5/31/11

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ & ΜΑΡΤΥΡΑΣ


«Μπορείτε να μας σκοτώσετε, όχι όμως και να μας βλάψετε! Δεν έχουμε τις ελπίδες μας στον κόσμο τούτο και έτσι δεν φοβόμαστε τους δημίους σας! Δεν μισούμε όσους μας καταγγέλλουν, αλλά τούς σπλαχνιζόμαστε και το μόνο που ζητούμε είναι η μεταστροφή τους»!
Αυτά γράφει ο Άγιος μάρτυς Ιουστίνος ο φιλόσοφος, ο οποίος εορτάζει την 1η Ιουνίου, στην Α’ Απολογία του το 155 μ. Χ. προς τον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευλαβή, δείχνοντας τι σημαίνει να είναι κανείς χριστιανός σ’ έναν κόσμο που λειτουργεί εχθρικά προς το Χριστό και την πίστη. Σ’ έναν κόσμο που είναι παραδομένος στα είδωλά του. Και είδωλα δεν είναι μόνο η λατρεία των προσώπων ή των ιδεών. Ειδωλολατρία υπάρχει όταν ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο προς τον εαυτό του καθιστώντας τον το αυτο- είδωλο. Ειδωλολατρία υπάρχει όταν ο άνθρωπος έχει καταστήσει την επιβίωσή του ως το νόημα της ζωής του. Όταν η επιδίωξη της αυτάρκειας είναι η αρχή και το τέλος της ζωής του. Όταν έχει μεταβληθεί σε «σάρκα», παραδομένος στις ηδονές και τις επιθυμίες του. Όταν δεν αναζητά την αλήθεια, αλλά είναι ικανοποιημένος με το ψέμα. Όταν προσανατολίζεται μόνο στην λύση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων και δεν βλέπει τα πνευματικά.
Ας συγκρίνουμε την εποχή που έζησαν οι μάρτυρες με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτοκράτορες που είχαν θεοποιήσει τους εαυτούς τους και που νομίζουν ότι όλος ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από αυτούς. Η δύναμη των όπλων να επιβάλλει μια παγκοσμιοποίηση όχι αγάπης, αρετής, δικαιοσύνης, αλλά εξουσίας. Το εμπόριο, η οικονομία, τα αγαθά, το «άρτος και θεάματα» να κυριαρχούν στις αντιλήψεις των πολλών. Και, παράλληλα, μια κοινωνία ανισοτήτων, δουλείας, περιφρόνησης προς το ανθρώπινο πρόσωπο. Μια κοινωνία μίσους προς ό,τι διαφορετικό. Που δεν ανεχόταν την αμφισβήτηση και την κριτική των ψεμάτων στα οποία ήταν βουτηγμένη.
Και μία πίστη να αναδύεται, με φρεσκάδα και δυναμισμό, να τολμά να έρχεται σε ρήξη με όλες τις φαινομενικά πανίσχυρες αντιλήψεις και νοοτροπίες, όχι με τα όπλα, αλλά με την ζωή των ανθρώπων που την ακολουθούσαν. Να στηρίζεται στην Ανάσταση του Χριστού, στην αγάπη για τον άνθρωπο, στον αγώνα για αρετή και πνευματικό αναπροσανατολισμό, να επιμένει μέσα στο αίμα των μελών της να μην υποχωρεί. Και να χαμογελά με αγάπη μέσα στον πόνο, δείχνοντας ότι αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, πρωτίστως πρέπει να αλλάξεις τον εαυτό σου, να έχεις μέσα σου δύναμη και φως, αλλά και αγάπη και τότε έρχεται η νίκη, η νικήσασα τον κόσμον.
Στο φόβο που προκαλούσε η εποχή και η εξουσία, μάρτυρες όπως ο Ιουστίνος αντιτάσσουν την αληθινή σοφία της πίστης. Την αληθινή σοφία του να έχεις την ελπίδα σου στον ουρανό. Την αληθινή σοφία να αγαπάς και να μη μισείς, ακόμη κι εκείνους που σου κάνουν κακό, σε οδηγούν στο θάνατο, αλλά να ζητάς την μεταστροφή τους στον αληθινό Θεό, το να πιστέψουν στο Χριστό. Και σ’ όλη αυτή την πορεία τα όπλα που αντιτάσσουν στο φόβο της ειδωλολατρίας και της εξουσίας είναι κάθε γνώση που οδηγεί στο Θεό, κάθε άσκηση και πνευματικός αγώνας, πρωτίστως η αληθινή αγάπη την οποία καλλιεργούν μέσα από την αρετή, από τη σχέση με το Χριστό που είναι η Ζωή που δίνει ζωή, η Σοφία που δίνει σοφία. Και αντιτάσσουν στον ορθολογισμό της εξουσίας και στον ιδεαλισμό της φιλοσοφίας που θέλει την ψυχή να είναι η ζωή, αντιτάσσουν την ψυχή που μετέχει στη σχέση με το Θεό και έτσι παίρνει ζωή.
Μάρτυρες όπως ο Ιουστίνος μας δείχνουν τι σημαίνει διαχρονικά να έχεις επιλέξει την πίστη ως την απάντηση. Τη ζωή της Εκκλησίας, την ευχαριστία, την άσκηση, την αγάπη ως τον δρόμο που σου δίδει νόημα. Με θάρρος να απευθύνεσαι στου ισχυρούς και όχι με μια ψεύτικη διπλωματία της σιωπής για να μην τους δυσαρεστήσεις, αλλά και με την ίδια τη ζωή σου να μαρτυρεί για την θέρμη της αγάπης σου προς το Θεό και τον συνάνθρωπο. Τέτοια παραδείγματα έχουμε ανάγκη σήμερα. Τέτοια παραδείγματα έχουμε ανάγκη να γίνουμε εμείς οι ίδιοι. Ακολουθώντας την Ανάσταση, την Αγάπη, την όντως Σοφία που είναι ο Χριστός.
Και να αναφωνήσουμε τόσο στον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου, όσο και στον πολιτισμό, την εξουσία των ισχυρών, των κάθε λογής υλικών και πνευματικών τυράννων:
Μπορείτε να μας σκοτώσετε περιθωριοποιώντας μας, θεωρώντας ότι είμαστε εκτός της εποχής επειδή πιστεύουμε. Δεν μπορείτε όμως να μας βλάψετε, γιατί εμείς ζούμε την χαρά της σχέσης με το Χριστό που μας κάνει να παλεύουμε για νόημα σ’ αυτόν τον κόσμο που θα μας οδηγήσει και στην αιωνιότητα. Εσείς ελπίζετε στα αγαθά, στα προνόμια, στα δικαιώματα, στον εαυτό σας, στην επιστήμη, στα χρήματα, στις απολαύσεις γιατί για σας δεν υπάρχει Ανάσταση! Εμείς όμως δεν φοβόμαστε τίποτε από αυτά με τα οποία μας απειλείτε γιατί η πίστη μας κάνει να βλέπουμε τα ουσιώδη, το «ενός δε έστι χρεία» και μόνο την απουσία Του να θεωρούμε αληθινή στέρηση. Δεν υπάρχει όμως χάσμα μίσους μεταξύ μας, γιατί μπορεί εσείς να μας μισείτε γιατί με την αγάπη και την πίστη σας δείχνουμε την ματαιότητα των επιλογών σας, εμείς όμως σας αγαπούμε, προσευχόμαστε, προσφέρουμε και περιμένουμε και την δική σας μεταστροφή. Για να σας υποδεχτούμε στην Εκκλησία των αγίων, που δεν μένει στα λόγια, αλλά καλεί τον καθέναν να μετάσχει στη ζωή με το Χριστό και να συναντήσει την αληθινή Σοφία.
Μπορούμε να γίνουμε τέτοιοι χριστιανοί;
Κέρκυρα, 1 Ιουνίου 2011

