1/22/25

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

                

Η διαχείριση της μοναδικότητας του θανάτου είναι ίσως η πιο δύσκολη κατάσταση της ζωής μας. Ιδίως όταν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τον αποτρέψουμε, μολονότι η ύπαρξη δίνει την σιωπηρή της μάχη, φέρνει στο φως το δίλημμα της ευθανασίας. Γιατί να υποφέρω, αφού μπορώ να τερματίσω τη ζωή μου με τη βοήθεια της ιατρικής επιστήμης όσο πιο ανώδυνα γίνεται; Γιατί να βλέπω τον άνθρωπό μου να υποφέρει και να μην τον υποβοηθήσω να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια;

                Η ευθανασία στην πραγματικότητα είναι ένα θέμα διαχείρισης των συναισθημάτων μας απέναντι σ’ αυτόν που υποφέρει, αλλά και απέναντι στον δικό μας θάνατο. Είναι ένα ζήτημα το οποίο βρίσκει απάντηση, όταν ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό. Αν ο Χριστός είναι για μας ο κυριεύων της ζωής και του θανάτου, το δίλημμα δεν τίθεται καν. Εμπιστευόμαστε τον Θεό. Εμπιστευόμαστε την προσευχή. Αφήνουμε σε Εκείνον  να έχει τον τελευταίο λόγο. Εννοείται ότι αξιοποιούμε όλα τα ανθρώπινα μέτρα και, πρωτίστως, την ιατρική. Άλλωστε, η επιστήμη είναι δώρο του Θεού.  Γνωρίζουμε όμως ότι Εκείνος τελικά κρίνει γιατί επιτρέπει τη δοκιμασία της ανίατης ασθένειας είτε για μας είτε για τους οικείους μας και διαλέγουμε την οδό της υπομονής, που μας καθαρίζει από τις αμαρτίες και το κακό, αλλά και μας οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού. Άλλωστε, κάθε στιγμή μέσα μας είναι στιγμή μετανοίας. Κάθε λεπτό ζωής μπορεί να οδηγήσει, αν το θέλουμε, στο «Μνήσθητί μου, Κύριε» του ευγνώμονος ληστού. Αλλά και η ιερότητα της ζωής δεν μπορεί να καταργηθεί μπροστά στον πόνο. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο πόνος γεννά το καινούργιο. Όπως η γυναίκα πονά για να φέρει στον κόσμο το παιδί της, έτσι και η ώρα του θανάτου είναι η γέννα της ανάστασης και της ανακαινισμένης ζωής.

                Η συζήτηση για την ευθανασία είναι μία συναισθηματική συζήτηση. Προφανώς και έχουμε συναισθήματα. Πάνω από αυτά όμως βρίσκεται η αλήθεια της σκέψης, της καρδιάς, των αξιών που μπορούν να τα νοηματοδοτήσουν. Βρίσκεται η αλήθεια της σχέσης  και της αγάπης. Ο θάνατος ως χωρισμός του ανθρώπου από τον κόσμο, τον συνάνθρωπο, από το ίδιο του το σώμα είναι γεγονός που φέρνει αδιανόητο πόνο. Πολλοί νιώθουν όμως μεγάλο κενό όταν φεύγει από τη ζωή ο άνθρωπός τους, ακόμη κι αν τον νιώθανε να υποφέρει. Και δεν είναι εγωισμός να θέλεις τον άνθρωπό σου στη ζωή. Είναι αγάπη, γιατί η σχέση θέλει και τις αισθήσεις. Όταν έρχεται η ώρα του θανάτου βεβαίως θα αποχωριστούμε. Τότε όμως δεν θα είμαστε εμείς που αποφασίζουμε αυτόν τον αποχωρισμό, αλλά το θέλημα του Θεού. Δεν είμαστε θεοί για να διαλέξουμε την ώρα της εξόδου. Είμαστε τέκνα Θεού που Τον εμπιστευόμαστε, ιδίως στην δυσκολότερη στιγμή της ζωής.

                Μια επιπόλαιη απόφαση νομιμοποίησης της ευθανασίας μπορεί εύκολα να ανοίξει τον δρόμο στο σύστημα υγείας να απαλλαγεί από «περιττά νοσήλια». Να βάλει σε πειρασμό συγγενείς να κληρονομήσουν νωρίτερα τα προσδοκώμενα. Να κάνει τον κόσμο ολοένα και πιο κυνικό. Να κάνει την τρίτη ηλικία βάρος και μόνο βάρος. Και να δείξει στον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει για την πολιτεία πίστη και Θεός, αλλά μόνο οικονομία, αριθμοί, συναισθηματική διαχείριση και καμία προσπάθεια για ενίσχυση της ιατρικής επιστήμης, ώστε να βρει καινούργια φάρμακα, αφού η λύση είναι προφανής. Ας προβληματιστούμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 22 Ιανουαρίου 2025

1/18/25

ΜΗ ΨΕΥΔΕΣΘΕ ΕΙΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ

 


«Μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολοσ. 3, 9-10).

