Μονίμως αμφισβητούνταν και αμφισβητείται ο Χριστός.
Η ελευθερία, με την οποία προίκισε τον κόσμο, τόσο τον ουράνιο, όσο και τον
επίγειο, δεν θα μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα, από τη στιγμή που το κτίσμα
θέλει να εξυψωθεί ως τον Κτίστη και να Του δείξει ότι είναι ανώτερο από Αυτόν.
Προαιώνια η αποστασία του διαβόλου και των δαιμόνων, η οποία έλαβε διάρκεια,
παγιώθηκε και είναι μη αναστρέψιμη, γιατί είναι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης αυτών
των πνευμάτων. Οι άγγελοι υπάρχουν για να λατρεύουν το Θεό και να χαίρονται με
την κοινωνία μαζί Του και τον κόσμο που Εκείνος δημιούργησε. Ο διάβολος και οι
δαίμονες μισούν το Θεό και βάζουν τον εαυτό τους συνεχώς στη θέση Του, με
αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπάρξουν διαφορετικά. Πυρ έχει ετοιμασθεί γι’
αυτούς, μετά τη Δευτέρα Παρουσία, το οποίο όμως το βιώνουν ήδη οντολογικά, από
τη στιγμή που η αγάπη που έλαβαν από το Θεό μετεστράφη σε μίσος και κακία.
Αλλά
και οι άνθρωποι, αβούλητοι του συνιέναι, επιλέγουν τη δαιμονική οδό της άρνησης
της αγάπης του Θεού. Δεν τους ενδιαφέρει ότι ο Θεός τους αγαπά. Δεν τους
ενδιαφέρει η ευλογία να Τον αγαπούνε. Μόνη επιλογή το γκρέμισμα της παρουσίας
Του. Γι’ αυτό, ευκαίρως - ακαίρως,
τολμούν και αμφισβητούν ό,τι ο Θεός δίνει στον κόσμο , αλλά και σ’ εκείνους. Τη ζωή, αλλά και την δυνατότητα της
χαράς και της πληρότητας. Την υπέρβαση του πόνου, της αρρώστιας και του
θανάτου. Ενίοτε, αρνούνται και τα θαυμάσια του Θεού. Γεγονότα που υπερβαίνουν
τις φυσικές μας δυνατότητες και που είναι ολοφάνερο ότι δεν ερμηνεύονται με τις
πεπερασμένες δυνατότητες του λογικού μας.
Αν
περιμένουμε την αμφισβήτηση από εκείνους που δεν θέλουν να πιστεύουν στο Θεό,
ιδιαίτερη εντύπωση μας κάνει όταν αυτή προέρχεται από τους ανθρώπους που
θρησκεύουν, που έχουν δυνατότητες να αναγνωρίσουν το Θεό και που η ζωή τους
δείχνει μία ιδιαίτερη επιμέλεια στην τήρηση των τυπικών, των εξωτερικών
στοιχείων της πνευματικής ζωής. Και μπορεί τα ολοφάνερα να τα αποδέχονται, όμως
υπάρχει μία σειρά στοιχείων, τα οποία σε διάφορες στιγμές της ζωής, κάνουν τους
ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι πιστεύουν να βιώνουν αμφισβήτηση έναντι του
Θεού.
Αμφισβητείται
η αγάπη του Θεού και η πρόνοιά Του για τα πρόσωπά μας. Νομίζουμε ότι ο Θεός
είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τα θελήματά μας ως ανταπόδοση για τη
θρησκευτικότητά μας. Να κάνει τους άλλους να σκέφτονται όπως θέλουμε εμείς. Να
μας προφυλάσσει από τα προβλήματα που οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν. Και να δίδει
μαγικές λύσεις στις δυσκολίες μας, για να μας αποδείξει ότι υπάρχει και ότι
είναι παρών στη ζωή μας. Κι αν ο Θεός δεν παρεμβαίνει με τον τρόπο που εμείς
επιζητούμε, επέρχεται η θλίψη, η απογοήτευση και η απόρριψή Του. Όμως ο Θεός δρα με κριτήριο την σωτηρία μας.
Το αληθινό όφελος της ύπαρξής μας, που δεν μπορεί να περιοριστεί στην εκπλήρωση
των μικροθελημάτων μας για να μας έχει ευχαριστημένους. Από την άλλη, μας
βολεύει να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες για τη δική μας ζωή και να της
αποδίδουμε στο Θεό. Έτσι, για το κακό και την αποτυχία δεν φταίμε ποτέ εμείς,
αλλά και δεν χρειάζεται να αναλάβουμε το κόστος των επιλογών μας και να
ξεκινήσουμε να τις διορθώσουμε, όσο είναι εφικτό, με τη φώτιση του Θεού και το
πνεύμα της μετανοίας.