5/28/11

ΣΥ ΔΙΔΑΣΚΕΙΣ ΗΜΑΣ;


«Γεννήθηκες βουτηγμένος στην αμαρτία και θέλεις να μας κάνεις το δάσκαλο;» (Ιωάν. 9,34). Μ’ αυτή τη φράση ολοκληρώνουν τον διάλογο τον οποίο είχαν οι Φαρισαίοι με τον εκ γενετής τυφλό, τον οποίο θεράπευσα ο Χριστός αναδημιουργώντας τον και δίδοντας του την ζωή ποιώντας πηλό, όπως ο Τριαδικός Θεό στην Εδέμ για να δημιουργήσει τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ. Και ο αναδημιουργημένος άνθρωπος, ο πρώην τυφλός, ο πρώην ταπεινός επαίτης, που όλοι τον γνώριζαν ως σιωπηλό και δυστυχή, λαμβάνει τέτοια δύναμη μέσα του, ώστε μπορεί πλέον να διδάσκει εκείνους που θεωρούσαν και είχαν στη ζωή το μονοπώλιο της θρησκευτικής και πνευματικής γνώσης, με τέτοιο τρόπο ώστε να τους αποστομώνει και να τους αναγκάζει να τον απομακρύνουν από την συναγωγή, γιατί δεν άντεχαν την παρρησία και την δύναμη των λόγων του.
Ο πρώην τυφλός γίνεται διδάσκαλος. Μόνο που δεν αποσκοπεί στο να διδάξει στους Φαρισαίους γνώσεις, θεολογικές ερμηνείες σε χωρία ή να κάνει κήρυγμα για το τι θέλει ο Θεός στον κόσμο ή πώς μπορεί να τηρηθεί αληθινά ο μωσαϊκός νόμος. Δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει τους Φαρισαίους και τον κόσμο για τη ζωή τους. Δεν είναι ο μορφωμένος που αισθάνεται την ανάγκη να βιοπορισθεί τις γνώσεις του ή να τις προσφέρει στους άλλους. Δεν είναι ο νους που κατευθύνει την στάση διδαχής του πρώην τυφλού, αλλά η καρδιά. Είναι ο φωτισμός της ύπαρξης τον οποίο γεύτηκε με την αναδημιουργία του από το Χριστό. Δεν άνοιξαν μόνο τα μάτια του σώματος, αλλά και τα μάτια της ύπαρξης. Ως πρόσωπο πλέον ο πρώην τυφλός νιώθει ότι δεν μπορεί να κλείσει το στόμα του. Δεν μπορεί να μην μιλήσει και , στην ουσία, να διδάξει αυτό που έχει γίνει το κέντρο της ζωής του. Και ένα είναι το στοιχείο που διδάσκει στους Φαρισαίους, αλλά και σε όλο τον κόσμο: ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αυτός που τον θεράπευσε, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι εκ του Θεού προερχόμενος και όχι ένας άνθρωπος αμαρτωλός, ότι ο Ιησούς Χριστός μόνο αν προέρχεται από το Θεό μπορεί να ερμηνευθεί.
Ο πρώην τυφλός γίνεται διδάσκαλος. Διδάσκει την ευγνωμοσύνη προς Αυτόν που τον θεράπευσε. Διδάσκει την πίστη, δηλαδή την εμπιστοσύνη ότι Αυτός που τον έκανε καλά οδηγεί τους ανθρώπους στο Θεό. Διδάσκει την ανδρεία ότι δεν υπολογίζει την απόρριψη από τους άλλους για την σταθερότητα της ομολογίας του. Διδάσκει ήθος, αλήθεια και αυτοσεβασμό, γιατί δεν είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί με την κακία εκείνων που απορρίπτουν το βίωμα και την εμπειρία ζωής που τον μεταμόρφωσε. Διδάσκει τελικά την αξιοπρέπεια να παραμένει κανείς σταθερός στις αρχές του, που δεν είναι ιδέες ή επιχειρήματα ή σκέψεις, αλλά βιώματα.
Πολλές φορές στη ζωή μας έρχονται άνθρωποι, περιστάσεις, δοκιμασίες που μας καλούν να συμβιβαστούμε, να βάλουμε νερό στο κρασί μας, να υποχωρήσουμε σ’ αυτό που ζούμε και πιστεύουμε ως αληθινό. Να κάνουμε πίσω και να αποδεχθούμε αλλότριες διδασκαλίες. Ιδίως στην πνευματική μας ζωή και πορεία πολλοί μας ζητούν να αρνηθούμε την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, την Εκκλησία στην οποία βαπτισθήκαμε και αναγεννηθήκαμε και να διαλέξουμε άλλες σκέψεις και πρόσωπα ως αληθινά. Η απειλή της αποσυναγωγοποίησης, η απειλή της απομόνωσης από τον προοδευμένο κόσμο, η ταύτισή μας με τον μέσο όρο, μας κάνει εύκολους στην υποχώρηση, με αποτέλεσμα οι συμβιβασμοί και η απάρνηση των αξιών να μας οδηγούν σε κρίση.
Παράλληλα, αισθανόμαστε το κενό και την έλλειψη διδασκάλων αληθινών που να μας στερεώνουν την πίστη, στο ήθος, στην ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για την πνευματική μας αναδημιουργία, διδασκάλων που έχουν την γενναιότητα να πάνε ενάντια στο ρεύμα της εποχής, της αμαρτίας, του ατομοκεντρισμού. Αλλά και η όποια διδασκαλία σήμερα είτε στην οικογένεια είτε στο σχολείο είτε στα ΜΜΕ δεν είναι διδασκαλία για το Θεό, αλλά προσφορά γνώσεων. Δεν είναι διδασκαλία ήθους, αγάπης, πνευματικής καλλιέργειας, αλλά διδασκαλία ξηράς επιστήμης, ορθολογισμού, εμμονής στον πτωτικό κόσμο. Και αυτό το κενό ενίοτε το συναντούμε και στην Εκκλησία, όταν η διδασκαλία εμμένει στο φαρισαϊκό τυπικό της τήρησης κατ’ ακρίβειαν των νόμων, που καθίσταται όμως αδυναμία στην θέαση με τα όμματα της ψυχής του πνεύματος της παρουσίας του Αναστημένου Χριστού που ανακαινίζει και αναγεννά τον κάθε άνθρωπο. Εμμένει στην προσφορά γνώσεων για το Θεό, όχι όμως στην βίωση της παρουσίας του Θεού μέσα από τη ζωή της πίστης, της αγάπης, της κοινωνίας με το Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ας αναζητήσουμε τόσο εντός της Εκκλησίας όσο και εκτός αυτής αληθινούς διδασκάλους, που θα μιλούν και θα δείχνουν το Χριστό που βιώνουν εντός τους. Ας υπερβούμε την ξηρά γνώση, που είναι μεν χρήσιμη, αλλά τυφλώνει με την αίσθηση της αυτάρκειας που γεννά σ’ εκείνους που την κατέχουν. Και ας μεταποιήσουμε τη ζωή μας σε αντίσταση στο πνεύμα του συμβιβασμού με τις αξίες του κόσμου τούτου, σε επαναφορά των πνευματικών αξιών που θα μας βοηθήσουν να αντέξουμε στις όποιες κρίσεις, καθώς θα μας κάνουν να κρατούμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας. Καις ας μην λησμονούμε την χαρά της παράδοσής μας, τη χαρά της πίστης μας και όλους εκείνους που μας δίδαξαν αυτήν την οδό, δηλαδή τους αγίους μας, τους πατέρες μας, τους διδασκάλους ημών εν τη πίστει. Μόνο με αναγέννηση στην Ανάσταση και αναβαπτισμό μας στην ζωή της κολυμβήθρας του Σιλωάμ που είναι η Εκκλησία μπορούμε να βρούμε νόημα και φως.

