Οι γιορτές της πίστης μας μάς δίνουν την δυνατότητα να συγκρίνουμε τον τρόπο που πολλοί από μας βλέπουμε τον Θεό. « Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη» είναι ένας λόγος που ακούμε συχνά. ένας αφηρημένος Θεός, που υπάρχει, που έχουμε λόγο να Τον επικαλούμαστε μόνο όταν Τον χρειαζόμαστε, είμαστε έτοιμοι να παραπονεθούμε ότι δεν μας ακούει επειδή...δεν μας υπακούει κα, βέβαια, όταν υπάρχει ένας σταυρός, μια δοκιμασία, σπεύδουμε να αναρωτηθούμε αν άραγε υπάρχει και πώς, αφού θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι αγάπη, μας αφήνει να υποφέρουμε.
«Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη...». Ο λόγος αυτός είναι ένα δείγμα άγνοιας για το πρόσωπο του Χριστού, απουσίας σχέσης μαζί Του, αδυναμίας αποδοχής και κατανόησης ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Είναι Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Φανερώνεται στην μεγάλη εορτή των Θεοφανίων, την ώρα της βάπτισης του Υιού, με την φωνή του Πατρός και με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος ωσεί περιστεράς. Φανερώνεται στην Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Ακούμε τον Χριστό να λέει ότι όποιος γνωρίζει τον ίδιο, γνωρίζει και τον Πατέρα. Νιώθουμε ότι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού ως προς την ευλογία να αγαπάμε και να είμαστε ελεύθεροι και ταυτόχρονα να σχετιζόμαστε ως ξεχωριστές προσωπικότητες. Και στο πρόσωπο του Χριστού καλούμαστε να ξαναγνωρίσουμε τις δυνατότητες της φύσης μας που είναι να κοινωνήσει τον Θεό κατά χάριν, ως δωρεά, ως ευλογία, ως δρόμο και τρόπο αιωνιότητας.
Μας λείπει ο Χριστός της Εκκλησίας. Δεν Τον αναζητούμε στο Ευαγγέλιο, καθότι δεν είναι ο οδοδείκτης της ζωής μας. Πολλοί γνωρίζουν για τον Χριστό μόνο ό,τι θυμούνται από τα μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο ή από σειρές και ταινίες. Δεν είναι ο Χριστός παρών στην ζωή μας, γι’ αυτό και αποπροσωποποιούμε τον Θεό και τον καθιστούμε μία ανώτερη δύναμη. Δεν επικαλούμαστε τον Χριστό στην προσευχή μας με το όνομά Του, που είναι «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Δεν έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε χωρισμένοι από Αυτόν, κάτι που σηματοδοτεί την αμαρτία μας. Την ορίζουμε μόνο ως παραβίαση ηθικών κανόνων. Είναι και αυτό, αλλά ο Χριστός δεν ήρθε για να εγκαταστήσει ένα καινούργιο σύστημα ηθικής, διότι τότε η πίστη θα ήταν ένας οδηγός συμπεριφοράς ή μία συμφωνία «δούναι και λαβείν».
Ο Χριστός της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος που αγαπά. Που αλλάζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε όχι γιατί τον αλλοιώνει ως προς τα χαρακτηριστικά του, αλλά διότι αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε καθετί. Εισέρχεται στον ποταμό Ιορδάνη για να αγιάσει τα ύδατα, να ευλογήσει κάθε τι το υλικό ως χρήσιμο για την ζωή μας, αλλά και να του δώσει την δυνατότητα να λειτουργήσει ως μέσο κάθαρσης και λουτρό ανακαίνισης που θα μας φέρει στον τρόπο της Βασιλείας Του: στην επίγνωση ότι δεν είμαστε αυτόφωτοι, αλλά χρειαζόμαστε Εκείνον για να πορευθούμε, ώστε να μην εξοκείλουμε από το νόημα της ζωής. Η αγάπη θέλει πρόσωπα και αγκαλιάζει τα πάντα. Η αγάπη πηγάζει από τον Χριστό και απλώνεται παντού. Χωρίς τον Χριστό όλα είναι αφηρημένα. Και τα απρόσωπα δεν σώζουν, διότι δεν ακούνε.
Ας μάθουμε στα παιδιά μας ότι δεν πιστεύουμε σε μία ανώτερη δύναμη, αλλά στον Τριαδικό Θεό, τον Οποίο γνωρίζουμε και ζούμε διά του Χριστού στην Εκκλησία!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 8 Ιανουαρίου 2019