«Μὴ λέτε ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπὸ πάνω σας τὸν παλιὸ ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας μὲ τὶς συνήθειές του. Τώρα πιὰ ἔχετε ντυθεῖ τὸν καινούριο ἄνθρωπο, ποὺ ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μὲ τὴ νέα ζωή του νὰ φτάσει στὴν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ». 

            Γιατί λέμε ψέματα οι άνθρωποι; Υπάρχουν μερικές προφανείς αιτίες, όπως το ότι θέλουμε να δικαιολογηθούμε για πράξεις μας, τις οποίες κατανοούμε ότι δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως καλές και σωστές, ενώ άλλοτε θέλουμε να κάνουμε επίδειξη χαρισμάτων, ικανοτήτων, επιτυχιών, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Κάποιοι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι πραγματικά μάς συμβαίνει, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουμε έναν ψεύτικο εαυτό. Άλλοτε, δεν έχουμε φιλοσοφήσει στη ζωή και το νόημά της κι έτσι κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, ότι δεν θα έχουμε τέλος, ότι έχουμε δίκιο σε όλα, ότι εμείς είμαστε και κανένας άλλος. Η ηδονή όμως της εξουσίας, της επικράτησης, της δόξας, της αποδοχής μάς κάνει να επιλέγουμε την οδό και τον τρόπο του ψέματος.

            Η Βίβλος ξεκινά την διήγησή της για τον κόσμο με την ιστορία ενός μεγάλου ψέματος: αυτού που είπε ο διάβολος στους ανθρώπους, ότι αν έτρωγαν από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού δεν θα πέθαιναν, αλλά θα γίνονταν θεοί. Ο διάβολος κατηγορεί τον Θεό ότι είπε ψέματα στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι τον πιστεύουν, συνυπολογίζοντας και την εικόνα μπροστά στα μάτια τους, της ωραιότητας του καρπού του δέντρου. Έτσι, επιλέγουν να ακολουθήσουν την οδό του ψέματος του διαβόλου και όχι την αλήθεια της σχέσης με τον Θεό.  Θα διαλύσουν αυτή τη σχέση μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη της επιλογής τους. Θα δικαιολογηθούν για το ότι έχουν κρυφτεί από τα μάτια του Θεού, λόγω της γυμνότητάς τους. Έτσι, θα αναγκαστούν να παραδεχτούν την αμαρτία τους, μόνο που θα κατηγορήσουν ο άνδρας τη γυναίκα και η γυναίκα τον διάβολο, κανείς όμως δεν θα παραδεχθεί ότι φταίει. Το ένα ψέμα φέρνει το άλλο.

            Το ψέμα έρχεται όταν οι άνθρωποι δεν είμαστε έτοιμοι να έχουμε γνήσιες σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, αλλά θέλουμε είτε να πούμε τη μισή αλήθεια ή να στηρίξουμε τις σχέσεις μας τους άλλους στο ψέμα που εντυπωσιάζει πρόσκαιρα, αλλά δεν λυτρώνει. Η ζωή μας βρίθει περιπετειών, ακριβώς διότι στηρίζεται στη φαντασία και στο ψέμα. Άλλοτε θα κερδίσουμε και άλλοτε θα χάσουμε, καθώς ο κόσμος αποδέχεται το ψευδές, μέχρις ότου να γίνει κουραστικό ή να φανεί ένα πιο πειστικό ψέμα. Ο κόσμος αρέσκεται να ζει στο ψευδές, διότι δεν θέλει να αναλάβει ευθύνες και όποιος του υποδεικνύει το ψέμα του, εξασφαλίζει το μίσος και την απόρριψη. Όμως η ζωή μόνο με την αλήθεια μπορεί να πάει μπροστά. Ο λαός μας το λέει. «Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια».

            Ο απόστολος Παύλος, στην προς Κολοσσαείς επιστολή του, μας προτρέπει, αν θέλουμε να είμαστε άνθρωποι του Χριστού, άνθρωποι της βασιλείας των ουρανών, άνθρωποι της καινούργιας ζωής και δημιουργίας, να μη ψευδόμαστε ο ένας προς τον άλλο. Να μην ψευδόμαστε προς τον εαυτό μας, αλλά να μάθουμε από την νεαρή μας ηλικία να είμαστε ειλικρινείς, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες για τα λάθη μας και παλεύοντας για την μετάνοια και αλλαγή. Να θυμόμαστε ότι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, που είναι η αλήθεια, η οδός και η ζωή. Και μέσα στην αλήθεια, ακόμη κι αν δυσκολευόμαστε στις σχέσεις μας, θα βρούμε την αυθεντικότητα της αγάπης και της κοινότητας, διότι ο Χριστός δεν θα μας εγκαταλείψει. Ίσως χρειαστεί να αφήσουμε πίσω ανθρώπους που δεν θέλουν την αλήθεια, αλλά μόνο την κολακεία. Αυτό όμως είναι αναγκαίο, για να μη φθειρόμαστε. Εκεί όμως που δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, διότι οι σχέσεις είναι υποχρεωτικές, ας επιλέξουμε να λέμε και να είμαστε αληθινοί, με διακριτικότητα και αγάπη. Για να μην τρέφουμε κι εμείς ψευδαισθήσεις. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