Κέρκυρα, 29 Μαΐου 2011

5/20/11

ΔΟΣ ΜΟΙ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΥΔΩΡ


Μία από τις πιο ωραίες εικόνες των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης είναι και αυτή του ελαφιού (Ψαλμ. 41) που λαχταρά να πιει και να δροσιστεί από τις πηγές των υδάτων, καθώς μέσα στα σωθικά του νιώθει έντονο τον φλογμό από τα μικρά ερπετά (τα φιδάκια) τα οποία έχει καταπιεί μαζί με το χορτάρι. Τα φίδια έχουν δηλητήριο και πικραίνουν το στόμα του ελαφιού, αλλά και προκαλούν μεγάλη δίψα. Έτσι το ελάφι σπεύδει να πιει νερό, για να ξεπικράνει το στόμα του, αλλά και να σβήσει τη δίψα του. Έτσι και ο ψαλμωδός αναφέρεται στην ψυχή που επιποθεί τον Θεό, γιατί είναι διψασμένη και νιώθει στην ύπαρξη την πικρίλα από την αμαρτία και το κακό. Ο Θεός γίνεται το « ζων ύδωρ», το οποίο δεν ξεδιψά πρόσκαιρα τον άνθρωπο, αλλά τον κάνει να γνωρίζει πού είναι η πηγή και μπορεί συνεχώς να λαμβάνει «ύδωρ αθανασίας» από Εκείνον.
Η Σαμαρείτιδα, στην περικοπή που διαβάζουμε την πέμπτη Κυριακή μετά το Πάσχα (Ιωάν. 4, 5-42), ζητά από τον Χριστό να της δώσει εκείνο το νερό, το οποίο αν θα το έπινε, δεν θα διψούσε ποτέ. Η γυναίκα εννοούσε το υλικό νερό. Όμως, ο Χριστός στον διάλογο μαζί της, ξεκίνησε την συζήτηση από τα υλικά, για να την οδηγήσει στην σχέση με το Θεό. Σαν το ελάφι η Σαμαρείτιδα, όπως και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που αναζητεί νόημα και αλήθεια στη ζωή της, προσλάμβανε την τροφή του κόσμου, δηλαδή τις ιδέες, τα νάματα της θρησκείας, της καταγωγής και της κοινότητας στην οποία ανήκε, τις πατροπαράδοτες παραδόσεις, αλλά και την σχέση με τους ανθρώπους (πέντε άνδρες είχε και ο έκτος δεν ήταν νόμιμος σύζυγός της). Προσλάμβανε δηλαδή το χορτάρι που τρέφει, αλλά μαζί με αυτό και τα μικρά ερπετά. Την αμαρτία του εγωκεντρισμού. Την αμαρτία της φιλαυτίας και της φιληδονίας. Την αμαρτία της αδολεσχίας για τον κόσμο και τα εν αυτώ γενόμενα, που απομακρύνει τον άνθρωπο από το βάθος της σχέσης με το Θεό που δίνει αληθινό νόημα στη ζωή. Την εμμονή στην λογική ότι επειδή ο θάνατος μας περιμένει, χρειάζεται να απολαύσουμε τη ζωή μας όσο καλύτερα μπορούμε. Την επιλογή να συζητούμε για το Θεό, χωρίς όμως να ζούμε το Θεό.
Και έτσι, η Σαμαρείτιδα, ενώ τρεφόταν από τον κόσμο, την θρησκεία του και τις ιδέες του, δεν μπορούσε να ξεδιψάσει αληθινά. Δεν μπορούσε να προχωρήσει την αναζήτησή της στην πηγή του ύδατος που οδηγεί στην αιώνιο ζωή, αλλά έμενε μόνο στην επιφανειακή συζήτηση για το πού πρέπει να λατρεύεται ο Θεός και στο με ποιους μπορούσε ο κάθε πιστεύων άνθρωπος να συναναστραφεί. Γι’ αυτό και το νερό που έπινε ήταν υλικό. Ήταν ιδέες. Δεν ήταν Πρόσωπο. Μόνο όμως μέσα από την πηγή του ύδατος μπορεί το ελάφι να ξεδιψάσει από νερό καθαρό. Και η πηγή του ύδατος είναι ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο και τον ξαναδημιούργησε με την Ανάσταση του Χριστού.
Αναζήτηση εκφράζει η Σαμαρείτιδα. Αναζήτηση καλείται να έχει και ο άνθρωπος κάθε εποχής. Ιδίως της δικής μας, όπου τα φίδια της αμαρτίας και του κακού έχουν θεριέψει. Και δεν είναι μόνο οι όφεις της φιληδονίας και της φιλαυτίας. Είναι έντονος, μετά από πολλά χρόνια ψευδαισθήσεων, ο πειρασμός της επιβίωσης. Όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε συλλογικό. Είναι έντονος ο πειρασμός της απελπισίας από το ότι , ενώ «τα είχαμε όλα και θέλαμε παραπάνω», τώρα αισθανόμαστε ότι χάνουμε αυτά που είχαμε υπολογίσει ότι ήταν αρκετά για την αυτάρκειά μας. Είναι έντονος ο πειρασμός της λήθης του Θεού, ότι μας ξέχασε ή ότι δεν υπάρχει.
Μόνο που η λύση δεν είναι ένας θεός- ιδέα, ένας θεός- συμφέρον, ένας θεός που θα μας κάνει να βολευτούμε. Εκείνος που δίνει το «αλλόμενον ύδωρ εις ζωήν αιώνιον» είναι ο Χριστός. Και είναι πρόσωπο. Και τα πρόσωπα δεν τα γνωρίζεις ως εικόνες, ως ιδέες, ως εξουσία. Τα γνωρίζεις μόνο εάν σχετιστείς μαζί τους. Μόνο εάν τα γνωρίσεις και τα αποδεχτείς. Και ο Χριστός είναι το Πρόσωπο που γίνεται η οδός και η αλήθεια και η ζωή, η πάντων ανάστασις. Αλλά για να Τον γνωρίσεις, χρειάζεται να βρεθείς στο φρέαρ του, που είναι η Εκκλησία. Να λάβεις το ύδωρ του βαπτίσματος και της αναβάπτισης στη σχέση μαζί Του μέσα από την αγάπη προς Αυτόν. Μέσα από το μυστήριο της προσευχής. Μέσα από την λατρεία και την ευχαριστία. πρωτίστως μέσα από την μετάνοια. Και όλα αυτά γίνονται αφορμή να εγκαταλείψεις την υδρία του κόσμου και να ανακοινώσεις σε όλους ότι « δεύτε ίδετε» . Να ξεδιψάσεις μέσα από την κοινωνία με τον Προσωπικό Θεό και να καλέσεις και άλλους να ξεδιψάσουν μαζί σου.
Πολλοί από όσους είμαστε χριστιανοί έχουμε την ίδια εικόνα για το Θεό με εκείνους που Τον απορρίπτουν. Πιστεύουμε στο Θεό για το συμφέρον μας, για τα πατροπαράδοτα, για την ιδέα, για την εξουσία. Και πικραίνει το στόμα μας και η ψυχή μας από τα ερπετά της αμαρτίας, γιατί δεν ξεδιψούμε γνήσια. Για να βρούμε όμως τον Αναστημένο Χριστό και να έχουμε σχέση μαζί Του χρειάζεται ο πόθος της ελάφου, η αναζήτηση, αλλά και η παράδοσή μας στο Πρόσωπο. Η κρίσης της εποχής και της ζωής μας ας γίνει αφορμή επανεύρεσης της οδού προς την πηγή, αλλά και αναφώνησης « Δος μοι τούτο το ύδωρ», για να λάβουμε ζωήν αιώνιον.