Αμφισβητείται
η αιωνιότητα και η ανάσταση που ο Θεός μας παρέχει. Μπροστά στο θάνατο μας
καταλαμβάνει η απελπισία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούμε στην ψυχή
μας να κάνουμε το επόμενο βήμα που
έγκειται στην πίστη ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας οδηγήσει στην αιώνια
κοινωνία κοντά Του, με την υπέρβαση της αμαρτίας και του θανάτου. Ο υλιστικός
τρόπος ζωής και ο πολιτισμός της τεχνολογίας και της ψευδαίσθησης ότι μπορούμε
να αναστείλουμε τη φθορά και να παρατείνουμε της ζωή μας από μόνοι μας, σκληραίνει
την καρδιά μας, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να αντέξουμε το γεγονός του
θανάτου ούτε να το δούμε ως Πάσχα, ως πέρασμα στην αιώνια κοινωνία με το Θεό.
Γι’ αυτό την καρδιά μας την
κατατιτρώσκουν τα βέλη των θλίψεων και το βίωμα των Αγίων που διασώζεται στην
Εκκλησία φαντάζει πολύ μακριά από τη δική μας πραγματικότητα.
Αμφισβητείται ενίοτε και ο
τρόπος που ο Θεός επέλεξε για να μας καθιστά γνωστό τόσο το θέλημά Του όσο και
τη ζωή που μας προτείνει, δηλαδή η Εκκλησία. Σκάνδαλο για την ύπαρξή μας τα πρόσωπα.
Άλλοτε τα θεοποιούμε, με αποτέλεσμα να ταυτιζόμαστε μαζί τους και να
απογοητευόμαστε όταν δεν μας φέρονται όπως θα θέλαμε και άλλοτε είμαστε
ευεπίφοροι στις κριτικές εις βάρος τους και εις βάρος της θεσμικής τους
υπόστασης και λειτουργίας. Μας ενδιαφέρει το υλικό κομμάτι της σχέσης μαζί τους
ή το ηθικό. Ψάχνουμε να βρούμε ψεγάδια, για να αναπαύσουμε το λογισμό μας για
τις δικές μας ατέλειες ή για να
αυτοδικαιωθούμε. Έτσι, η Εκκλησία από τρόπος και χώρος κοινωνίας με το Θεό και
τον συνάνθρωπο, γίνεται σημείον αντιλεγόμενον.
Το χειρότερο ενίοτε έχει να
κάνει με το φθόνο που καλλιεργείται μέσα στην ύπαρξή μας για το ότι ο Θεός
προσφέρει σε άλλους αυτά που δεν φαίνεται ή δεν θέλουμε να προσφέρει σε μας. Εκεί, την απογοήτευσή μας συνοδεύει η οργή,
φανερή ή κεκαλυμμένη εναντίον Του. Και η
οργή γίνεται συκοφαντία, διαστροφή του μηνύματος του Ευαγγελίου, άρνηση της
δυνατότητάς μας να κοινωνήσουμε μαζί Του και, κυρίως, υπερτονισμός του δικού μας
τρόπου σκέψης, του «εγώ» μας. Γινόμαστε
το αυτοκριτήριο της αυθεντικότητας. Γινόμαστε διορθωτές του ίδιου του Θεού και
του Ευαγγελίου Του. Και, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, βλασφημούμε τελικά το
όνομά Του.
Όταν ο Χριστός θεράπευσε δύο
τυφλούς και έναν κωφό δαιμονιζόμενοι, οι Φαρισαίοι, βιώνοντας όλη αυτή την
αμφισβήτηση προς το πρόσωπό Του, αρνήθηκαν να δεχτούν ότι είναι ο Υιός του Θεού
και έσπευσαν να Τον κατηγορήσουν ότι «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα
δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34). Συνταυτίστηκαν οι ίδιοι με τον άρχοντα των
δαιμονίων και κατέστησαν το «εγώ» τους
κριτήριο ερμηνείας του κόσμου και του Θεού. Και επειδή Εκείνος δεν χωρούσε σ’ αυτό, Τον απέρριψαν. Μήπως τελικά ο κόσμος
μας, ιδίως σήμερα, μοιάζει απελπιστικά σ’
αυτόν τον τρόπο θεώρησης;
Κέρκυρα, 11 Αυγούστου 2013