Η
διαφορετικότητα γεννά εχθρότητα. Γεννά μίσος και κακία, από φθόνο ή από διάθεση
επιβολής στους άλλους. Η διαφορετικότητα μας κάνει να είμαστε έτοιμοι να
πολεμήσουμε. Δεν μας ελευθερώνει, δεν μας κάνει χαρούμενους, να θέλουμε να την
κρατήσουμε ως ειδοποιό χαρακτηριστικό του πού ανήκουμε, αλλά μας κάνει να
θέλουμε να την επιβάλουμε ως θέσφατο στους άλλους. Και την ίδια στιγμή κάνει κι εκείνους να λειτουργούν έτσι.
Φτάνουμε στις συγκρούσεις, φτάνουμε στην εχθρότητα, στο μίσος, στον πόλεμο και
στον θάνατο. Κι αυτό διότι όταν η διαφορετικότητα δεν στηρίζεται στην ελευθερία
και την αγάπη, όταν ζητά να επιβληθεί με κάθε τρόπο, ακόμη και με την βία, θα
φέρει αντίδραση. Πλαστήκαμε ελεύθεροι και δεν μπορούμε να παραιτηθούμε της ελευθερίας
για χάρη κανενός, πόσο μάλλον όταν εκείνος δεν μπορεί να συνυπάρξει επί ίσοις
όροις μαζί μας.
Ο
απόστολος Παύλος επισημαίνει ένα εξαιρετικό λόγο φια τον οποίο η
διαφορετικότητά μας δεν πρέπει να μας χωρίζει, αλλά να μας ενώνει: «ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες»
(Εβρ. 2, 11). «Όλοι έχουν τον ίδιο
Πατέρα και αυτός που εξαγνίζει και αυτοί που εξαγνίζονται». Τόσο ο Χριστός όσο
και εμείς οι άνθρωποι έχουμε Πατέρα τον Θεό. Αυτό μας δείχνει τόσο οι διαφορές
μεταξύ μας είναι για τον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά και ότι γεννηθήκαμε,
υπάρχουμε για να αναζητούμε τον Χριστό στην ζωή μας και να αποτελούμε μαζί του
την οικογένεια του Θεού. Όπως στους συγγενικούς δεσμούς τα αδέρφια λειτουργούν
μαζί, υπάρχουν μαζί, μεγαλώνουν μαζί, είναι συνδεδεμένα με δεσμούς αίματος οι
οποίοι ποτέ δεν καταλύονται, έτσι και στην εκκλησιαστική ζωή, για όποιον θέλει
να ενταχθεί σ’ αυτήν, υπάρχει ένας κοινός δεσμός: αυτός της πίστης στον Θεό,
αλλά και την ίδια στιγμή ο δεσμός της συγγένειας, καθώς έχουμε κοινόν Πατέρα.
Ο
Χριστός ενανθρωπίζει, για να μας υποδείξει αυτόν τον δεσμό, αυτήν την μεγάλη
αλήθεια. Ότι εφόσον πιστεύουμε στον Θεό ως τον χορηγό της ζωής μας, τότε, χωρίς
να παραθεωρούμε τις διαφορές μας, προχωρούμε στην οδό της ενότητας και της αγάπης.
Δεν χωριζόμαστε σε ανώτερους και κατώτερους, σε φίλους και εχθρούς, σε ισχυρούς
και αδύναμους, αλλά προχωρούμε μαζί για να επιστρέψουμε σ’ Αυτόν που μας
δημιούργησε ως παιδιά του στην Βασιλεία των ουρανών. Μετέχουμε στη κοινή πίστη,
στο κοινό βάπτισμα, στο κοινό ποτήριο, στην κοινή οδό της αγάπης και
ελευθερωνόμαστε από την καταδυνάστευση των διαφορών. Αν όμως απουσιάζει αυτή η
κοινή μετοχή, τότε οι διαφορές μας γίνονται το βάσανό μας, η αφορμή για διαμάχη
και τότε πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας.
Η
Εκκλησία έχει επίγνωση ότι ο κόσμος μας δεν βλέπει αυτήν την κοινή καταγωγή.