Κέρκυρα, 22 Μαΐου 2011

5/14/11

ΑΛΛΟΣ ΠΡΟ ΕΜΟΥ ΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ


Πολλές φορές στη ζωή μας, ενώ ετοιμαζόμαστε για την επίτευξη ενός στόχου, διαπιστώνουμε ότι κάποιοι άλλοι μας προλαβαίνουνε. «Αργήσαμε», είναι η φράση που έρχεται αυθόρμητα στα χείλη μας. Το ίδιο αισθανόταν και ο παράλυτος της Βηθεσδά (Ιωάν. 5, 1-15), κάθε φορά που ο Άγγελος κατέβαινε και τάραζε το νερό της κολυμβήθρας και κάποιος άλλος τον προλάβαινε, έμπαινε μέσα, θεραπευόταν και ο ίδιος έμενε στην πάθησή του, ανήμπορος να σηκωθεί. Και το παράπονό του στο ερώτημα του Χριστού έντονο. «Κύριε, ἀνθρωπον ουκ έχω». Δεν ήταν ότι ο ίδιος αργούσε. Ήταν η μοναξιά του που τον έκανε να μην έχει κανέναν ως συμπαραστάτη, για να τον βοηθήσει να πέσει στην κολυμβήθρα πρώτος, μετά την ταραχή του ύδατος και να γιατρευτεί.
Βεβαίως, αν για τον παράλυτο υπήρχε ένας αντικειμενικός λόγος που τον εμπόδιζε να προλάβει να πέσει στην κολυμβήθρα, για μας που είμαστε υγιείς, το ότι αργούμε να φτάσουμε στην εκπλήρωση των στόχων μας έχει και άλλες αιτίες. Είναι η ραθυμία μας, που δεν μας επιτρέπει να κοπιάσουμε και να ετοιμαστούμε εγκαίρως. Είναι η αναβλητικότητά μας, ο δισταγμός μας που μας κάνει να αργούμε στον προσανατολισμό μας. Είναι ο περισπασμός μας από τις βιοτικές μέριμνες, αλλά και ο μετεωρισμός του νου μας στα πάθη μας που μας κάνουν να μην είμαστε συγκεντρωμένοι στο χρόνο και τις ευκαιρίες που μας δίδονται. Ίσως όμως η κυριότερη αιτία να είναι και μία άλλη νοοτροπία, που υπάρχει και στον παράλυτο, αλλά και στους περισσότερους από εμάς. Το να μεταθέτουμε στους άλλους τις ευθύνες για την αργοπορία μας να αδράξουμε τις ευκαιρίες που συναντούμε.
Ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν έβλεπε την κύρια αιτία της ασθένειάς του και αυτή δεν ήταν άλλη από την αμαρτία. «Μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται» θα του πει ο Χριστός, μετά την θεραπεία. Τα τριάντα χρόνια της ασθενείας δεν έκαναν τον παράλυτο να εξετάσει με ειλικρίνεια τη ζωή του, να παραδεχθεί τα όποια σφάλματά του, τον χωρισμό του από τον Θεό, να στραφεί στον εαυτό του και να δει αντικειμενικά τι έφταιγε. Τα τριάντα οκτώ χρόνια της ασθένειας του παραλύτου δεν τον έκαναν να οργανώσει δυναμικά την όποια ζωή είχε, έστω και εν τη ασθενεία του, αλλά τον κατέστησαν παθητικό θεατή της κολυμβήθρας και άνθρωπο που απλώς ανέμενε ένα θαύμα για να αλλάξει τη ζωή του. Τα τριάντα οκτώ έτη της ασθένειάς του τον έκαναν να μην έχει κανέναν φίλο, κανέναν που να τον αγαπούσε αληθινά, ίσως γιατί και ο ίδιος δεν ήταν φίλος με κάποιον και δεν αγαπούσε κάποιον, με αποτέλεσμα πάντοτε να αργεί. Δεν ήταν μόνο το θαύμα της ίασης και της αλλαγής της εξωτερικής πλευράς της ζωής που περίμενε παθητικά ο παράλυτος. Ήταν και το θαύμα της κοινωνικότητας και της υπέρβασης της μοναξιάς που το ανέμενε και αυτό παθητικά, χωρίς να κάνει καμία κίνηση. Γι’ αυτό και ο Χριστός του επισημαίνει εμμέσως την αμαρτία του: ήταν ο χωρισμός από το Θεό και τον συνάνθρωπο, που τον έκανε να παραλύσει και σωματικά. Και μπορεί να ήρθε το θαύμα της σωματικής ίασης. Εάν όμως παρέμενε ακοινώνητος και μακριά από τους ανθρώπους, κλεισμένος στην μιζέρια του και αποδίδοντας όλη την αργοπορία του να ζήσει στους άλλους, θα τον έβρισκε κάτι χειρότερο, που δεν είναι άλλο από τον πνευματικό θάνατο, τον οριστικό χωρισμό του ανθρώπου και από τον Θεό και από τον πλησίον.
Η σχέση με τον Αναστημένο Χριστό γιατρεύει την αναβλητικότητα και την ραθυμία μας. Ταυτόχρονα, μας κάνει να βγαίνουμε από την παθητικότητα της ζωής. Να υπερβαίνουμε τη νοοτροπία του θεατή στον κόσμο και μας κάνει να παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Να επιδιώκουμε αληθινή κοινωνικότητα, αγάπη προς τον πλησίον και πάλη, αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας, τουλάχιστον να της προσδώσουμε νόημα μέσα στην παραλυσία της. Να δείξουμε ότι δεν έχουμε εγκαταλείψει την προσπάθεια να ζήσουμε, να αγωνιστούμε, να προλάβουμε. Να έχουμε σκοπό και νόημα. Και αυτό επιτυγχάνεται με τον τρόπο της Εκκλησίας. Η πνευματική ζωή της πίστης δεν είναι μία παθητική ακρόαση και μετοχή του θαύματος. Η Εκκλησία είναι η κολυμβήθρα της Βηθεσδά, στην οποία ταράζεται το ύδωρ, δηλαδή κατέρχεται ο Θεός και μας καλεί να εισέλθουμε στη ζωή της πίστεως, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Μόνο που εδώ χρειάζεται ο καθένας μας να είναι έτοιμος. Μέσα στην παραλυσία που κάθε μορφής αμαρτία, ηθική, κοινωνική, πνευματική, σωματική προκαλεί, να έχουμε την ετοιμότητα να αδράξουμε την όποια ευκαιρία μας δοθεί, ώστε να γίνουμε υγιείς. Μόνο που χρειάζεται συμπόρευση με τους αδελφούς μας. Κοινωνία μαζί τους. Και όχι αναμονή από αυτούς να κάνουν βήματα Αλλιώς πάντοτε θα αργούμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με την καθαυτό πνευματική ζωή, που έχει να κάνει με την σωτηρία μας. Συνήθως αναβάλλουμε ή προσμένουμε από τον Θεό να μας δώσει πρόοδο. Όμως η ζωή της πίστεως θέλει πρωτοβουλία. Θέλει ετοιμότητα και αγώνα και όχι μετάθεση για το μέλλον. Τώρα χρειάζεται να παλέψουμε, να βάλουμε αρχή μετανοίας στη ζωή μας, να εντοπίσουμε τι μας παραλύει και να ζητήσουμε την βοήθεια του Θεού και των αδελφών μας, των πνευματικών μας πατέρων, των μέσων που η ασκητική και πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας δίνει, ώστε να είμαστε έτοιμοι να εισέλθουμε εκεί που δίνεται η ζωή.
Το πνευματικό μας πρόβλημα, που γίνεται και κοινωνικό (χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύγχρονη κρίση) δεν είναι οι άλλοι που φταίνε και μας κάνουν να αργούμε ή το πρόβλημα του σώματός μας. Είναι η παραλυσία της ψυχής μας, η εσωστρέφειά μας, η επανάπαυσή μας σε δικαιολογίες που μας καταστούν παθητικούς θεατές της ζωής. Η σχέση με τον Αναστημένο Χριστό μας ξυπνά και μας κάνει να σηκώνουμε τον κράβαττόν μας, τον σταυρό μας και να περπατούμε. Και η ζωή της Εκκλησίας μας διατηρεί υγιείς. Αρκεί να συμμετέχουμε με αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον ως αγωνιστές της πνευματικής οδού. Και ο Κύριος θα αναπληρώσει ό,τι μας λείπει.