19 Ιανουαρίου 2025

Κυριακή ΙΒ’ Λουκά

1/14/25

ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

                

Στη δεκαετία του ’80 του προηγούμενου αιώνα δέσποζε ο όρος « αλλοτρίωση», ως αποξένωση από τον συνάνθρωπο, ως «απάθεια» και ενασχόληση μόνο με τον εαυτό μας. Μία σειρά κινημάτων εθελοντικών και ακτιβιστικών προσπάθησε να ανατρέψει αυτή τη στάση ζωής. Από την άλλη, ο ατομοκεντρισμός, ο οποίος θριάμβευσε εις βάρος της συλλογικότητας, με γνώμονά του την μετοχή στα αγαθά του πολιτισμού, τα οποία έχουν ως βάση τους τον κόσμο και το παρόν, έδωσε νέα ώθηση στην «απάθεια», με αποτέλεσμα αυτή να επικρατήσει σαρωτικά. Η εικονική πραγματικότητα, η ενασχόληση του ανθρώπου με τον δικό του κόσμο μέσα από το Διαδίκτυο και το κινητό τηλέφωνο επέτεινε αυτό το αίσθημα. Είμαστε τόσο απορροφημένοι από όσα βλέπουμε, από όσα μπορούμε να παίξουμε, από όσα μπορούμε να σκρολάρουμε, με αποτέλεσμα ο διπλανός μας να μην έχει καμία σημασία για μας.

                Αυτό το βλέπουμε σε ένα μεγάλο ποσοστό στη νέα γενιά. Παιδιά που δυσκολεύονται να διακρίνουν το καλό από το κακό, που αισθάνονται ότι ο κόσμος αφορά στους μεγάλους και όχι σε αυτά, που νιώθουν ότι πρέπει να τα έχουν όλα χωρίς να χρειάζεται να εκτιμήσουν τον κόπο των μεγαλυτέρων, των γονιών τους, των δασκάλων τους, αλλά και εκείνων που αγωνίζονται να τους δείξουν δρόμους, σχηματίζουν μία νέα πλειοψηφία: αυτή που δεν πιστεύει σε τίποτα συλλογικό, που δεν αισθάνεται την ανάγκη να κρίνει και να διακρίνει την αλήθεια, που αρκείται στο να υπάρχει.  

                Είναι όλα τα παιδιά έτσι; Είναι όλη η γενιά «της απάθειας»; Προφανώς και όχι. Απλά, σήμερα συγκροτούν έναν μέσο όρο, ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα να ακούσει τραπ μουσική, να ανεβάσει βίντεο «για πλάκα» με κακοποιήσεις άλλων, που δεν αντιδρά στο κακό διότι δεν θέλει να μπλέξει, που διασκεδάζει με κρύα ανέκδοτα, που παρακολουθεί σειρές οι οποίες συνήθως δεν βγάζουν ένα δυνατό νόημα ζωής, αλλά λειτουργούν στην κωμικότητα και τη ρηχότητα τού να περάσουμε την ώρα μας. Έτσι, η απάθεια θεριεύει και θα δυσκολέψουν πολύ περισσότερο τα πράγματα στο μέλλον σε ό,τι αφορά αυτό που ονομάζουμε «ελεύθερη ψυχή».

                Κι η αγάπη; Θέλει πολύ χρόνο αυτή η γενιά για να συνειδητοποιήσει ότι πλαστήκαμε για να αγαπούμε. Ότι οι σχέσεις με τους άλλους δεν είναι συμφέρον, ηδονή, παιχνίδι, εφήμερο, αλλά χρειάζεται να δώσεις την καρδιά σου. Αν το χρήμα, η καριέρα, η δόξα, η αναγνωρισιμότητα είναι σήμερα τα σημεία-κλειδιά στη νοηματοδότηση της ευτυχίας, η "απάθεια" έρχεται να δέσει με αυτή τη νοοτροπία. Μόνο αν είσαι απαθής, μπορείς να πετύχεις τέτοιους στόχους. Αυτός που είναι ευαίσθητος, που νοιάζεται, που μοιράζεται, που δεν μένει στο εφήμερο μάλλον είναι καταδικασμένος στη μοναξιά ή στην αίσθηση ότι ανεβαίνει την οδό του Σίσυφου.  

