Οι άνθρωποι συχνά αναρωτιόμαστε για εκείνους που η συμπεριφορά τους είναι ανάλγητη έναντι των πολλών: «Μα, δεν έχουν καρδιά;». Ιδίως με τα συχνά γεγονότα βίας, θανάτων, εγκληματικότητας, τρομοκρατίας, όταν η ανθρώπινη ζωή θεωρείται παράπλευρη απώλεια στο όνομα ενός «ιερού σκοπού» ή στο όνομα της ικανοποίησης προσωπικών παθών, κυρίως της εκδίκησης και του μίσους, όπως επίσης και όταν οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τους άλλους ανθρώπους μέσα από μηχανισμούς όπως η οικονομία και η πολιτική, το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο έντονο: «Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Ασφαλώς και υπάρχει μεταφορικότητα στην διατύπωση. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την σωματική, τη βιολογική μας καρδιά. Αυτό που κάποτε στερούμαστε είναι η δοτική μας καρδιά. Την ψυχική και πνευματική. Κυριαρχεί ο νους μας. Οι διαλογισμοί ανεβαίνουν στην καρδιά μας και την αποψυχικοποιούν. Την καθιστούν απλώς το κέντρο της βιολογικής λειτουργίας και δεν την αφήνουν να γίνει το κέντρο της σύνολης ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, θριαμβεύει η σκληρότητα στον κόσμο.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, εκφράζει μέσα από μία φράση, το πώς η πίστη βλέπει την καρδιά του ανθρώπου και πώς αυτό μεταφέρεται στον λόγο: «καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10, 10). «Με την καρδιά ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι οδηγεί στη δικαίωση, με το στόμα ομολογεί ό,τι οδηγεί στη σωτηρία». Ο Παύλος εμμέσως στηλιτεύει την ανθρώπινη υποκρισία. Να λέμε χωρίς να πιστεύουμε αυτά που λέμε. Δεν είναι ο νους και οι ιδέες που προηγούνται, αλλά η καρδιά. Και καρδιά δε σημαίνει μόνο συναισθήματα. Καρδιά σημαίνει αγάπη που γίνεται πληρωτική της ύπαρξης. Σημαίνει ροπή του ανθρώπου να μοιράζεται τη ζωή και την ελπίδα με τον συνάνθρωπο. Να μη προτάσσει το προσωπικό συμφέρον. Το πνεύμα της εξουσίας. Την ιδιοτέλεια. Της ικανοποίησης των ατομικών επιθυμιών εις βάρος των άλλων, ανεξαρτήτως του πόσο τους πληγώνουμε. Καρδιά σημαίνει χαρά που προέρχεται από την αρετή. Από τον αγώνα για υπερνίκηση των παθών. Από το σβήσιμο της λύπης μέσα από την ελπίδα προς τον Θεό και την πρόνοιά Του. Καρδιά σημαίνει μεταμόρφωση του σύνολου ανθρώπου σε πρόσωπο, αγαπώσα ύπαρξη. Και χαρακτηριστικό της γνήσιας αγάπης είναι η αλήθεια. Η συνέπεια βιώματος, στάσης ζωής και λόγων.