Κέρκυρα, 15 Μαΐου 2011

5/7/11

ΟΙ ΠΡΟΣΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Την ιστορία δεν την γράφουν πάντοτε οι μεγάλοι. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο συμβάλλουν άνθρωποι που δεν έχουν όνομα στην κοινωνία, δεν έχουν κάνει μεγάλα κατορθώματα, που η ζωή τους δεν είναι γνωστή στους πολλούς. Όμως όταν η περίσταση καλεί, τότε αναλαμβάνουν αυτοί πρωτοβουλίες, εκεί που οι μεγάλοι αισθάνονται αδύναμοι να παλέψουν, ακόμη και να φανερωθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «ευσχήμων Ιωσήφ» (Μάρκ. 15, 42), ο βουλευτής από την Αριμαθαία, άγνωστος στον στενό κύκλο των μαθητών του Χριστού. Όταν ο Κύριος πέθανε πάνω στο σταυρό και το σώμα Του ήταν κρεμασμένο εκεί, κανείς από τους μαθητές Του δεν είχε την τόλμη να ζητήσει το σώμα για να ταφεί. Μόνο ο Ιωσήφ τόλμησε και εμφανίστηκε στον Πιλάτο, για να αναλάβει να εκπληρώσει ένα χρέος που μόνο ο ίδιος δεν είχε. Και όπως αθόρυβα ήρθε στο προσκήνιο, ζητώντας το σώμα, αγοράζοντας σινδόνη, τοποθετώντας το στον τάφο και κλείνοντάς τον με τον λίθο, έτσι αθόρυβα θα αποσυρθεί, γράφοντας ιστορία εκείνη την δύσκολη στιγμή.
Το Ευαγγέλιο αναφέρει το κίνητρο του Ιωσήφ. «Ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού». Περίμενε να έρθει η Βασιλεία του Θεού. Είχε αναζητήσεις. Είχε μελετήσει την Γραφή. Έβλεπε την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πραγματικότητα της εποχής του και μάλιστα πάλευε ως μέλος του Συνεδρίου των Ιουδαίων να καταθέσει την άποψή του. Κυρίως όμως εντός του ζούσε αυτήν την προσδοκία του ερχομού του Μεσσία. Ένιωθε ότι δεν είχε νόημα η ζωή μόνο μέσα από τα ανθρώπινα, την πολιτική, τις υποθέσεις, τις μέριμνες. Χρειαζόταν η Βασιλεία του Θεού για να νοηματοδοτήσει τον κόσμο, αλλά και τον κόσμο του. Και έτσι, όταν άκουσε για τον Χριστό, όταν ίσως συνάντησε τον Χριστό, πίστεψε ότι Εκείνος ήταν που έφερνε την Βασιλεία του Θεού στον κόσμο. Μπορεί η σταύρωση του Χριστού να τον γέμισε απογοήτευση. Μέσα του όμως φαίνεται ότι ήθελε, ακόμη και με τις ελπίδες για την βασιλεία του Θεού να έχουν σβήσει, να δώσει σ’ Εκείνον που πίστεψε την τελευταία φροντίδα. Ίσως και να ήθελε να θεραπεύσει τις τύψεις του για το ότι δεν μπόρεσε ως μέλος του συνεδρίου να αποτρέψει την καταδίκη του Ιησού. Σίγουρα όμως με την πράξη του αυτή γνώριζε ότι ερχόταν σε πλήρη ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη του Συνεδρίου, αλλά είχε πάρει την απόφασή του.
Ο Ιωσήφ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που φρόντισε τον Ιησού. Δεν ήταν οι γυναίκες μυροφόρες, δεν ήταν η Μητέρα Του, δεν ήταν οι μαθητές Του. Ο προσδεχόμενος την Βασιλείαν του Θεού αποκαθηλώνει από το σταυρό τον νεκρό διδάσκαλο και τον θάπτει. Μαζί του πιθανόν να ένιωσε ότι θάφτηκαν και οι προσδοκίες του για την ίδια την Βασιλεία. Όμως η προσωπική του απογοήτευση δεν τον έκανε να αφήσει στο περιθώριο την αγάπη προς τον Ραββί. Ό,τι δεν μπόρεσε να του προσφέρει στη ζωή, του το πρόσφερε μετά τον θάνατο. Και αποσύρεται. Για να μάθει κι αυτός, χωρίς το Ευαγγέλιο να μας λέει κάτι περισσότερο, το μήνυμα της Αναστάσεως και να διαπιστώσει ότι η αγάπη και η πίστη τελικά αναστήθηκαν μαζί με τον Χριστό. Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συναξαριστής (γιατί η μνήμη του εορτάζεται και στις 31 Ιουλίου κάθε χρόνο), θα γίνει κήρυκας της Αναστάσεως στην Γαλατία της Δύσης και σε άλλα μέρη, μαρτυρώντας για την πείρα της Βασιλείας του Θεού.
