5/11/13

ΕΩΡΑΚΑΜΕΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ

Όταν συμβαίνει ένα θαυμαστό γεγονός, δεν είναι εύκολο να το αποδεχθούμε με βάση  την μαρτυρία των άλλων. Θέλουμε από μόνοι μας να βεβαιωθούμε για ό,τι έχει συμβεί. Η λογική μας μάλιστα δεν μπορεί να αποδεχτεί εύκολα γεγονότα που υπερβαίνουν τους φυσικούς νόμους.  Και αυτό δεν είναι φαινόμενο σημερινό. Όταν αναστήθηκε ο Χριστός και εμφανίστηκε στους δέκα μαθητές, ο Θωμάς αρνήθηκε να αποδεχτεί την μαρτυρία των άλλων. Θέλησε ο ίδιος να διαπιστώσει την αλήθεια του γεγονότος. Και ο Χριστός δεν αρνήθηκε αυτή του την επιθυμία, την ανάγκη, την απόφαση. Και του εμφανίστηκε «μεθ’ ημέρας οκτώ» (Ιωάν. 20, 26), δίνοντάς του τη δυνατότητα να Τον ψηλαφήσει και να μπορέσει από μόνος του να αποδεχθεί το θαύμα της Ανάστασης.
           Ενώ ο Χριστός δεν αρνείται στον άνθρωπο την αμφιβολία της λογικής, η οποία, άλλωστε, αποτελεί δωρεά του Ίδιου στον καθέναν μας, εμφανίζεται στο Θωμά παρόντων και των άλλων μαθητών. Δεν αποκόπτει τον αμφισβητία από την Εκκλησία, αλλά δεν του εμφανίζεται και ιδιαιτέρως. Δείχνει με τον τρόπο αυτό ότι εκτός Εκκλησίας δεν μπορεί να υπάρξει λύση της αμφιβολίας. Ότι ο Θεός δεν λειτουργεί στην λογική της ατομοκεντρικής σχέσης, αλλά θέλει από τον άνθρωπο να είναι ενταγμένος στη ζωή της Εκκλησίας, για να λάβει τις απαντήσεις που χρειάζεται. Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία. Οι δέκα μαθητές, στην προκειμένη περίπτωση,  διαβεβαιώνουν το Θωμά ότι «εωράκαμεν τον Κύριον» (Ιωάν. 20, 25).  Δεν κρατούν για τον εαυτό τους το θαύμα της Ανάστασης, ούτε τον αφήνουν άγευστο της χαράς. Ούτε τον απομακρύνουν από κοντά τους, επειδή αμφιβάλλει.  Η Εκκλησία ανακοινώνει και μεταδίδει την εμπειρία του θαύματος της Ανάστασης και κάθε θαύματος στη ζωή της σε όσους θέλουν να είναι μέλη της, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Είναι ανοιχτή στην μετοχή στη ζωή τους σε όσους το επιθυμούν. Δεν αρνείται τον διάλογο και την αμφισβήτηση ακόμη. Αρκεί αυτός που προβληματίζεται και αμφιβάλλει, να μην αποκόπτει τον εαυτό του από το Σώμα του Χριστού.
          Η εποχή μας λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όσοι αμφιβάλλουν ή αρνούνται τον Αναστημένο Χριστό, την ίδια στιγμή απορρίπτουν την Εκκλησία. Δεν προσέρχονται εν ταπεινώσει σ’ αυτήν, για να ζητήσουν απαντήσεις από το Θεό και την πίστη. Απολυτοποιούν τον εαυτό τους και το «εγώ» τους, την δύναμη της λογικής τους και ζητούν εκτός του σώματος του Χριστού απαντήσεις, οι οποίες συνήθως δεν έρχονται. Όχι γιατί ο Χριστός δεν μπορεί να φανερωθεί ή να δώσει τις απαντήσεις που έχει. Αλλά γιατί Εκείνος ζήτησε από τους μαθητές Του και τον κάθε χριστιανό να πορευόμαστε εν σώματι. Χωρίς το «εμείς» της Εκκλησίας το «εγώ» μοιάζει χωρίς νόημα. Μόνο αυτός που συμμετέχει στη ζωή της πίστης τελικά θα δει και θα πιστεύσει. Γιατί δεν θα είναι μόνος του στην πορεία της αναζήτησης. Αλλά θα λαμβάνει απαντήσεις από όσους αγαπούνε τον Αναστάντα, από όσους έχουν ακολουθήσει την οδό του προβληματισμού, αλλά θεώρησαν ως στάση που ταιριάζει στη δική τους ύπαρξη το να μη φύγουν από το σώμα του Χριστού. Και εκεί έλαβαν από τον Ίδιο τον Κύριο την ευλογία να συναντήσουν  «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής» (Α’ Ιωάν. 1, 1).
          Αυτή είναι και η οδός που δίνει την απάντηση της πίστης σε όσους με την λογική τους αμφισβήτησαν και αμφισβητούν την Ανάσταση και τον Αναστάντα.
 
Κέρκυρα, 12 Μαΐου 2013