Μετρά τα πάντα με βάση την διαφορετικότητα, την οποία δεν θεωρεί ευλογία, αλλά
αφορμή επιβολής. Πρυτανεύουν το συμφέρον και η εξουσία και η συνύπαρξη της
αγάπης και της ενότητας δεν έρχεται. Οπότε αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές,
χρειάζεται να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε δυσκολία. Από την άλλη, η
Εκκλησία δεν θα πάψει να εργάζεται τόσο στο εσωτερικό μίας κοινωνίας, όσο και
στις διακρατικές σχέσεις, να αγωνίζεται ώστε να καταδειχθεί αυτή η κοινή
καταγωγή μας από τον Θεό και η ανάγκη για ενότητα με σεβασμό στην
διαφορετικότητα, όχι όμως χωρίς την ταυτότητα της πίστης, του βαπτίσματος, του
ποτηρίου, της αγάπης, δηλαδή της μετοχής στην ζωή της.
Η
γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου συνεπάγεται την αφετηρία επιστροφής της
ανθρωπότητας σε έναν κόσμο στον οποίο η διαφορετικότητα θα περιορίζεται στους
χαρακτήρες και δεν θα γίνεται αφορμή για να χτιστούν κόσμοι με διαφορετικά
συμφέροντα ή με υπερτονισμό των αντιλήψεων, τω νοοτροπιών, των διχασμών. Η
παρουσία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας θα μας κάνει να ξέρουμε σε τι
διαφέρουμε από τους άλλους, αλλά και πού θα συναντηθούμε. Η Παναγία δεν είπε το
ΝΑΙ στο θέλημα του Θεού μονάχα για τον εαυτό της ή για τον λαό της, αλλά για
όλη την ανθρωπότητα. Δεν κατήργησε το
πρόσωπό της, την προσωπικότητά της ο Ευαγγελισμός. Το ενέταξε όμως στην κοινωνία
της αγάπης προς τον Θεό, στην συναίσθηση της καταγωγής τόσο της ίδιας, όσο και
του καθενός ανθρώπου από τον Δημιουργό και, επομένως, σε μία αδελφοσύνη που
λυτρώνει.
Ως
χριστιανοί που γνωρίζουμε και ζούμε την πίστη μας σεβόμαστε τον διαφορετικό,
ακόμη κι αν η κατάστασή του είναι οφθαλμοφανώς εν αμαρτίαις. Δεν θέλουμε να
βλέπουμε εχθρούς. Γνωρίζουμε όμως ότι ζούμε σε έναν κόσμο πτώσης και
απομάκρυνσης από τον Θεό. Γι’ αυτό και σεβόμαστε τα όρια της κοινότητας στην
οποία ιστορικά ανήκουμε και, αν χρειαστεί, παλεύουμε για τη ελευθερία. Όμως δεν
παύουμε να νοσταλγούμε το ήθος της θείας λειτουργίας, το ήθος της πίστης, το
ήθος της αγάπης και θα θέλαμε να μπορούμε να το αφήνουμε να αλλάζει τις ζωές και τις καρδιές μας. Ξέρουμε
ότι αυτή είναι η κατάσταση στην οποία κληθήκαμε και λυπόμαστε όταν νιώθουμε ότι
δεν μπορούμε την πετύχουμε. Σεβόμαστε όμως και την πρόνοια του Θεού που
επιτρέπει να ζούμε στην κοιλάδα του κλαυθμώνος. Η Εκκλησία μάς δίνει την
ταυτότητα του ανοιχτού σε όλους ανθρώπου. Μας κάνει όμως και ρεαλιστές. Γνώστες
της αλήθειας ότι αν δεν συμμετέχουμε στην ζωή της, τότε μας περιμένει η
διαφορετικότητα ως συστατικό στοιχείο της ζωής μας. Κι εκεί όμως θα πορευτούμε
όσο το δυνατόν με γνώμονα την ελευθερία και την ιερότητα της ζωής, τόσο της
δικής μας όσο και των άλλων.
Ας
είναι το μήνυμα της χαράς να μπορούμε να υπερβούμε κάθε
διαφορετικότητα, το μήνυμα δηλαδή που γιορτάζουμε συν τοις άλλοις ενθυμούμενοι
τον Ευαγγελισμό, αυτό που θα εγκατασταθεί στις καρδιές όλων μας!
Κέρκυρα, 25
Μαρτίου 2018