Πολλοί άνθρωποι είχαν και έχουν αναζητήσεις. Προσδέχονται την Βασιλεία του Θεού χωρίς να κάνουν θόρυβο. Βλέπουν την κατάσταση του κόσμου, την πολιτική, την κοινωνική, την πνευματική, και νιώθουν ότι χωρίς τον Χριστό και τον τρόπο της Βασιλείας, την αγάπη, την συγχωρητικότητα, το ενδιαφέρον για τους άλλους, τις ηθικές αρχές και αξίες, την στροφή στον έσω άνθρωπο, δεν έχει νόημα η ζωή. Βλέπουν και τον δικό τους κόσμο, τα πάθη, τους λογισμούς, την αμαρτία, τον χωρισμό από τον Θεό και κατανοούν ότι χωρίς την παρουσία του Κυρίου δεν μπορούν να βρούνε αληθινή χαρά. Κυρίως όμως βλέπουν τον θάνατο που κυριαρχεί παντού, τόσο στις καρδιές των ανθρώπων, όσο και στον κόσμο, αλλά και στην φύση και αναζητούν ελπίδα στην Βασιλεία του Θεού, στην Εκκλησία, στην παρουσία του Αναστημένου.
Οι άνθρωποι αυτοί, ανάμεσά τους κι εμείς, είναι μικροί για τον κόσμο. Ασήμαντοι. Ανώνυμοι. Τα πρότυπα άλλωστε της εποχής είναι τα θορυβώδη. Είναι αυτοί που δεν ασχολούνται με την Βασιλεία του Θεού. Είναι αυτοί που αποθεώνουν τα πάθη τους ή ξεγελούν τους ανθρώπους με την δόξα και την μεγαλοπρέπειά τους. Είναι αυτοί που οι εικόνες τους παρελαύνουν παντού. Είναι αυτοί που αποφασίζουν από τις τύχες του κόσμου μέχρι τις τύχες των καθημερινών ανθρώπων, αφήνοντας την μόλυνση, ηθική, περιβαλλοντική, κοινωνική, να κατατρώγει την κοινωνία. Είναι αυτοί που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους στο θάνατο και μοιράζουν αυτόν τον θάνατο με την εξουσία τους, με την πένα τους, με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή τους, με την εικόνα τους, με το χρήμα τους, με τα κάθε λογής όπλα. Μα κυρίως, με την απιστία και την αθεΐα τους.
Όπως ο Ιωσήφ, καλούμαστε να προσφέρουμε στον Χριστό, τον φαινομενικά ηττημένο πάνω στο σταυρό, την προσδοκία της Βασιλείας Του. Την αγάπη μας και την πίστη μας σ’ Αυτόν που γίνεται φροντίδα και προσευχή. Μόνο που δεν την χρειάζεται ο ίδιος, αλλά οι αδελφοί Του, δηλαδή οι συνάνθρωποί μας. Να κάνουμε τον αγώνα μας έγκαιρα, από όπου κι αν βρισκόμαστε, από το συνέδριο μέχρι το σπίτι μας, αλλά και αν δεν τα καταφέρουμε, ακόμη και μέχρι την ύστατη στιγμή, να δηλώσουμε την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού που μας διακατέχει. Να πιστέψουμε στην Ανάσταση, ακόμη κι αν οι προσδοκίες μας φαίνεται να νικιούνται από τον θάνατο. Και ο Νικητής του Θανάτου θα μας φωτίσει και θα μας δώσει χαρά με την Ανάστασή Του, που γίνεται δική μας.
Ζούμε στην εποχή της συνήθειας. Ακόμη και οι περισσότεροι χριστιανοί δεν είμαστε «προσδεχόμενοι την βασιλείαν του Θεού». Πιστεύουμε ως επισκέπτες, ως παρατηρητές, έτοιμοι να κρυφτούμε με την πρώτη δυσκολία, με την πρώτη επίθεση, με την σκιά του θανάτου που οι ισχυροί ρίχνουν επάνω μας. Ο αληθινά πιστός όμως είναι αυτός που η προσδοκία της Βασιλείας του Θεού μεταμορφώνει την ζωή του. Και γράφει την δική του συνεισφορά στην ιστορία της αγιότητας που δίδει η Εκκλησία ως δωρεά αναστάσεως και αιωνιότητας, κι ας μην είναι περασμένο το όνομά του στο βιβλίο της ανθρώπινης Ιστορίας. Είναι όμως καταγεγραμμένος στη Βίβλο της ζωής. Όπως ο προσδεχόμενος την Βασιλείαν του Θεού Ιωσήφ από Αριμαθαίας. Με την αγάπη και την πίστη στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού να γίνεται φροντίδα για τον συνάνθρωπο, προβληματισμός και αγώνας για να περάσει το ήθος της Βασιλείας όπου δει. Από τέτοιους αναζητητές έχει ανάγκη η εποχή μας και ο κόσμος μας. Αλλά και ο εαυτός μας. Για να μπορέσει να προγευθεί την χαρά της αναστάσεως. Την χαρά της αιωνιότητας.

