Νεκρός ο Χριστός επάνω στο Σταυρό. Κανείς από όσους
ήταν κοντά Του δεν ήξερε τι να κάνει πλέον. Ούτε για τα στοιχειώδη, όταν
κάποιος πεθαίνει. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή εμφανίζεται αναπάντεχα ο Ιωσήφ, ένα
αξιοσέβαστο μέλος του Συνεδρίου των Ιουδαίων, ο οποίος καταγόταν από την
Αριμαθαία. Είχε αποδεχτεί το μήνυμα του Ευαγγελίου που κόμισε ο Χριστός και την
Βασιλεία του Θεού. Κι ενώ όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία και απόγνωση, εκείνος «τολμήσας
εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιωσήφ» (Μάρκ. 15, 43). Και ο
Πιλάτος, αφού πληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχο το θάνατο του Κυρίου «εδωρήσατο
το σώμα τω Ιωσήφ» (15, 45), χάρισε το σώμα του νεκρού Ιησού στον Ιωσήφ.
Δεν
ήταν συγγενής του Χριστού ο Ιωσήφ. Δεν είχε το φυσικό δικαίωμα να λάβει το σώμα
Του και να το θάψει. Δεν ήταν καν γνωστός στους συγγενείς του Κυρίου και τους
μαθητές Του. Ήταν ένας άγνωστος πιθανόν για εκείνους άνθρωπος, γνωστός όμως
στον ίδιο το Χριστό. Αναζητητής της αλήθειας και της Βασιλείας του Θεού. «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και
φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11, 28). Στη δύσκολη στιγμή καταστρώνει σχέδιο και
οργανώνει τα της ταφής του Κυρίου. Επισκέπτεται τον παντοδύναμο ηγεμόνα, εν
γνώσει του ότι θα έρθει σε ρήξη με τα άλλα μέλη του Συνεδρίου, αλλά και πιθανόν
να προκαλέσει την απορία του Πιλάτου. Δεν είναι βέβαιος για ην έκβαση του
διαβήματός του. Όμως δεν κάνει πίσω. Δεν βάζει τη δύναμη της λογικής πιο πάνω
από την αγάπη. Και δικαιώνεται.
Ο
Πιλάτος δωρίζει το σώμα στον Ιωσήφ. Ο άδικος κριτής, ο οποίος δίστασε να δώσει
την ελευθερία σε έναν αθώο, για να μην έρθει σε ρήξη με τον όχλο, ο οποίος δεν
επρόκειτο να τον αγαπήσει ποτέ, κι αυτό ο Πιλάτος το ήξερε καλά, ασκεί για μία
ακόμη φορά την εξουσία του επάνω στον Ιησού. Τώρα φαίνεται ευσπλαχνικός. Εκ των
υστέρων κάνει τον καλό. Ίσως σκέφτεται μέσα του ότι αφού δεν φάνηκε δίκαιος την
ώρα που έπρεπε, τουλάχιστον ας αποδώσει τιμή στο πρόσωπο του αδίκως
σταυρωθέντος έστω και μετά θάνατον. Δεν θα ταπεινωθεί όμως ο ίδιος τόσο πολύ. Η παρουσία του Ιωσήφ αποτελεί γι’ αυτόν μία
ευκαιρία ανέξοδα να δείξει ότι δεν ήθελε να θανατώσει το Χριστό, αλλά
αναγκάστηκε χάριν του δημοσίου και ιδιαιτέρως του ρωμαϊκού συμφέροντος να λάβει
τη δύσκολη απόφαση. Όμως στο βάθος της ψυχής του δεν έχει μετάνοια. Αξιοποιεί
την ευκαιρία που του δίνει ο Ιωσήφ, δεν δείχνει όμως ο ίδιος ότι πίστεψε τελικά
ποιος ήταν αληθινά ο Χριστός. και γι’ αυτό, όταν οι Φαρισαίοι θα του ζητήσουν
να προφυλαχθεί ο τάφος από κλοπή, δε θα διστάσει να τους δώσει την κουστωδία.
