ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 28 - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΠΑΣ, «Ο ΑΧΜΑΚΗΣ», εκδ. ΕΝ ΠΛΩ
Το ερώτημα της παράδοσης απασχολεί σήμερα ολοένα και λιγότερους συν-Έλληνες. Έχοντας συμβιβαστεί με την ταύτιση της παράδοσης με το φολκλόρ και τις γιορτές, όταν συζητούμε για την ιδιοπροσωπία μας την περιορίζουμε κυρίως στην εκκλησιαστική μας ταυτότητα. Κι αυτή όμως δεν την βλέπουμε στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινοτικής ενοριακής ζωής, στην οποία τα μέλη της χαίρονται που είναι Ορθόδοξοι και Έλληνες, που δεν μένουν στο θεωρητικώς «παν» της θείας ευχαριστίας (και λέμε θεωρητικώς, διότι η εκκοσμίκευση μας έχει καταβροχθίσει, όσο κι αν «αντιστεκόμαστε», με Ίντερνετ, αυτοκίνητα, κινητά, νηστίσιμα τυριά και γάλα αμυγδάλου), αλλά συνεχίζουν την αναζήτηση και βίωση της αλήθειας στην «λειτουργία μετά την λειτουργία», στην διοργάνωση συζητήσεων, εκδηλώσεων, προβληματισμών, μαθημάτων, φιλανθρωπικών κινήσεων, όπως και ανακούφισης των πληγών της ύπαρξης στην συνάντηση των προσώπων, στον ιερέα-πνευματικό, στην προσμονή της Κυριακής ως αφετηρίας ζωής! Η παράδοση εξαντλείται στο να μάθουμε να τραγουδάμε και να χορεύουμε παραδοσιακά τραγούδια, όχι όμως και το ήθος που τα γέννησε, στο να κρατήσουμε την βυζαντινή μουσική, όπως επίσης και τα παραδοσιακά μουσικά όργανα στην ζωή μας, όχι όμως να τα εγχρονίσουμε στις αναζητήσεις των καιρών και των ανθρώπων.
Το δυσκολότερο είναι να κατανοήσουμε ότι η παράδοση χρειάζεται αφιέρωση, αφοβία, φωνή καρδιάς. Αυτός που αγαπά την παράδοση δεν υποκύπτει στο δίπολο «προοδευτικός- συντηρητικός», αλλά προτιμά να γίνει «αχμάκης», απορριπτέος από τους πολλούς και «έξυπνους», για να ακούσει την φωνή της καρδιάς του και να δημιουργήσει αυτό που ζει: την Αλήθεια! «Ο αχμάκης» δεν μιμείται την προοδευμένη ανθρωπότητα, όχι γιατί δεν εκτιμά την πρόοδό της ή τα ρεύματά της, αλλά γιατί χαίρεται αυτό που είναι ο ίδιος: ένας αναζητητής της αλήθειας. Αυτός που διαλέγεται με τις μορφές του χτες, όχι για να τις αντιγράψει, αλλά για να σπουδάσει το ήθος τους. Τι είναι αυτό που τους έκανε να σταθούν στα πόδια τους, να τα βάλουν «τρελοί σαν κι ελόγου του με το σουλτανάτο» (σελ. 684) που κυβερνά ιδεολογικά και κάποτε και πολιτικά και κοινωνικά την ζωή, να ζητιανεύουν ένα κομμάτι ψωμί για την επιβίωση, αλλά να μην πουλούν την αλήθεια τους για τον επιούσιο άρτο, όσο κι αν αυτός ο πειρασμός μοιάζει πανίσχυρος.
«Ο αχμάκης» είναι λεβέντης και «η λεβεντιά δεν βαστιέται, ελόγου της, από σύνορα!» (σελ. 395). Γι’ αυτό και «ο αχμάκης», ενώ είναι βαθιά ριζωμένος στην παράδοση του τόπου του, είναι την ίδια στιγμή «οικουμενικός άνθρωπος», καθώς η αλήθεια του είναι φως και το φως απευθύνεται σε όλον τον κόσμο, ακόμη κι αν εκείνος έχει τα μάτια κλειστά. «Δεν γεννηθήκαμε για να λυτρώσουμε τον κόσμο, αλλά ο κόσμος καμώθηκε για να σωθεί κάποια μέρα από μας» (σελ. 557). Γι’ αυτό και χρειάζονται οι μνήμες. «Αν έστω κι ένας ακόμα κρατεί τις θύμησες, τίποτα δεν αποθαίνει» (σελ. 441).