                Και η πίστη; Ο Σαμαρείτης στη γνωστή παραβολή είναι ο Χριστός που γίνεται ο αντίποδας της απάθειας. Μόνο που συχνά τα παραδείγματα που έχουν τα παιδιά για τους πιστούς περιορίζονται στις φωνασκίες και τις παλαβομάρες του Διαδικτύου και όχι στην αυθεντική αγάπη, που νικά την απάθεια. Η αναδιοργάνωση των ενοριών σε κοινότητες, η λειτουργική σύναξη με συχνή συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλά και η έγνοια για τον άλλον μπορούν να αποτελέσουν μικρά, αλλά ουσιώδη αντίδοτα.

Αυτός ο δρόμος, αν συναντήσει οικογένεια που θα νοιάζεται και θα μοιράζεται,  παιδεία του «εμείς» και κοινωνία που θα καταδικάζει το ψέμα, μπορεί να συγκροτήσει βάση, ώστε η απάθεια να νικηθεί.  Άλλωστε, πλαστήκαμε για τον άλλον και όχι μόνο για το εγώ. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 15 Ιανουαρίου 2025

1/11/25

ΚΑΤΕΒΗ ΠΡΩΤΟΝ ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΓΗΣ


«Τὸ δὲ «ἀνέβη» τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς;»
(Εφεσ. 4, 9)

«Τὸ ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ πὼς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στὴ γῆ;» 

            Ολοκληρώθηκε ο κύκλος του Δωδεκαημέρου και πάλι καλούμαστε να κάνουμε έναν μικρό απολογισμό, τόσο πνευματικά, όσο και κοινωνικά. Πνευματικά, να θυμηθούμε ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος και κατήλθε μέχρι τοις κατωτάτοις της γης για την αγάπη μας, για να μπορούμε οι άνθρωποι να αναγνωρίσουμε τον Θεό στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου Του, όχι ως ιδέα ή ως αφηρημένη πεποίθηση, αλλά ως έναν από εμάς, ως πρόσωπο δηλαδή που κοινωνεί με πρόσωπα, ως ψυχοσωματική οντότητα ενωμένη με τη θεότητα, που μας κάνει τον Θεό προσιτό και, την ίδια στιγμή, νικώντας τον θάνατο καλεί κι εμάς να Τον ακολουθήσουμε στην άνοδό Του εν τω ουρανώ.

            Αυτή η βιωματική πορεία προσεγγίζεται και ακολουθείται στον τρόπο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και επιμένουμε στη λειτουργική ζωή. Επιμένουμε στην ευλόγηση όλης της κτίσης με τον αγιασμό των υδάτων. Επιμένουμε στην αγάπη που ξεκινά από τη συνάντησή μας στον ναό και συνεχίζεται με τη βίωσή της στην καθημερινή μας συναναστροφή με τους ανθρώπους, όπως και αν είναι και αυτοί και εμείς. Γι’ αυτό και η εθιμολατρία δεν απορρίπτεται, αλλά δεν επαρκεί. Ας κάνουμε λοιπόν την εξέταση του εαυτού μας, πόσο μπορέσαμε  να ζήσουμε τις γιορτές με τον τρόπο της Εκκλησίας και με τη ζωή της.

            Εδώ έρχεται ο απολογισμός σε κοινωνικό επίπεδο. Ζούμε σε μια πραγματικότητα στην οποία οι γιορτές θα εξακολουθούν να είναι μία ανάπαυλα στην καθημερινότητά μας, διότι οι άνθρωποι έχουμε μάθει να ζούμε ακολουθώντας τον κοσμικό τρόπο. Μας φαίνεται αδιανόητο να γιορτάσουμε και διαφορετικά, όταν οι πλατείες είναι στολισμένες, εκδηλώσεις γίνονται με περιεχόμενο εθιμικής ψυχαγωγίας, ο καταναλωτισμός είναι σήμα κατατεθέν και τα ταξίδια και οι διασκεδάσεις μοιάζουν πειρασμοί ακατανίκητοι. Αν χάσουμε όμως την εμπιστοσύνη μας στον Χριστό ως Λυτρωτή και Θεό, τελικά τι απομένει μέσα από όλη αυτή την ευχάριστη αλλαγή, η οποία όμως δεν μας βοηθά να αλλάξουμε νοοτροπία;

            Έχει διαβρωθεί η ζωή μας από την αμαρτία, από την αποτυχία μας δηλαδή να αγαπήσουμε Θεό και άνθρωπο και από την κυριαρχία των κακών λογισμών, όπως επίσης και από τη χρήση του άλλου ως αντικειμένου ηδονής, είτε σωματικά είτε εικονικά. Το «εγώ» μάς κυβερνά. Δεν ρίχνουμε εύκολα μια ματιά στον άλλο, για να του σταθούμε ψυχικά, να τον ακούσουμε, να μοιραστούμε μαζί του τον καημό του, είτε τον συμμεριζόμαστε είτε όχι. Έτσι, δεν μοιάζουμε να είμαστε έτοιμοι να κατεβούμε στα «κατώτερα μέρη της γης», δηλαδή στα έγκατα τόσο της δικής μας ψυχής, όσο και της ψυχής του άλλου, για να μπορέσουμε να συμπορευτούμε στην οδό της αναστημένης αγάπης, στην οδό της ανόδου προς τον ουρανό.