Δεν θα καταφέρει όμως ούτε αυτός ούτε εκείνοι να σταματήσουν την Ανάσταση.
Απέναντι στο Χριστό διαπιστώνουμε ξανά
τρεις στάσεις. Η μία είναι των μαθητών και όσων Τον αγαπούνε. Στη δύσκολη στιγμή λειτουργούν
εντελώς ανθρώπινα. Τους νικά ο πόνος, ο
φόβος και η απόγνωση του θανάτου. Η δεύτερη είναι του Ιωσήφ. Στη δύσκολη ώρα
υπερνικά η αγάπη, η τόλμη, το σχέδιο και η οργάνωση που υπερβαίνουν το φόβο του
θανάτου. Η τρίτη είναι του Πιλάτου. Αμετανόητος κατά βάθος γιατί καταδίκασε
έναν αθώο, δείχνει ευσπλαχνία για να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν έφταιγε ο
ίδιος, αλλά αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να αδικήσει. Και θα συνεχίσει τη ζωή του χωρίς καμία
ουσιαστική αλλαγή.
Η
πρώτη στάση θυμίζει εκείνους τους χριστιανούς οι οποίοι στις δοκιμασίες της
ζωής απογοητεύονται, κλείνονται στον εαυτό τους και δυσκολεύονται πολύ να
προχωρήσουν. Κλονίζεται η πίστη τους και νιώθουν παγιδευμένοι στα αδιέξοδα του
θανάτου. Η τρίτη στάση θυμίζει εκείνους τους χριστιανούς που αδιαφορούν κατά
βάθος για τις δοκιμασίες των άλλων, ενώ όταν έρχονται και στους ίδιους δεν
βλέπουν σε βάθος τα λάθη και τις αμαρτίες τους, αλλά αρκούνται σε μία επιφανειακή
μεταμέλεια όταν διαπιστώσουν ότι κάτι δεν έχει πάει καλά, χωρίς όμως να είναι
σε θέση να αναλάβουν με ταπείνωση το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί και
να διορθώσουν την στάση της ζωής τους. Αντίθετα, προχωρούν αφήνοντας κατά μέρος
ό,τι έχει συμβεί, ασχολούμενοι με τον εαυτό τους και τα συμφέροντά τους. Είναι
εκείνοι που αισθάνονται ότι έκαναν το καθήκον τους με ένα δώρο ή μία τυπική
κίνηση, χωρίς να είναι σε θέση να διαπιστώσουν τι χρειάζονται αληθινά οι άλλοι
ή και χωρίς να ταπεινωθούν πραγματικά, εφόσον η δοκιμασία αναφέρεται στους
ίδιους. Η δεύτερη στάση αποτελεί αληθινή ευλογία. Είναι εκείνοι οι οποίοι
χωρίς θόρυβο γνωρίζουν ποια είναι η αποστολή τους, στη δοκιμασία είναι έτοιμοι
να προσφέρουν αυτό που μπορούν τόσο σ’ αυτόν που δοκιμάζεται, όσο και στους
οικείους του και είναι αποφασισμένοι να
κάνουν και θυσίες γι’ αυτούς που τους χρειάζονται. Είναι όλοι όσοι πιστεύουν,
αγαπούν και ελπίζουν στη Βασιλεία του Θεού.
Αφορμή
λοιπόν αυτογνωσίας είναι η στάση τόσο του Ιωσήφ, όσο και των μαθητών, αλλά και
του Πιλάτου. Κλειδί για να διαλέξουμε η πίστη στην
Ανάσταση. Αυτή μπορεί να μας κρατήσει όρθιους σε δοκιμασίες, αλλά και να μας
βοηθήσει να δούμε με ειλικρίνεια ποιοι είμαστε και πώς μπορούμε να
λειτουργήσουμε αγαπητικά απέναντι σε όσους δυσκολεύονται. Και τελικά να γίνουμε
αυτό που ήταν ο Ιωσήφ: «προσδεχόμενοι την Βασιλείαν του Θεού» (Μάρκ. 15, 43).