Κέρκυρα, 8 Μαΐου 2011

5/4/11

Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ & Ο ΠΙΣΤΟΣ











Σε μια πανελλαδική δημοσκόπηση της εταιρείας Κάπα Research που δημοσιεύθηκε σε γνωστή αθηναϊκή εφημερίδα την Κυριακή του Πάσχα οι ερωτηθέντες υποστήριξαν σε ποσοστό 42,5% ότι το Πάσχα αποτελεί γι’ αυτούς ευκαιρία επιστροφής στα παραδοσιακά ήθη και έθιμα, ενώ ένα ποσοστό 13,6% παραμένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη θεία λειτουργία. Περίπου το 90% θεωρεί ότι το Πάσχα αποτελεί την γιορτή εκείνη μέσα από την οποία οι νεώτερες γενιές μαθαίνουν την παράδοση του ελληνισμού και αποκτούν συνείδηση της διαφορετικότητάς τους σε σχέση με άλλους λαούς. Παρότι τα ερωτήματα ήταν με τέτοια τρόπο διατυπωμένα, που ήθελαν να δείξουν ότι απουσιάζει το αληθινά πνευματικό βίωμα από τους Έλληνες και κυριαρχεί το συναισθηματικό και κοινωνικό, εντούτοις η απάντηση σε ποσοστό 33% (δηλαδή το 1/3 πανελλαδικά) των ερωτηθέντων ότι θέλουν σήμερα η Εκκλησία να επιτελέσει το πνευματικό της έργο, δηλαδή να συμπαρασταθεί στον άνθρωπο στις διάφορες στιγμές της ζωής του και να του δώσει ελπίδα, μαρτυρεί ότι από την κοινωνία μας δεν έχει χαθεί η προσδοκία για κάτι πιο ουσιαστικό στη σχέση της με την Εκκλησία, πέρα από την συμπαράσταση που ζητούνε οι πολλοί σε ζητήματα αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης.
Ωστόσο αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στη σύνδεση του Πάσχα με τα ήθη και τα έθιμα. Μέσα από την δημοσκόπηση επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ο τρόπος με τον οποίο οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της κοινωνίας μας (πολιτικοί, διανοούμενοι, εφημερίδες) θέλουν να βλέπουν την πίστη και την Εκκλησία και την κύρια ιδέα που έχουν καταφέρει να περάσουν στους πολλούς (χωρίς να είναι άμοιρη ευθυνών η ποιμαίνουσα Εκκλησία, η οποία επαναπαύεται στο ότι υπάρχει αυτό το είδος της σχέσης με τους πολλούς). Η πίστη είναι φολκλόρ, λαογραφία, έθιμο, πολιτισμός. Υπάρχει για να διασώζει το παρελθόν, την παράδοση, να λειτουργεί ως ανάπαυλα μέσα στον κόπο της ζωής, ένα συστατικό στοιχείο που περνά από γενιά σε γενιά, χωρίς όμως να νοηματοδοτεί εσωτερικά τη ζωή του ανθρώπου. Κι αυτή η νοοτροπία περνά στους πολλούς μέσα από τον τύπο του επισκέπτη της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο επισκέπτης είναι αυτός που απολαμβάνει την καλλιτεχνική και ιστορική αξία των ναών, βλέπει ακόμη και στα τελούμενα σ’ αυτούς τα κατάλοιπα του παρελθόντος (μουσική, ιερές ακολουθίες, ενδυμασία του κλήρου, λείψανα αγίων) και την σύνδεση με την περίοδο του Βυζαντίου. Ο επισκέπτης βλέπει την Εκκλησία και την πίστη ως αφορμή προσωρινής-έστω- γαλήνης, κατάνυξης, ηρεμίας, αφουγκράσματος του εαυτού του μέσα στην φασαρία και τους αγχωτικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Ο επισκέπτης βλέπει την παρουσία του στην Εκκλησία ως ευκαιρία προσωρινής λύτρωσης από τις ενοχές και τις αμαρτίες, αλλά και επιστροφής στην παιδική συναισθηματικότητα και αθωότητα. Γι’ αυτό και όταν κοινωνεί, ιδίως στις μεγάλες γιορτές, αναφωνεί από την καρδιά του «και του χρόνου» και αισθάνεται ότι «για το καλό» έκανε ό,τι έκανε. Ο επισκέπτης βρίσκει τη ευκαιρία να θυμηθεί ότι υπάρχει Θεός και ότι έστω και για λίγο μπορεί να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί Του, πριν ξαναγυρίσει στην καθημερινότητα της ζωής του.
Για τους πολλούς λοιπόν αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία. Για την Εκκλησία όμως;