 Τι χρειάζεται στ’ αλήθεια; Λίγο χρόνο να δώσουμε σ’ αυτόν που δυσκολεύεται. Σ’ αυτόν που βλέπουμε στο περιβάλλον μας να ταλαιπωρεί και να ταλαιπωριέται. Μία αίσθηση νοιαξίματος ότι δεν είμαστε έτοιμοι να πυροβολήσουμε, αλλά  να συντροφέψουμε, όσο μπορούμε. Είναι κάπως δύσκολος αυτός ο τρόπος, διότι πρώτα καλούμαστε να δούμε τα δικά μας. Κι εκεί δεν είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε την αδυναμία μας να επιλέξουμε σωστά, να δούμε την αλήθεια για το τι θέλουμε και είμαστε εμείς, ώστε να μπορέσουμε να καταστήσουμε υγιή, αληθινώς αγαπητικά,  τα κίνητρά μας για να προσεγγίσουμε τον κάθε άλλο.

Ολοκληρώθηκε ο κύκλος του Δωδεκαημέρου και η ζωή συνεχίζεται. Ας εμπιστευθούμε τον Χριστό και ας προσπαθήσουμε, ακολουθώντας Τον στην Εκκλησία, να ανέβουμε μαζί Του προς τον ουρανό, την αληθινή πατρίδα μας! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

12 Ιανουαρίου 2025

Κυριακή μετά τα Φώτα

 

1/7/25

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

                


Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο έχουμε λησμονήσει την έννοια της «πλάνης». Ο καθένας έχει την αίσθηση ότι είναι κάτοχος της αλήθειας, όπως τη βλέπει ο ίδιος. Έτσι, και δεν αποδέχεται την αμαρτωλότητά του, δηλαδή την αποτυχία του να δει τον δρόμο του Θεού μαζί με τον Θεό, όπως επίσης και να εκτιμήσει την συνύπαρξη με τους άλλους, που δεν νοείται χωρίς σεβασμό στα χαρίσματά τους, αλλά και με επίγνωση τού τι στέκεται και τι όχι στη ζωή. Αυτή η άρνηση της «πλάνης» στην πραγματικότητα καθιστά τις μεγάλες γιορτές της πίστης ξένες ως προς το πνευματικό τους περιεχόμενο για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Πώς να αποδεχτείς ότι έχεις ανάγκη την Εκκλησία ακριβώς επειδή είσαι σε πλάνη, είτε αυτή έχει να κάνει με την περιπλάνηση σε δρόμους χωρίς την προτεραιότητα του Θεού, είτε με το να ερμηνεύουμε τη ζωή με μόνο κριτήριο το «εγώ» και τον νου μας;

                Στην μεγάλη Δεσποτική εορτή των Θεοφανίων ακούμε την Εκκλησία να ψάλλει: «νάματα Ιορδάνεια περιεβάλου, Σωτήρ, ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Και έκλινας κορυφήν τω Προδρόμω, ο τον ουρανόν μετρήσας σπιθαμή, ίνα επιστρέψης τον κόσμον εκ πλάνης και σώσης τας ψυχάς ημών» (Δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου της εορτής). Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι ο Χριστός εισέρχεται στον Ιορδάνη ποταμό για να δώσει στους ανθρώπους όχι απλώς ένα μήνυμα επιστροφής από την πλάνη, αλλά επίγνωσης ότι ο Ίδιος είναι ο Λυτρωτής. Οι άνθρωποι που εισέρχονταν στον ποταμό, για να βαπτιστούν από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ένιωθαν ότι απέναντι στον Θεό είχαν σφάλει, διότι δεν τηρούσαν τις εντολές Του, και η ύπαρξή τους ήταν βεβαρημένη, καθώς τους έλειπε η χαρά τού να είναι όπως ο Θεός τους θέλει, δηλαδή παιδιά που ακολουθούν τον Πατέρα τους με εμπιστοσύνη και αγάπη. Ο Χριστός όμως εισέρχεται στον Ιορδάνη όχι γιατί είχε ανάγκη του καθαρισμού από τον ρύπο της ψυχής, καθώς ήταν αναμάρτητος, αλλά για να δείξει ότι είναι τέλειος άνθρωπος. Μας καλεί λοιπόν να ακολουθήσουμε την οδό του Θεού. Να πάψουμε να περιπλανιόμαστε χωρίς νόημα πίστης και αιωνιότητας και να βρούμε τη χαρά μέσα από την κοινωνία μαζί Του.