«Ο αχμάκης» δεν έχει τον νου του στον Όλυμπο, αλλά στον «Γολγοθά» (σελ. 600). Γι’ αυτό και η αληθινή τέχνη «δεν θαμπώνει, δεν ιστορεί, μονάχ’ αλήθειες λέει» (σελ. 518), ενώ ο ήρωας πασχίζει να νικήσει «τον μεγαλύτερο εχθρό του που είναι τ’ άκρατο, τ’ άσκεφτο εγώ του, το θέλημα» (σελ. 266). Αυτό το θέλημα κρατά τον ήρωα εγκλωβισμένο στο εγώ του, στην δική του δόξα και δε τον αφήνει να ακούσει την καρδιά του. Υποτάσσει τα πάντα στην λογική του, είτε αυτή είναι ορθολογισμός είτε είναι η προσωπική θέα του κόσμου με κέντρο το «εγώ». Όμως ενώ «τη λογική την κάναμε χρήσιμη για την δύσκαμπτη οδοιπορία της ζωής μας...μες στο χωραφάκι της καρδιάς τα πράματα είναι αλλιώς. Τα όρια τριγύρω σου συνήθως χάνουνται, τα σύνορα αργοσβήνουν απ’ τ’ άκτιστο φως της αλήθειας, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ακραίο, τίποτα υπερβολικό. Οτιδήποτε κι αν φωτίζει τούτο το φως, μεταβάλλεται ευτύς σε μαρτυρία της αλήθειας» (σελ. 86). Γι’ αυτό και «ο αχμάκης» τελικά γίνεται ο ίδιος ήρωας. «Πάντοτες ο κόσμος αναζητάει ένα αληθινό παλληκάρι να βάλει πλάτη για να σωθεί η οικουμένη...ήρωα αναζητάει ο κόσμος» (σελ. 62).
Τότε η παράδοση γίνεται «η ησυχία της καρδιάς, η πύλη της Παράδεισος» (σελ. 150), η φτιαγμένη μόνο για εκείνον που αποφασίζει να πάει σε δρόμους που κανείς άλλος δεν μπορεί να πάει, γιατί η αλήθεια είναι τελικά προσωπική εμπειρία και κατάκτηση. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει για τους πολλούς. Είναι ότι αν δεν την βρεις προσωπικά, δεν έχει καμία σημασία μία γενική γνώση της, αν δεν μιλά στην δική σου καρδιά, αν δεν γίνει η δική σου καρδιά. «Ο αχμάκης δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ την ενσάρκωση της ίδιας του της τέχνης, που δεν είναι για τον ίδιον υπόθεση ματιού, αλλά υπόθεση ψυχής. Δεν υπαινίσσεται με την τέχνη του, αλλά σε μαθαίνει να κοιτάς τον κόσμο απευθείας στον πυρήνα του» (σελ. 593).
«Ο αχμάκης» δεν είναι άλλος από τον σπουδαίο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, αυτόν που φανέρωσε στον κόσμο της Δύσης ο συντοπίτης του Στρατής Ελευθεριάδης Τεριάντ και στον δικό μας κόσμο ο άλλος συντοπίτης του (αν και γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης) Οδυσσέας Ελύτης. «Ο αχμάκης» είναι ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Βαγγέλη Παππά, εικαστικού καλλιτέχνη και συγγραφέα, από τις εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ. Ο συγγραφέας έδωσε ένα καταπληκτικό έργο, κατά τη γνώμη μας. Η γραφή του θυμίζει το κλασικό ελληνικό μυθιστόρημα, με γλώσσα επηρεασμένη από την γραφή του Καζαντζάκη. Όμως τα θέματα που θίγει, η αφηγηματική και μυθοπλαστική του ικανότητα, η προσωπογραφία, η ικανότητα θέασης της ψυχής των ηρώων, η πανέμορφη εισαγωγή με τον δυτικοθρεμμένο θεολόγο, ο οποίος κάνει κήρυγμα το βράδυ της ανάστασης εναντίον της πίστης που την θεωρεί ξεπερασμένη αντίληψη, κι ενώ ακόμη και ο ιερέας κλονίζεται, ο κόσμος ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη» δείχνει ότι δεν ξεριζώνεται η πίστη και η παράδοση από την καρδιά του Έλληνα, κάνουν το μυθιστόρημα μία σπουδή στην παράδοση. Ταυτόχρονα «Ο αχμάκης» είναι μία υπόμνηση ότι μόνο αν διαλεχθούμε με τον κόσμο και τον πολιτισμό όχι ως ζητιάνοι ή ως αντιγραφείς, αλλά ως δυναμικοί αναζητητές της αλήθειας με βάση τα όπλα που μας κληροδοτήθηκαν, την πίστη, την αγάπη, την φρεσκάδα, το ασυμβίβαστο, αλλά και την επιμονή στην προσωπική ευθύνη, καθώς και την αλήθεια η οποία δεν υποκύπτει στον θάνατο και τον συμβιβασμό, ανεξαρτήτως τιμήματος, υπάρχει ελπίδα. Άλλωστε «η καρδιά της Ρωμιοσύνης είναι χιλιάδων ετών, έμπειρη, σοφή, μεγαλόπρεπη, μυριοστολισμένη, αγία. Αλλά σαν κράτος, είναι μικρούλα ακόμα. Τι είν’ άραγε τα εκατό χρονάκια μπροστά στην αιωνιότητα της ελληνικής ψυχής; Οι ξένοι το τακτοποίησαν κι αυτό για μας, κάμνωντάς το να μοιάζει στην δικιά τους ψυχή τούτο το κράτος, παρά στη δική μας. Τούτο το τσαρδί δεν είναι καμωμένο στα μέτρα του Ρωμιού. Ποτές δεν θα γίνει καθάριο ελληνικό!» (σελ. 642).
«Αχμάκης» σημαίνει «ο βραδύνους», «ο ανόητος». «Αχμάκης» όμως σημαίνει και ο «σαλός», και μάλιστα ο διά Χριστόν. Αυτός ο οποίος ζει την αλήθεια και την κοινοποιεί με έναν τρόπο μοναδικό: την ίδια του την ζωή!
Το συστήνουμε ανεπιφύλακτα!!!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός