ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 105- ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, “Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΟΥ Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ,,ΕΞΙ’’ Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Καθώς ολοκληρώνεται το επετειακό έτος αναφοράς στην δεύτερη, μετά την άλωση της Πόλης, μεγάλη καταστροφή του Ελληνισμού, την Μικρασιατική, έχει ενδιαφέρον να δούμε ένα γεγονός το οποίο ακολούθησε την επάνοδο του ηττημένου ελληνικού στρατού και την προσφυγιά. Είναι η απόδοση των ευθυνών της καταστροφής στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που κυβέρνησε την Ελλάδα από το 1920 και μετά, καθώς και στον αρχιστράτηγο της ήττας. Η απόδοση αυτή εκφράστηκε με την δίκη των “έξ” (των οκτώ, από τους οποίους καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στις 15 Νοεμβρίου 1922 οι έξι).
Το εξαιρετικό βιβλίο του ομότιμου καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης/ πολιτειολογίας Θανάση Διαμαντόπουλου “Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του: η δίκη των ,,έξι’’ εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;” (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ), προσπαθεί να δώσει απάντηση σ’ αυτό το καίριο ερώτημα: άραγε έπρεπε να αποδοθούν με αυτόν τον τρόπο ευθύνες ή αυτή η δίκη συνέχισε έναν διχασμό που κράτησε μέχρι το 1935, ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς, στην πραγματικότητα ανάμεσα σχεδόν σε όλους τους Έλληνες;
Ο συγγραφέας θα ξεκινήσει με μία
εξαιρετική ανάλυση των αιτίων του εθνικού διχασμού. Επισημαίνει ότι οι δύο
πρωταγωνιστές, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξαν δύο
σπουδαίες πολιτικές προσωπικότητες, με αποκλίνουσες διεθνοπολιτικές φιλοσοφίες,
που απολάμβαναν λαϊκής λατρείας. Ο συγγραφέας θα επιμείνει στο ότι και οι
δύο αξιοποίησαν τα προνόμια της θέσης και της προσωπικότητάς τους προς το δικό
τους πολιτικό όφελος. Ο Βενιζέλος δεν ήταν αντιμοναρχικός. Το όραμά του είχε να
κάνει με την ανάπτυξη “προνομιακών πολιτικών δεσμών με τα εκσυγχρονιστικά τμήματα
της ελληνικής κοινωνίας, πρωτίστως τον κόσμο του εμπορίου, της ναυτιλίας και
των εργαζόμενων στις πιστωτικές συναλλαγές, δηλαδή στον τραπεζικό τομέα” (σ.
60). Αντίστοιχα, οι αντιβενιζελικοί “είχαν καλύτερη σχέση με την αγροτιά, ακόμη
όμως και με τμήματα της εργατικής τάξης, πρωτίστως δε με τους κρατικοδίαιτους,
αυτούς που δεν τροφοδοτούσαν, αλλά μάλλον απομυζούσαν το σκέλος των εσόδων του
κρατικού προϋπολογισμού, όπως επίσης και με κάποια ελεύθερα επαγγέλματα
παραδοσιακού κοινωνικού κύρους, όπως οι δικηγόροι” (σσ. 60-61).
Και οι δύο παρατάξεις πάντως ήταν
εκφραστές της Μεγάλης Ιδέας, αλλά με διαφορετικές εκδοχές εθνικισμού. Ο
Κωνσταντίνος ήθελε την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και άλλαξε γνώμη ως
προς την προσχώρηση της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στην πλευρά της Αντάντ
όταν η ρωσική πλευρά έθεσε βέτο σε κάθε
ενδεχόμενο μεταπολεμικής παραχώρησης στην Ελλάδα της Κωνσταντινούπολης. Για τον
Κωνσταντίνο και την παράταξή του ο εθνικισμός της Μεγάλης Ιδέας ήταν κυρίως
εθνικισμός συμβόλων και αναβίωσης εθνικών μύθων (σσ. 75-76). Ο Βενιζέλος και η
παράταξή του στηρίζονταν σε έναν εθνικισμό οικονομικών προοπτικών και
στοχεύσεων, ώστε η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της και να ισχυροποιηθεί και
στρατιωτικά, με σκοπό να επανέλθει στα παλαιότερα όρια του Ελληνισμού και να
έχει την ικανότητα να συνάπτει συμβάσεις οικονομικές και εμπορικές με τα άλλα
κράτη όχι ως υποτακτική τους (σσ.78-79). Και οι δύο πλευρές δεν ήταν βεβαίως
δυνατόν να αδιαφορήσουν για τους Έλληνες της Μικρασίας, οι οποίοι κινδύνευαν
από τα προγκρόμ που είχαν εξαπολύσει εναντίον τους οι Νεότουρκοι, πριν τον Α’
Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και από την σύγκρουση συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων
που ήταν βέβαιο ότι δεν θα κινούνταν για να τους προστατέψουν, όπως και έγινε.
Γι’ αυτό και η αποστολή στρατού στην Ιωνία, στο βιλαέτι του Αϊδινίου ήταν
αναπόφευκτη επιλογή. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα πολιτικής, στρατηγικής και
χειρισμών.