                Στον δρόμο αυτό πρώτος εισέρχεται ο Πρόδρομος. Δέχεται να βαπτίσει τον Χριστό, διδασκόμενος από την ταπείνωση του Θεανθρώπου. Τον εμπιστεύεται, παρότι αυτό που του ζητά ξεπερνά ό,τι θα μπορούσε ο Βαπτιστής να φανταστεί. Και ο Πρόδρομος γίνεται το λυχνάρι που ανοίγει τον δρόμο για το Φως. Μας δείχνει τον τρόπο, που είναι η πίστη. Φωνάζει για την ανάγκη της μετάνοιας, ώστε να μην περιπλανιόμαστε κατά το εγώ μας, αλλά κατά το Ευαγγέλιο του Χριστού και μαζί με τον Χριστό. Έτσι, από το σκοτάδι ανατέλλει φως.

                Στον πολιτισμό της αποθέωσης της πλάνης, όπου τα σκοτεινά χρώματα του εγωκεντρισμού, της εξουσιαστικής βίας, της μοναξιάς που επικαλύπτεται διά του εικονοκρατούμενου πολιτισμού, των φόβων που μας κάνουν αντί να αγαπούμε και να μοιραζόμαστε, να θέλουμε να απολαμβάνουμε για να ξεχαστούμε, συχνά χωρίς μέτρο και όριο, η αναζήτηση της οδού του Χριστού είναι η αρχή της επιστροφής. Χωρίς να μας βγάζει από την ιστορία, η Εκκλησία μάς ζητά να εμπιστευθούμε την παράδοσή της. Να ζήσουμε τη Θεοφάνεια της Αγίας Τριάδος ως το ΝΑΙ στη δική μας ανάπλαση. Και να χαρούμε αληθινά τις γιορτές της πίστης, διότι σ’ αυτές νιώθουμε την παρουσία και την αγάπη του Χριστού.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 8 Ιανουαρίου 2025

1/5/25

ΣΗΜΕΡΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΩΝΗΣΑΜΕΘΑ. ΤΗΣ ΓΑΡ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΟΥΚ ΕΣΤΑΙ ΤΕΛΟΣ

              


  Οι ευχές του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανίων έχουν έναν δοξολογικό, ευχαριστιακό χαρακτήρα και, ταυτόχρονα, μας οδηγούν στο να συλλογιστούμε και να ζήσουμε τη μεγάλη χαρά της εορτής. Για παράδειγμα, η φράση του Αγίου Σωφρονίου, Πατριάρχου Ιεροσολύμων, που έγραψε μετά το προοίμιο, το αρχικό μέρος της ευχής, το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά στην μεγάλη εορτή, ότι «σήμερον βασιλείαν ουρανών ωνησάμεθα. Της γαρ βασιλείας του Κυρίου ουκ έσται τέλος», μας δείχνει ότι η είσοδος του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμού αποτελεί για τον άνθρωπο εξασφάλιση της βασιλείας των ουρανών. Κι αυτό διότι ο Χριστός δεν ενώθηκε μόνο με την ανθρώπινη φύση κατά την ενανθρώπησή Του, όταν «ο Λόγος σαρξ εγένετο», αλλά  η ένωση αυτή περιλαμβάνει και τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όσοι βαπτίζονταν στον Ιορδάνη ποταμό από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Ο Χριστός δεν προσέλαβε μία εξιδανικευμένη μορφή του ανθρώπου, αλλά την αμαυρωθείσα από την αμαρτία, τη φθορά και τον θάνατο φύση μας, για να την αγιάσει, ακριβώς διότι ο Ίδιος είναι ο Θεός και επάνω Του δεν υπάρχει ίχνος αμαρτίας.

                Είναι πολύ παρηγορητική αυτή η διαπίστωση. Η αμαρτία μας δεν αγγίζει τον Χριστό. Η δική Του όμως τελειότητα και καθαρότητα ξεπλένει τις δικές μας αμαρτίες. Και αυτό γίνεται συνεχώς, καθότι ο Χριστός έχει προσλάβει χωρίς να την απεκδύεται την ανθρώπινη φύση, και την έχει μαζί Του καθώς βρίσκεται στη βασιλεία Του, δίπλα στον Πατέρα. Πιστεύουμε σε έναν Θεό που έγινε άνθρωπος, χωρίς να φοβηθεί και να αρνηθεί τα πάθη και τα λάθη μας. Δεν μας απέρριψε ούτε μας απορρίπτει, αλλά συγχωρεί, είναι μαζί μας κάθε στιγμή, μας αγιάζει, μας λυτρώνει, μας εισάγει στη βασιλεία Του, στην οποία δεν υπάρχει τέλος. Κι αυτό πρωτοβιώνεται στον Ιορδάνη ποταμό. Όλη η κτίση εκεί αγιάζεται. Ο Χριστός δεν έχει να εξομολογηθεί αμαρτίες και γι’ αυτό βγαίνει αμέσως από το νερό. Όμως στον Ιορδάνη ποταμό φανερώνεται η Αγία Τριάδα, δηλαδή ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε. Ο Πατέρας μιλά και λέει ότι «αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός», το Άγιο Πνεύμα κάθεται επί τη κεφαλής του Χριστού με την μορφή περιστεριού, δείχνοντάς Τον ότι είναι ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Κι Εκείνος μας αγιάζει και δίνει νόημα στη ζωή μας, γιατί είναι τέτοια η αγάπη Του, χωρίς όρια, ώστε να μην υπολογίζει τίποτε που μας φθείρει. Αυτή η αγάπη είναι μοναδική. Δεν χρειάζεται να προσποιηθούμε ότι είμαστε καλοί και άρτιοι. Στην αγάπη του Θεού δεν υπάρχει εμπόδιο.