Η καρδιά συνδυάζεται με την δικαίωση του ανθρώπου για τις επιλογές της ζωής του. Κυρίως ενώπιον κρίσεων και σταυρών. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις περιστάσεις έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπει η καρδιά μας. Με τις προτεραιότητές μας. Δεν είναι εύκολο για τον άνθρωπο να διαχειριστεί τα συναισθήματά του. Κυρίως την λύπη, τον φόβο και την αγωνία για πραγματικές ή επίφοβες δοκιμασίες. Αυτές που απειλούν την επιβίωση τόσο του ιδίου όσο και των ανθρώπων που αγαπά. Συνήθως ο κόσμος βλέπει τη δικαίωση ως την επικράτηση των επιλογών, των θέσεων, των ιδεών, ως την προσωπική δόξα και τον θρίαμβο της προσωπικότητάς μας, ως την αποδοχή από τους άλλους, τους εγγύς και τους μακράν, ως την μέθη από τις επιτυχίες και την εκπλήρωση των στόχων. Ως την απόδειξη ότι έχουμε δίκιο. Όμως η αληθινή δικαίωση έχει να κάνει με το άνοιγμα και την οικείωση της αιωνιότητας. Το να εκπληρώνει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού. Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο διανοητικό. Ιδεολογικό. Είναι κυρίως θέμα καρδιακό. Δεν αρκεί να πιστεύουμε με το μυαλό και το στόμα. Αν η καρδιά μας δεν εμπιστεύεται τον Θεό και την αγάπη Του, με όποιον τρόπο κι αν εκδηλώνεται αυτή, αν δεν είναι εύκολο το «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», τότε μεταπίπτουμε στον τρόπο της κοσμικής δικαίωσης και αποζητούμε την ανθρώπινη δόξα. Παραδιδόμαστε έτσι στην ματαιότητα του εφήμερου. Και ο θάνατος καραδοκεί, ενώ συχνά προσποιούμαστε. Άλλα θέλουμε, άλλα πιστεύουμε, άλλα παρουσιάζουμε.
Αποτέλεσμα της καρδιάς που πιστεύει στο θέλημα του Θεού είναι και η διά στόματος ομολογία ενώπιον των άλλων ανθρώπων αυτής της πίστης. Η πιστεύουσα και αγαπώσα καρδία έχει νικήσει τον φόβο της απόρριψης. Ομολογεί ενώπιον των ανθρώπων με παρρησία ό,τι και Όποιον πιστεύει. Όχι όμως για να κάνει κακό στους άλλους. Αλλά για να δείξει ότι υπάρχει η οδός της αλήθειας. Αυτή που αγιάζει και σώζει. Αυτή που νοηματοδοτεί την πορεία στο αιώνιο. Και μοιράζεται, από το περίσσευμα ή το υστέρημά της ό,τι έχει, για να δώσει και στους άλλους. Δεν είναι μόνο ο θεωρητικός λόγος. Είναι και η πράξη. Κι εκεί προτιμά να αφήσει κατά μέρος το συμφέρον, προκειμένου να φανερώσει την αγάπη. Αυτή είναι και η διαφορά της αυθεντικής χριστιανικής παράδοσης. Η ομολογία δεν έχει να κάνει με την περιφρόνηση των άλλων, ούτε με την συντριβή τους ή την εξαφάνισή τους, δεν είναι απόδειξη πνεύματος εξουσίας, αλλά ταπεινή έκφραση του σε Ποιον ανήκουμε, δηλαδή στον Χριστό. Και γι’ αυτό η χριστιανική παράδοση μπορεί να συνυπάρξει με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως διαφορών.
«Γιατί δεν έχουν καρδιά;». Το ερώτημα μάλλον πρέπει να διατυπωθεί αλλιώς. «Σε Ποιον και σε τι πιστεύει η καρδιά τους;». Η απουσία του αληθινού Θεού, της Εσταυρωμένης Αγάπης οδηγεί στην επίδειξη δύναμης, εξουσίας, οίησης. Το έλλειμα της πίστης οδηγεί στην αδιαφορία. Η απάντηση δεν είναι να διώξουμε περαιτέρω τον Θεό από τις ζωές μας, αλλά να Τον καλέσουμε να τις μεταμορφώσει. Να μάθουμε και να πιστέψουμε με την καρδιά μας, για να ζήσουμε την αλήθεια που μοιράζεται και δεν καταστρέφει. Αυτή είναι και η ευθύνη όλων όσων θέλουμε οι κοινωνίες μας να έχουν τουλάχιστον υποδείγματα ζωής.
Κέρκυρα, 24 Ιουλίου 2016