ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΗΝ ΖΩΗ! - ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΤΙΚΕΝΣ, «ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ», μτφρ. Φωτεινή Μεγαλούδη, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ - ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 32
Υπάρχουν μυθιστορήματα τα οποία έχουν σημαδέψει την νιότη των παλαιότερων από μας. Ένα από αυτά είναι ο περίφημος « Όλιβερ Τουίστ» του σπουδαίου Άγγλου συγγραφέα Κάρολου Ντίκενς. Αν τον διαβάσαμε στα «Κλασικά Εικονογραφημένα» ή στις παιδικές διασκευές, ίσως τον θεωρήσουμε παιδικό ή εφηβικό μυθιστόρημα. Ο «Όλιβερ Τουίστ» όμως είναι ένα μυθιστόρημα για όλες τις ηλικίες και ιδιαίτερα για τους μεγάλους. Δεσπόζει μία βασική ιδέα, γύρω από την οποία ο Ντίκενς στήνει μαεστρικά τους ήρωές του: το πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή. Όλο το μυθιστόρημα είναι μία σπουδή στο πώς η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να παραμείνει στο σκοτάδι του θανάτου, όχι κατ’ ανάγκην του σωματικού- βιολογικού μόνο, ή πώς μπορεί να βγει με μία σκέψη, με μία πράξη, με μία κίνηση. Αυτό το πέρασμα περιλαμβάνει κόπο, αγωνία, πισωγυρίσματα, συχνά είναι για λίγο διότι είτε οι περιστάσεις είτε οι εμμονές είτε τα συναισθήματα δεν επιτρέπουν την διάρκεια, αλλά όλοι οι ήρωες το ζούνε, έχουν ευκαιρίες. Κλειδί του περάσματος η Αγάπη. Η εκζήτηση της ευσπλαχνίας, ένα αίσθημα ταπεινότητας, ότι δεν εξαρτάται τίποτε από τον άνθρωπο, αλλά το ήθος κάποια στιγμή θα δώσει την έξοδο από τον θάνατο την ανάσταση.
Παντού κρύβεται μία αδιόρατη παρηγοριά από την παρουσία του μεταφυσικού. «Πώς θυμόντουσαν τα δύο ορφανά, δοκιμασμένα το ίδιο από την ατυχία, τα μαθήματα που τους είχε δώσει η ζωή με το να δείχνουν συμπόνια στους άλλους και αγάπη μεταξύ τους, αλλά και σ’ Εκείνον που τα είχε προστατέψει και βοηθήσει! Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν χρειάζεται να ειπωθούν. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι! Χωρίς μεγάλη τρυφερότητα και ανθρωπιά στην καρδιά και ευγνωμοσύνη προς το Ον που ο νόμος του είναι η Ευσπλαχνία (Mercy) και το κυριότερο χαρακτηριστικό του η καλοσύνη για όλα τα πνεύματα που αναπνέουν, δεν μπορεί να βρει κανείς την ευτυχία» (Β’ μέρος, σελ. 339).
Ο Ντίκενς είναι μάστορας της ανθρώπινης ψυχής. Λειτουργεί με ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, περιγράφοντας πριν τον Ντοστογιέφσκι την ψυχολογία του δολοφόνου Σάικς, ο οποίος έχει αρνηθεί να βγει από τον θάνατο του κακού, από τον θάνατο της απανθρωπιάς, από τον θάνατο του μίσους για την κοινωνία, όχι κατ’ ανάγκην ταξικού, όταν η Νάνσυ, μία από τις πιο συγκλονιστικές γυναικείες φιγούρες στην παγκόσμια λογοτεχνία, του έχει προτείνει να φύγουν από την κόλαση που ζούνε όσον αφορά στην ζωή του υποκόσμου και της εγκληματικότητας, και να ψάξουν στον έρωτα τον παράδεισο και αυτός την δολοφονεί. «Κάθε αντικείμενο μπροστά του, αληθινό ή σκιά, ακούνητο ή κινούμενο, έπαιρνε την μορφή κάποιου φοβερού τέρατος. Αλλά αυτοί οι φόβοι δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αίσθηση που τον κυνηγούσε από το πρωί, την απαίσια μορφή που τον ακολουθούσε από κοντά. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινε τη σκιά της, έβλεπε το περίγραμμά της με κάθε λεπτομέρεια, άκουγε το μονότονο και βαρύ περπάτημά της...αποφασισμένος να παλέψει με το φάντασμα και να το νικήσει, ακόμη κι αν αυτό θα οδηγούσε στον δικό του θάνατο...ας μην πει κανείς ότι οι δολοφόνοι γλιτώνουν από την δικαιοσύνη και κανείς να μη σκεφτεί ότι η θεία πρόνοια δεν φροντίζει για όλα. Μέσα σε ένα λεπτό τέτοιας αγωνίας και φόβου ο άνθρωπος αυτός είχε ζήσει είκοσι βίαιους θανάτους» (Β’ Μέρος, σελ. 263-264).
Αλλά και άλλες μορφές, όπως το ζευγάρι Μπαμπλ, οι οποίοι δείχνουν ως υπεύθυνοι ης ενοριακής φιλανθρωπίας ότι στο όνομα και της θρησκείας οι άνθρωποι πολλές φορές αναδεικνύουν τα εξουσιαστικά τους συμπλέγματα και λησμονούν να είναι άνθρωποι προκειμένου να απολαύσουν τα προνόμια της θέσης τους, τα οποία όμως έτσι κι αλλιώς θα τους καταξίωναν στις καρδιές των συνανθρώπων τους, εάν τα συνδύαζαν με τον ανθρωπισμό. «Αν βγάλεις από τον επίσκοπο τα άμφιά του ή από τον επίτροπο το τρίκωχο καπέλο του και τις χρυσαφιές δαντέλες του, τότε τι θα μείνει; Άνθρωποι, μόνο οι άνθρωποι. Η αξιοπρέπεια, και η αγιότητα ακόμη, είναι μερικές φορές θέμα σακακιού και γιλέκου περισσότερο από ό,τι φαντάζονται κάποιοι άνθρωποι» (Β’ Μέρος, σελ. 111).
Ο μικρός Όλιβερ Τουίστ είναι ο πρωταγωνιστής. Μεγαλώνει στην αθλιότητα του πτωχοκομείου- ορφανοτροφείου, στο οποίο ένα δεύτερο πιάτο σούπα στα πεινασμένα παιδιά θεωρούνταν επανάσταση, ζει την μοναξιά του να κοιμάται ανάμεσα στα φέρετρα και τρεφόμενος με τα αποφάγια του κρέατος, τα οποία ούτε τα σκυλιά δεν τα τρώνε, να θεωρείται έτοιμος να οδηγηθεί στην κρεμάλα («τον παραταΐσατε, κυρία μου. Τον κάνατε να αποκτήσει ψεύτικη ψυχή και δύναμη, κυρία μου, κι αυτά τα πράγματα δεν ταιριάζουν σε κάποιον που είναι στη θέση του. Τι σχέση έχουν οι φτωχοί με τη ψυχή και το θάρρος; Και που τους αφήνουμε να είναι ζωντανοί, παραείναι αρκετό. Αν ταΐζατε το παιδί με χυλό, κυρία μου, κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε ποτέ... αυτό είναι αποτέλεσμα της γενναιοδωρίας μας» - Α’ Μέρος, σελ. 92), που θα αρνηθεί να γίνει κλέφτης στην συμμορία του Εβραίου Φάγκιν, που θα γλιτώσει δύο φορές χάρις στην αγάπη και την ευσπλαχνία ανθρώπων της αστικής τάξης, οι οποίοι δεν βλέπουν με βάση τα φαινόμενα, αλλά με βάση την καρδιά, και θα κερδίσει ό,τι η κακία του στέρησε: ένα σπίτι με ανθρώπους τον νοιάζονται, ένα μερίδιο σε μια περιουσία που την υπεξαίρεσαν συγγενικά του πρόσωπα, κυρίως όμως την ακεραιότητα του να λες ΟΧΙ στο κακό! Γιατί αυτή είναι μία από τις φράσεις κλειδιά του μυθιστορήματος: το ΟΧΙ στο κακό. «Δεν μπορεί ο Όλιβερ με την θέλησή του να είναι συνέταιρος με τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας... δεν μπορεί να τον έχει κερδίσει το κακό!» (Β’ Μέρος, σελ. 28 και 30)