                Ζούμε σε έναν κόσμο, στον οποίο η αγάπη έχει προϋποθέσεις. Οι άνθρωποι διαλυόμαστε εύκολα στις σχέσεις μας, διότι βάζουμε το εγώ μας μπροστά και δεν αντέχουμε τον άλλον. Αλλά και στις θρησκείες, οι διδασκαλίες θέτουν τις προϋποθέσεις, που αν δεν τηρηθούν, ο όποιος θρησκευόμενος βγαίνει έξω. Στην δική μας πίστη και παράδοση ο Χριστός μάς καλεί να «διαλεχθούμε», να Του δώσουμε τις αμαρτίες μας. Κι αν ακόμη αυτές είναι κόκκινες σαν το αίμα, Αυτός θα τις λευκάνει, διότι έτσι είναι η αγάπη Του. Καθαρίζει όποιον θέλει να μείνει κοντά Του. Και περιμένει μέχρι τέλους ακόμη και αυτόν που δεν θέλει, αρνείται, αμφισβητεί, προβληματίζεται.

                Η βασιλεία του Θεού είναι η κοινωνία της αγάπης, που περιλαμβάνει  τον άνθρωπο, όπως είναι. Περιλαμβάνει τον καθέναν μας, όπως είμαστε. Αρκεί να αναζητήσουμε τον Χριστό και να Τον ακολουθήσουμε. Τον συναντούμε στην Εκκλησία, στις γιορτές της, στα μυστήρια, στο βάπτισμα, στην ευχαριστία, στην μετάνοια. Δεν είναι για Εκείνον αυτά. Δεν τα χρειάζεται. Είναι σημάδια για μας, ότι υπάρχουν τρόποι να του δείξουμε ότι θέλουμε να μετέχουμε στη βασιλεία Του, της ατελεύτητης αγάπης. Αλλά, ακόμη κι αν δεν βρίσκουμε τον δρόμο, είμαστε εντυπωμένοι μέσα Του. Και χρειάζεται απλώς να δώσουμε ελεύθερα την συγκατάβασή μας, ώστε να ενεργοποιηθεί η κάθαρση των αμαρτημάτων μας, αλλά και της ύπαρξής μας, για να ζήσουμε μαζί Του την αιωνιότητα της χαράς.

                Μεγάλη η εορτή των Θεοφανίων. Γιορτή φωτός, ελπίδας, ευχαριστίας για το ότι ο Θεός μας αγαπά. Γιορτή καινούργιου ξεκινήματος. Ας τη ζήσουμε τόσο στην Εκκλησία διά της μετοχής μας στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όσο και με τη χαρά του Αγιασμού!

                Χρόνια πολλά κι ευλογημένα! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

6 Ιανουαρίου 2025

Των Φώτων

1/4/25

ΕΡΓΟΝ ΠΟΙΗΣΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ



“Tέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον”
(Β’ Τιμ. 4,5)

“Παιδί μου Τιμόθεε, νὰ εἶσαι σώφρων σέ ὅλα, κακοπάθησε, κάμε ἔργο εὐαγγελισμοῦ, τὴ διακονία σου κάνε στὴν ἐντέλεια”.

