4/9/13

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΚΛΙΣΕΩΝ

Η ιερωσύνη είναι μεγίστη δωρεά. Μπορεί στην εποχή μας να αντιμετωπίζεται περίπου ως περιθωριακή κατάσταση, ως κατάλοιπο του παρελθόντος, όμως το να είσαι ιερέας αποτελεί ένα μονάκριβο προνόμιο. Πρωτίστως η ιερωσύνη είναι διαδοχή. Ιστορική συνέχεια στο χρόνο όλων εκείνων που προηγήθηκαν. Όλων εκείνων που φόρεσαν το ράσο πριν από σένα, αγωνίστηκαν να αγαπήσουν το Θεό και τους ανθρώπους, αναζήτησαν την αλήθεια της πίστης, την μοιράστηκαν με τους άλλους, τις ψυχές που είχαν στα κρόσσια του πετραχηλιού τους, αλλά και είδαν στον εαυτό τους τη χαρμολύπη του σταυρού του να απαρνηθείς τον εαυτό σου και να ακολουθήσεις το Χριστό. Ταυτόχρονα, η ιερωσύνη για τον κάθε κληρικό είναι ο κρίκος της αλυσίδας που θα έχει συνέχεια. Δεν εξαντλείται σε μας που την φέρουμε στο παρόν.  Μετά από εμάς θα έρθουν άλλοι. Όσο επιτρέπει ο Θεός να είμαστε στη ζωή, λειτουργούμε και παλεύουμε να φανούμε άξιοι της αποστολής μας, παρότι γνωρίζουμε ότι «ουδείς άξιος». Αλλά ο χρόνος δε νικά την ιερωσύνη, τόσο εν τω νυν όσο και εν τω μέλλοντι αιώνι. Όπως μας καθιστά ο Θεός λειτουργούς του επιγείου θυσιαστηρίου, το ίδιο συμβαίνει και στο επουράνιο. Προσδοκούμε, μαζί με τους πρεσβυτέρους της Αποκαλύψεως, την τελική κρίση και αναφωνούμε: «Άγιος ει, ο Κύριος και Θεός ημών, λαβείν την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν, ότι συ έκτισας τα πάντα, και δια το θέλημά σου ήσαν και εκτίσθησαν» (Αποκ. 4, 11).
                Η ιερωσύνη όμως δεν υπάρχει μόνο καθαυτή, ως δωρεά του Θεού προς το πρόσωπο. Συνδέει τον φέροντα με τον κόσμο. Με τον ναό και τους ανθρώπους. Ο ιερέας λειτουργεί όχι απρόσωπα, αλλά προσωπικά. Ζει εν χώρω και εν σχέσει. Ο χώρος του είναι η Ενορία του ή η Μονή του. Είναι ο ναός στον οποίο διακονεί. Το θυσιαστήριο, οι τοίχοι, οι εικόνες, τα στασίδια, τα κεριά, τα φώτα, το θυμίαμα. Είναι οι άνθρωποι που έρχονται στο ναό. Που εκκλησιάζονται. Το ποίμνιο το οποίο γινώσκει ο ιερέας και γινώσκεται υπ’ αυτού (Ιωάν. 10, 14). Ο ιερέας που αγαπά την ιερωσύνη του, αγαπά και το ναό του. Γνωρίζει κάθε γωνιά του. Τον περιποιείται όπως το σπίτι του. Τον ευτρεπίζει, τον ανακαινίζει, τον συντηρεί, τον στολίζει. Συνδέεται μαζί του τελώντας τις ακολουθίες των Κυριακών και των εορτών. Υποδέχεται τον Επίσκοπο, τους συνεφημερίους του, τους πιστούς, τους προσκυνητές, τους αγίους και τους αμαρτωλούς. Για όλους έχει κάτι να πει. Σε όλους κάτι έχει να δώσει. Πίστη και ελπίδα. Προσευχή και συμπαράσταση. Επιχειρήματα, λογική και συναίσθημα. Πρωτίστως σεβασμό και αγάπη. Αλλά και την μονιμότητα της παρουσίας του. Είναι ο οικοδεσπότης που όποιος τον γνωρίζει ξέρει ότι θα πάει στο ναό και θα νιώσει αυτή τη σύνδεση του χώρου με το πρόσωπο. Γιατί το Θεό δεν τον συναντούμε μόνο απ’ ευθείας, αλλά χρειαζόμαστε εκείνους τους ανθρώπους που θα αφήσουν να μπει το Φως Του στις καρδιές μας. Που θα μεταφέρουν τη φωνή Του. Αλλά και με τη σειρά τους θα μεταφέρουν τη δική μας φωνή. «Εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω» (Ψαλμ. 101,2). Αυτό είναι ο ιερέας. Προσεύχεται και κραυγάζει στο Θεό τόσο για τον εαυτό του, όσο και για όλους τους ανθρώπους. Με κάθε κίνηση της διακονίας του. Στη ζωή και στο θάνατο. Στο σταυρό και την ανάσταση.