Δεν είναι τυχαία η επιλογή του Ντίκενς να έχει ένα παιδί για πρωταγωνιστή. Σκοπός της ζωής του μεγάλου συγγραφέα ήταν να στηλιτεύσει την κακοποίηση των παιδιών στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης της βικτωριανής Αγγλίας. Στα χρόνια της νεωτερικότητας, η οποία όμνυε σε φιλοσοφικό και πολιτικό επίπεδο στα δικαιώματα του ανθρώπου, αλλά δεν είχε καταφέρει να κινητοποιήσει επαρκώς την κοινωνία στον αγώνα κατά της φτώχειας, της αδικίας, της εκμετάλλευσης των παιδιών, των γυναικών, των εργατών, ο Ντίκενς, ο οποίος γράφει τον «Όλιβερ Τουίστ» στα 25 του χρόνια (1837), χωρίς να είναι ούτε σοσιαλιστής, ούτε κομμουνιστής, ούτε κοινωνικός αγωνιστής, επιλέγει να είναι άνθρωπος. Εμφορούμενος από κοινωνιοκεντρικές ιδέες δεν μπορεί να δεχτεί μία κοινωνία στην οποία δεν θα υπάρχει ισότητα ευκαιριών, στην οποία οι πλουσιότεροι δεν θα έχουν ανθρωπιά, αγάπη και διάθεση για συμπαράσταση στους αδύναμους, ενώ, χωρίς να αρνείται την ισοπεδωτική πολλές φορές λειτουργία του κακού στις καρδιές των ανθρώπων, ιδίως των περιθωριοποιημένων, εμφορούμενων από ένα πνεύμα εκδίκησης εναντίον των εχόντων και κατεχόντων, εντούτοις παραμένει συγκρατημένα αισιόδοξος. Αν υπάρχει αποφασιστικότητα, μπορεί ο άνθρωπος να βγει από τον θάνατο του κακού στην ζωή. Αλλά ακόμη και λίγο να προσπαθήσει, θα αφήσει αχτίδα αισιοδοξίας! Το κακό κυβερνά πολλούς, όχι όμως όλους!
Λίγο πριν τη τελική δικαίωσή του ο Όλιβερ θα δώσει για μια ακόμη φορά την απάντηση του μεγάλου συγγραφέα στο αίτημα για αλλαγή της ποιότητας ζωής και σκέψης του ανθρώπου. Ο Όλιβερ θα σκεφτεί τον φίλο του στο ορφανοτροφείο, τον Ντικ, και θα ζητήσει από την νέα οικογένειά του τα εξής απλά: «Θα τον πάρουμε από δω και θα τον ντύσουμε καλά, θα τον μάθουμε γράμματα και θα τον στείλουμε σε ένα ήσυχο μέρος στην εξοχή για να δυναμώσει και να είναι καλά» (Β’ Μέρος , σελ. 317). Η παιδεία είναι η βάση για μια άλλη ποιότητα ζωής! Μαζί και η πίστη στον Θεό που γεννά αυθεντική ανθρωπιά! «Αφήστε με να πω μια προσευχή», λέει ο Όλιβερ μπροστά στον προς εκτέλεση Φάγκιν, δείχνοντας το μεγαλείο της ψυχής που αγαπά και συγχωρεί (Β’ Μέρος, σελ. 331).
Έχουμε ανάγκη να ξανασπουδάσουμε τους κλασικούς και της Ελλάδας και της Ευρώπης, να εντρυφήσουμε στο ήθος που μας προτείνουν και να βγούμε από τον εγκλωβισμό στην αυτάρκεια του ατομικού!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 2 Ιουλίου 2019