    Την Κυριακή προ των Φώτων η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει, διά του αποστολικού αναγνώσματος της προς Τιμόθεον Δευτέρας επιστολής του αποστόλου Παύλου, ότι για να μπορέσουμε ως χριστιανοί να εορτάσουμε την μεγάλη εορτή της Θεοφάνειας του Κυρίου και του αγιασμού της κτίσης και των ανθρώπων, χρειάζεται να τηρήσουμε κάποιες προϋποθέσεις.
    Η πρώτη είναι να έχουμε νήψη, εγρήγορση, σωφροσύνη. Αυτό σημαίνει να μπορούμε να βλέπουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού στις περιστάσεις της ζωής, στις δοκιμασίες, στους πειρασμούς, στους λογισμούς, στο πνεύμα του κόσμου τούτου και να μη λυγίζουμε. Να διαλέγουμε να πράττουμε αυτό που ζητά ο Θεός, την αγάπη, την εγκράτεια και το μέτρο, της σωφροσύνη, δηλαδή να μην παρασυρόμαστε από ό,τι ο κόσμος προβάλλει ως οδό ευτυχίας.
    Η δεύτερη είναι η κακοπάθεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να φοβηθούμε τον κόπο, ακόμη κι αν αυτός μας οδηγεί στην ταλαιπωρία του σώματος και της ψυχής, στο να δαπανούμε χρόνο για τον Θεό, στο να μην έρχονται τα πράγματα όπως ο κόσμος υποδεικνύει ότι θα πρέπει να έρθουν και όμως να υπομένουμε. Μικρή κακοπάθεια είναι η αγρυπνία. Είναι η νηστεία. Είναι ο χρόνος της προσευχής. Είναι το να εκκλησιαστούμε, παρά το βαρύ πρόγραμμα που πιθανόν να έχουμε. Είναι το να στερηθούμε κάτι για την αγάπη του Χριστού. Πάντως είναι καθετί που μας βγάζει από τη ρουτίνα, την ευκολία, την άνεσή μας, επειδή αγαπούμε τον Θεό.
    Η τρίτη είναι το έργο του ευαγγελιστή. Ο ευαγγελιστής είναι αυτός που αναγγέλλει το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο, το μήνυμα της Εκκλησίας, της βασιλείας του Θεού, το μήνυμα της αγάπης, του φωτός και της ελπίδας, το μήνυμα της αντίστασης στο εκκοσμικευμένο πνεύμα, στο σαρκικό φρόνημα, το μήνυμα της συνάντησης με τον πλησίον, το μήνυμα της θείας Ευχαριστίας που κάνει τον άνθρωπο να κοινωνεί τον Χριστό ως Σώμα και Αίμα, να παίρνει ζωή και να την μεταποιεί σε αγάπη και ελπίδα. Αυτό το έργο θέλει λόγο και πράξη. Θέλει έξοδο από την προτεραιότητα του εγώ. Από τους τέσσερις τοίχους κάθε σπιτιού και το βόλεμα της ύπαρξης. Θέλει φωνή. Θέλει προσευχή. Θέλει βαθιά πίστη. Είναι ένα έργο ζωής, που δεν έχει τέλος.
    Η τέταρτη είναι το αίσθημα της διακονίας, που πρέπει να φτάνει στον βαθμό της τελειότητας. Και διακονία σημαίνει αναγνώριση της αποστολής που ο κάθε χριστιανός έχει. Από το να παλέψει να κρατήσει την οικογένειά του, να μοιραστεί το φως της πίστης, να έχει την έγνοια ο Χριστός να είναι Αυτός που φαίνεται μέσα από τη δική του στάση και καρδιά, μέχρι και το να δείχνουμε στον κόσμο ότι μέσα από τις γιορτές της πίστης και της Εκκλησίας η ζωή αλλάζει, αγιάζεται, καινουργείται.
    Αυτές οι προϋποθέσεις μοιάζουν δύσκολες στον κόσμο μας, μοιάζουν δύσκολες στη ζωή μας, η οποία κινείται στην προοπτική της ευτυχίας κατά άνθρωπον, όπως η εποχή μας διατρανώνει. Και αυτή η προοπτική έρχεται απέναντι στις προϋποθέσεις αυτές. Αντί για τη νήψη, ο κόσμος ζητά την απορρόφηση από τη δική του πραγματικότητα, την εικονική, την ηδονιστική, την εγωκεντρική. Αντί για την κακοπάθεια, την άνεση με κάθε μέσο. Αντί για το έργο του ευαγγελιστή, το έργο του πλουτισμού και της αυτάρκειας. Αντί για την διακονία, την απαίτηση οι άλλοι να μας υπηρετούν. Έτσι, η γιορτή του Αγιασμού δεν δείχνει να έχει νόημα για τον κόσμο. Πώς να θελήσεις να αγιαστείς, όταν η αγιότητα και ο αγιασμός είναι κάτι ξένο στις προοπτικές σου; Γι’ αυτό και αρκούμαστε στο ύδωρ του Αγιασμού, στο έθιμο, στην αργία, στο θέαμα, χωρίς να μπαίνουμε στην προοπτική του Χριστού, της Βασιλείας των ουρανών, του φωτισμού σύνολης της ύπαρξης.
    Ας προετοιμαστούμε πνευματικά για τη μεγάλη γιορτή. Ας νηστέψουμε. Ας ζητήσουμε τον φωτισμό της αγιότητας, τον φωτισμό του Χριστού, την Εκκλησία ως τρόπο ζωής. Και ας κάνουμε έναν μικρό αγώνα οι προϋποθέσεις που θέτει ο Απόστολος Παύλος να είναι ο δικός μας τρόπος μετοχής στη γιορτή και στην όντως Ζωή, την αναπλασμένη και ανακαινισμένη εν Χριστώ.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
5 Ιανουαρίου 2025
Κυριακή προ των Φώτων