Η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να απορρίψει κανέναν. Ωστόσο, γι’ αυτήν δεν είναι ο επισκέπτης το ζητούμενο, αλλά ο πιστός. Και πιστός είναι αυτός που δεν αναζητεί απλώς τη γαλήνη, αλλά την απάντηση στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα της αγάπης και του θανάτου. Είναι αυτός ο οποίος δεν επισκέπτεται απλώς την εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά γίνεται μέτοχός της. Αναζητεί και επιζητεί τη σχέση με το Πρόσωπο του Αναστημένου Θεανθρώπου, μία σχέση η οποία ελεεί και λυτρώνει όχι μαγικά και τελετουργικά, αλλά μέσα από την μετοχή στη ζωή, το σταυρό, το πάθος, την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου. Αυτό βιώνεται πρώτα στο Βάπτισμα του ανθρώπου, στην τριπλή του κατάδυση στην κολυμβήθρα και επιβεβαιώνεται με τη μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Για να εισαχθεί ο άνθρωπος στο μυστήριο της πίστης η Εκκλησία χρησιμοποιεί κατεξοχήν δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η ανάμνηση των γεγονότων της ζωής του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, η αναπαράστασή τους, η περιγραφή και η εξύμνησή τους, όλα όσα συνδέονται με την εκκλησιαστική παράδοση. Ο δεύτερος έχει να κάνει ακριβώς με την μετοχή του πιστού στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στην Θεία Ευχαριστία, που ξεκινά από την ανάμνηση και καθιστά τον Χριστό παρόντα στη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου και τη σχέση μαζί Του σχέση ζωής. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν θα πάψει να διακηρύττει ότι γιορτή χωρίς Χριστό, χωρίς λειτουργία, χωρίς θεία κοινωνία δε δίνει πληρότητα. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι «εορτή αγίου, μίμησις αγίου» και ξεκινά τη γιορτή με την τέλεση της θείας λειτουργίας για να δείξει και να ζήσει το κυριότερο κοινό σημείο που καλείται ο κάθε άνθρωπος να έχει με τους αγίους: τη μετοχή στο Χριστό και τη σχέση με το Πρόσωπό Του. Μετά τη μετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού η Εκκλησία ευλογεί την έμπρακτη φανέρωση της καινής, της αναστημένης πλέον ζωής, που είναι η αγάπη για τον πλησίον, η χαρά, η ειρήνη, ακόμη και το υλικό τραπέζι.
Επομένως, για την Εκκλησία δεν αρκεί ο άνθρωπος να επιστρέφει στα ήθη και τα έθιμα ή να βλέπει συναισθηματικά τα γεγονότα της γιορτής. Το να παραμένει ο άνθρωπος επισκέπτης της γιορτής βολεύει την κρατούσα ιδεολογία, συνδέει την πίστη με τον μηχανισμό της αγοράς (οικονομία), γεννώντας και ταυτόχρονα ειρωνείες και κατηγορίες (λες και όσοι απορρίπτουν την υλική διάσταση της ζωής ζούνε μόνο για το πνεύμα, λες και ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί και τον επιούσιο άρτο για να κάνει πράξη και το «ουκ επ’ άρτω μόνον», λες και η Εκκλησία απορρίπτει την ύλη- ας μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός μετά την Ανάσταση, παρότι δεν το χρειαζόταν, θα φάει μαζί με τους μαθητές Του) και καθιστά την Εκκλησία ακίνδυνη για την κοινωνία. Και αυτό ακριβώς είναι που θέλει η κρατούσα ιδεολογία. Ίσως κι αυτό να υπηρετεί η ποιμαίνουσα Εκκλησία, στο βαθμό που περιορίζεται σε μια επιφανειακή θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, στο βαθμό που επιλέγει να κρατήσει απλώς την παραδοσιακή της θέση, χωρίς περαιτέρω δυναμική και προοπτικές.
Υπάρχει η πίστη, η μετοχή, αυτή που κάνει το χριστιανό άνθρωπο που αγωνίζεται να ζήσει κατά Χριστόν, οικειοποιούμενος την ελπίδα της αναστάσεως να παλεύει στη ζωή του για αγάπη, χαρά, ισότητα, δικαιοσύνη, όχι με τα όπλα, αλλά με την καρδιά. Και έτσι γίνονται οι αλλαγές στη ζωή, εντός μας. Χρειάζεται λοιπόν η ποιμαίνουσα Εκκλησία να εργαστεί με εφευρετικότητα και δυναμισμό, να εμπνεύσει τους ανθρώπους να περάσουν από το στάδιο του επισκέπτη στο βίωμα του πιστού, κτίζοντας σχέση αληθινής μετοχής στο σώμα του Χριστού, ενώ και ο κάθε χριστιανός αξίζει να προσπαθήσει να βρει βαθύτερο νόημα στη ζωή της Εκκλησίας και όχι να αρκείται στην κατάνυξη και τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδος. Η κρίση δείχνει ότι χρειάζονται επαναπροσεγγίσεις. Και αυτό το 13,6 % που επιμένει να μένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη λειτουργία και ίσως όλοι να κοινωνούν δείχνει ότι υπάρχει ένα πολύ δυναμικό λείμμα, το οποίο γεννά ελπίδα. Είναι στο χέρι των ποιμένων να μην απογοητεύσουμε αυτήν την μικρά ζύμη, η οποία μπορεί όλον το φύραμα να ζυμώσει!

Κέρκυρα, 4 Μαΐου 2011