                Αλλά ο ιερέας δεν παύει να είναι και άνθρωπος. Αν είναι έγγαμος, έχει την οικογένειά του. Έχει την πρεσβυτέρα, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Λειτουργεί δηλαδή όχι μόνο ως ποιμένας των πολλών, αλλά και ως πατέρας των λίγων, των οικείων. Αυτών που βλέπουν την ανυπόκριτη διάθεση της ψυχής και της ζωής του. Από τους οποίους δεν μπορεί να κρυφτεί.  Και στα μάτια των οποίων δοξάζεται ο Θεός για την αποστολή που του ανέθεσε ή αμφισβητείται η πίστη, αν δεν υπάρχει ειλικρίνεια και αυταπάρνηση. Το ίδιο κι αν είναι άγαμος. Έχει την άλλη οικογένεια που ορίζει η Εκκλησία. Αυτή της μονής. Αυτή της αδελφότητας. Ή και συμπάσης της Εκκλησίας, αν είναι Επίσκοπος ή ιεροκήρυκας. Κι εκεί φανερώνεται η ανυπόκριτη διάθεση. Στη συναναστροφή. Στην ώρα της γαλήνης. Της ανάπαυσης από τον μόχθο. Στη στιγμή που εισέρχεται εις το ταμιείον του και, κυρίως, την ώρα που εξέρχεται. Έχοντας καταπραϋνθεί και γαληνεύσει δια της προσευχής και της μελέτης. Ή «αδήλως τρέχων και αέρα δέρων, άλλοις κηρύξας αδόκιμος γένηται» (Α’Κορ. 9, 26-27), έχοντας συνηθίσει τη ιερωσύνη του και εκκοσμικευθεί.
                Τέλος, ο ιερέας λειτουργεί και στα πλαίσια της ευρύτερης κοινωνίας. Έτσι κι αλλιώς είναι λύχνος που καλείται να «φέγγει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. 5,15). Και στην κοινωνία δεν είναι μόνο αυτοί που πιστεύουν και ζούνε τη ζωή της Εκκλησίας. Είναι και όλοι όσοι έχουν άποψη. Και ο ιερέας καλείται, χωρίς να είναι ευχάριστος, να είναι αληθινός. Να δίνει σε όσους τον συναντούν και σε όσους τον γνωρίζουν «λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πέτρ. 3, 15) και να λάμπει το «φως του έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως δοξάζουσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5,16). Δεν μπορεί η ιερωσύνη να κρύβεται. Ο ιερέας είναι ηγέτης. Είναι αυτός που μέσα από το λόγο, αλλά και τη σιωπή, μέσα από την μαρτυρία, αλλά και την υπομονή, μέσα από την ενασχόληση με τα πνευματικά, αλλά και μέσα από τη άποψη για τα του κόσμου, δίνει στους ανθρώπους να καταλάβουν την στόχευση της ιερωσύνης που είναι και ιστορική και εσχατολογική. Που είναι ζωή και αγάπη για τον κόσμο και λύτρωση για την αιωνιότητα. Αρχοντιά και συνάμα σεμνότητα, χαρά και συνάμα μετάνοια, αυστηρότητα και συνάμα παρηγοριά για τον παρόντα κόσμο και την ίδια στιγμή, κατάδειξη της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Χριστού και τον γλυκασμό της ωραιότητός Του, όταν το σχήμα αυτού του κόσμου θα παράξει, είτε την ώρα της εξόδου μας από τη ζωή είτε, οριστικά, με την ήχηση της σάλπιγγος και του συσσεισμού που θα σημάνει την κοινήν Ανάστασιν.
                Σταυρός η ιερωσύνη. Και Ανάσταση μαζί. Δεν περιμένουμε από τους ανθρώπους να μας καταλάβουν. Ίσως χρειάζεται πρωτίστως εμείς να καταλάβουμε το μέγεθος της αποστολής και του χαρίσματος. Ιδίως στο σήμερα. Και ελπίζουμε και προσευχόμαστε ότι «εν τη ταπεινώσει ημών» (Ψαλμ. 135, 24) δεν θα μας λησμονήσει ο Κύριος.
 Κέρκυρα, 8 Απριλίου 2013