Η δίκη πάντως των “Έξι” στην
πραγματικότητα, από νομικής πλευράς, ήταν μία δίκη παρωδία. Όλα τα στοιχεία
μαρτυρούν πως τα κίνητρα της δίκης και της καταδίκης ήταν πολιτικά. Από νομικής
πλευράς το κατηγορητήριο δεν στεκόταν. Η Ιωνία δεν ήταν τυπικά μέρος της
ελληνικής επικράτειας, αφού η Συνθήκη των Σεβρών προνοούσε ότι για να
ενσωματωθεί στην Ελλάδα η περιοχή της Σμύρνης θα γινόταν δημοψήφισμα το 1925
(εξ ου και η πολιτική του αρμοστή Στεργιάδη, να καταπιέζει τους Έλληνες, μήπως
και οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της περιοχής αποδεχτούν την ενσωμάτωσή τους στο
ελληνικό κράτος, πολιτική απίστευτα μυωπική, την οποία ενστερνίστηκαν όμως τόσο
ο Βενιζέλος όσο και οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις), ενώ δεν αποδείχτηκε ότι οι
πράξεις των κατηγορουμένων εμφορούνταν από το κίνητρο του δόλου να ηττηθεί η
Ελλάδα. Η όλη διαδικασία που διεξήχθη σε στρατοδικείο και όχι σε πολιτικό
δικαστήριο, είχε την οργάνωση από τον ανακριτή της υπόθεσης και συντάκτη του
κατηγορητηρίου, μετέπειτα δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος είχε
προηγούμενα, ιδίως με τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη (όπως εύστοχα παραθέτει με
την χρήση πηγών ο συγγραφέας στο παράρτημα του βιβλίου), με αποτέλεσμα η δίκη
να διεξαχθεί κάτω από συνθήκες αφόρητες για τους κατηγορουμένους, πρώην
πρωθυπουργούς Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Στράτο, τους πρώην υπουργούς Ν.
Θεοτόκη και Γ. Μπαλτατζή, καθώς και τον αρχιστράτηγο Γ. Χατζηανέστη. Κύριος μάρτυς
κατηγορίας ήταν ο πριν τον Χατζηανέστη αρχιστράτηγος Α. Παπούλας, ο οποίος ήταν
αντιβενιζελικός, αλλά προσχώρησε με πιθανό αντάλλαγμα την δική του απαλλαγή
στον βενιζελισμό. Ο Παπούλας θα εκτελεστεί το 1935 από τους αντιβενιζελικούς,
σε αντίποινα για την στάση του, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία μετά από
πραξικόπημα που οργανώθηκε με την συμμετοχή του Βενιζέλου εναντίον του Λαϊκού
Κόμματος που είχε κερδίσει τις εκλογές τότε. Η εκτέλεση του Παπούλα ήταν “η
εκδίκηση των νεκρών” (σ. 174) για την απόφαση της θανάτωσης των “έξι”,
αποτύπωση των πολιτικών παθών.
Ο συγγραφέας, με εξαιρετική ανάλυση,
αναδεικνύει τις μεγάλες πολιτικές ευθύνες των κατηγορουμένων, όπως επίσης και
την ανάγκη εκτόνωσης της οργής του προσφυγικού στοιχείου για την καταστροφή και
την προσφυγιά. Η επιστροφή του βασιλιά, παρά τις αντιδράσεις των συμμάχων της
Αντάντ, η διστακτικότητα και η αναποφασιστικότητα του Γούναρη να αποδεχθεί την
μεσολάβηση των συμμάχων το 1921, όταν και η Ελλάδα έλεγχε ακόμη τα πράγματα, οι
συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατοκρατικό κομμάτι του βενιζελισμού και στους
αντιβενιζελικούς αξιωματικούς, που οδηγούσαν στην “κάθαρση” υποχρεωτικά. Το
καθεστώς Πλαστήρα- Γονατά που κυβερνούσε είχε ως επικεφαλής δύο στρατιωτικούς
που πολέμησαν στην Μικρασία και έζησαν την καταστροφή. Αλλά και ο Βενιζέλος
υπήρξε ανεκτικός στην εκτέλεση των “έξι”. Ένιωθε μέσα του ότι “κατευνασμός των
παθών δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς μια τρομερή καθαρτήρια τιμωρία, που θα
επέτρεπε στην κοινωνία και την χώρα να στραφούν στην διαχείριση της κατάστασης
της στιγμής, αντί της αναμόχλευσης των ευθυνών του παρελθόντος” (σ. 149). Γι’
αυτό και το τηλεγράφημά του να μη γίνει η εκτέλεση έφτασε μετά από αυτήν.
Σημειωτέον ότι η δίκη επαναλήφθηκε
το 1910, με αίτημα του εγγονού του εκτελεσθέντος Π. Πρωτοπαπαδάκη Μιχάλη, 88
χρόνια μετά. Με ψήφους 3-2 ο Άρειος Πάγος απάλλαξε τους νεκρούς κατηγορούμενους
από την ποινική ευθύνη για την Μικρασιατική καταστροφή, προκαλώντας νέο κύμα
συζητήσεων.
Ο συγγραφέας περιλαμβάνει στο βιβλίο
του έξι πολύ ενδιαφέροντα παραρτήματα, που ερμηνεύουν τόσο στοιχεία της δίκης,
όσο και το πολιτικό κλίμα της τότε εποχής, καθώς επτά παρεμβάσεις-σχολιασμούς
ιστορικών και νομικών, που δίνουν την δική τους ματιά πάνω στις εκτιμήσεις του
βιβλίου.
Ο αναγνώστης θα δει, για μια ακόμη
φορά, την τραγικότητα της κατηγορίας για “προδοσία”, η οποία οδήγησε στην
έξαρση των πολιτικών παθών εκείνη την εποχή και στον μεγάλο Διχασμό, καθώς και
θα συνειδητοποιήσει ότι μία τέτοια κατηγορία, εάν διατυπώνεται με ευκολία και
σήμερα στην πολιτική, δεν αποκλείει διχαστικές τάσεις, φανατισμό και μεγάλα
προβλήματα στην πατρίδα μας.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός