρησκευτικό επίπεδο ποιος μπορεί να νοσταλγήσει τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μετά τιμωρίας στους μαθητές που απουσιάζουν, την θεία κοινωνία για το καλό του χρόνου, την μόνιμη ενασχόληση με τα σεξουαλικά παραπτώματα; Αρκούσε κάποιος να είναι είτε υποκριτής είτε της «αγνότητος», για να θεωρηθεί καλός χριστιανός. Μια ματιά στο περιεχόμενο των βιβλίων του χτες είναι αρκετή, ακόμη και στην ερμηνεία της Αγίας γραφής.
Κανείς όμως δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος σήμερα με τον άνδρα που δεν αναλαμβάνει ευθύνες, που δεν έχει ταυτότητα, με τον νέο που δεν προβληματίζεται αλλά είναι εγκλωβισμένος στην εικόνα ενός κινητού ή ενός υπολογιστή, που φοβάται να ερωτευτεί και να αγαπήσει και μένει μόνο στο «σε θέλω». Γιατί να είμαστε ευχαριστημένοι με τις φεμινίστριες που θεωρούν την έκτρωση αντισύλληψη, που δεν τολμούν να πούνε στον εαυτό τους ότι το έμβρυο που έρχεται, έστω και ακούσια, είναι άνθρωπος, αλλά οχυρώνονται πίσω από ένα δικαίωμα αυτοδιάθεσης, το οποίο ορίζει ότι στον τέταρτο μήνα της κύησης το έμβρυο αναγνωρίζεται ως άνθρωπος; Πόσο ευχαριστημένοι μπορούμε να είμαστε με μία ποιότητα δημοκρατίας η οποία έχει παραδώσει την πολιτική στην οικονομία, που δεν γνωρίζει την αντίσταση στους Ισχυρούς, που δεν αποφασίζει ποιος συνδυασμός των παραδοσιακών αξιών με τις σύγχρονες προοπτικές μπορεί να λειτουργήσει ως εξισορροπητικός παράγοντας ανάμεσα στην ανάγκη για μνήμη και επομένως για α-λήθεια (μη λήθη) και στην ανάγκη για νόημα ζωής, το οποίο δεν έρχεται όταν είμαστε μόνο homo consumens, άνθρωποι που ταυτίζουμε την ευτυχία με την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας, άσχετα είναι πραγματική ή τεχνητή;
Αυτές οι σκέψεις ήρθαν στον νου μας καθώς διαβάζουμε το εξαιρετικό μυθιστόρημα της Καναδής συγγραφέως Μάργκαρετ Άτγουντ «Η ιστορία της θεραπαινίδας» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ). Γραμμένο το 1985 προφητεύει μια Αμερική φονταμενταλισμού, θρησκοληψίας, επιστροφής στην Παλαιά Διαθήκη, μια Αμερική στην οποία οι γυναίκες θα είναι αντικείμενα επίλυσης του δημογραφικού προβλήματος, προελθόντος από ένα είδος οικολογικής καταστροφής και απώλειας της γονιμότητας. Η Άτγουντ περιγράφει το μεγάλο άγχος που οι θρησκείες καλούνται να υπερβούν:  τι κάνουμε με το σώμα μας; Είναι αντικείμενο προς χρήση για αναπαραγωγή και μόνο ή είναι το όχημα διά του οποίου η ύπαρξή μας σχετίζεται, μοιράζεται, σώζεται; Τι σημαίνει «ερωτεύομαι»; Η Άτγουντ, ενώ είναι μεταμοντέρνα, στην ουσία θέτει τα αδιέξοδα της κυριαρχίας του ανθρώπινου «εγώ», στα οποία ο πειρασμός είναι ο ολοκληρωτισμός. Για το καλό της κοινωνίας θα υπάρξει μία άποψη. Και τι πιο βολικό για τις μάζες από το να είναι η θρησκεία αυτή που εκφράζει αυτή την πολιτική; Στο όνομα μιας μεταφυσικής, στο όνομα της υπέρβασης του μηδενισμού, ο προτεσταντισμός και οι παραφυάδες του, σε άμεση συνέργεια με όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και ο μονοφυσιτικός χριστιανισμός,  καταργεί τον έρωτα, καταργεί το πρόσωπο, τον ελεύθερο ακόμα και να αμαρτήσει άνθρωπο και γεννά μια τερατωδία. Στο όνομα του Θεού καταργούμε την ελευθερία, την αδελφοσύνη, την ισότητα, την αγάπη. Διαλέγουμε τους εκλεκτούς και περιθωριοποιούμε τους πολλούς.
Η βαθιά στοχαστική ματιά της Άτγουντ δείχνει ότι επικεφαλής αυτού του τραγικού νέου κόσμου είναι στην πράξη οι γυναίκες, οι σύζυγοι των κυβερνητών! Σαν την Σάρα της Παλαιάς Διαθήκης, οδηγούν τους άντρες τους να σμίξουν με τις παιδίσκες Άγαρ, με μόνη προϋπόθεση να μην τις ερωτευτούν, να μην τις φιλήσουν στο πρόσωπο, να μη δουν ουσιαστικά το πρόσωπό τους!  Αυτές που έπρεπε να διαφυλάξουν την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, τα δικαιώματα, να παλέψουν για έναν κόσμο αληθινής αγάπης, γίνονται οι φρουροί της αλλοτρίωσης! Πόσο κοντά βρίσκεται η παραφροσύνη του να επικροτείς αυτό που η φύση σου σε έχει τάξει να απεχθάνεσαι!
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα δοξάζουμε τον Θεό που μας επέτρεψε να είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί, όχι όμως της φοβικής ορθοδοξίας, αλλά της ορθοδοξίας της ελευθερίας, της αγάπης, της συγχώρεσης, του σταυρού και της ανάστασης. Εκεί βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, η ταυτότητα που χρειάζεται να ξαναβρούμε. Αυτή που δεν απορρίπτει το σώμα, αλλά το καθιστά συνοδοιπόρο της ψυχής στην αγάπη. Αυτή που μας κάνει να εκτιμούμε ό,τι ο άνθρωπος έχει ανακαλύψει, αλλά  να μην το θεοποιούμε! Αυτή που αναζητά στην σχέση με τον Χριστό και τον πλησίον, στην κοινότητα της Εκκλησίας τον σεβασμό στον κάθε άνθρωπο, ιδίως τον τραυματισμένο, αυτήν που δεν μπορεί να δεχθεί την έκτρωση ως δικαίωμα, αλλά που αγκαλιάζει την κάθε πονεμένη γυναίκα που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει τι κάνει. Αυτή που ζητά από τον Χριστό να ικανοποιήσει, να πληρώσει την δίψα για ευτυχία, την νοσταλγία του απόλυτου, που κάνει το εγώ να μοιράζεται, να προσφέρεται «όσω τις δύναται», που στο κάθε κομμάτι που φεύγει από την ύπαρξη για να δοθεί, βρίσκει την πληρότητα.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 4 Φεβρουαρίου 2020