5/31/25

ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΕΑΥΤΟΙΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΟΙΜΝΙΩ

 


«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20, 28)

«Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα Του». 

        Συμπληρώνονται 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ. Χ., στην οποία αποδοκιμάστηκε η αίρεση του Αρείου, ότι ο Χριστός δηλαδή δεν είναι Υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, δημιούργημά Του, όπως υποστηρίζουν και σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και καταγράφηκε επίσημα από τους 318 Θεοφόρους Πατέρες που συμμετείχαν στη Σύνοδο, ότι ο Θεός είναι για μας Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Την Κυριακή μετά την εορτή της Αναλήψεως, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και μας καλεί, ακολουθώντας τη διδασκαλία της, να μη λησμονούμε ποιος είναι ο Θεός στον Οποίο πιστεύουμε, να αφήνουμε κατά μέρος φιλοσοφικές ή γενικές αντιλήψεις περί ενός Θεού ως ανώτερης δύναμης ή ως ενός ξεχωριστού ανθρώπου και να εμπιστευόμαστε την Εκκλησία ως τη Μάνα μας, η οποία μας γαλουχεί με τα πνευματικά νάματα της πίστης, της σωτηρίας, της ανάστασης, της αιωνιότητας, της κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αλλάζοντας τη ζωή μας.

            Στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας βρισκόμαστε στην Μίλητο. Ο απόστολος Παύλος έχει οργανώσει την Εκκλησία της Εφέσου, αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις τόσο των ειδωλολατρών, όσο και των ιουδαϊζόντων, κυρίως όμως διδάσκοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου, καθώς ένιωθε ότι θα έρθουν μετά από αυτόν εκεί αιρετικοί, οι οποίοι θα θελήσουν να οδηγήσουν τους χριστιανούς όχι σε σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία, αλλά σε σχέση με τους εαυτούς τους. Πριν αναχωρήσει ο Παύλος για τα Ιεροσόλυμα και τη Ρώμη, καλεί τους πρεσβυτέρους, τους επισκόπους και ιερείς της περιοχής της Εφέσου στην Μίλητο. Αυτοί θα συνεχίσουν τον δικό του αγώνα. Τους προτρέπει λοιπόν να προσέχουν τόσο τον εαυτό τους αλλά και όλο το ποίμνιο, την Εκκλησία που το Άγιο Πνεύμα όρισε να ποιμαίνουν, έχοντας αναφορά στον Χριστό που στερέωσε την πίστη και την Εκκλησία με το δικό Του αίμα.

            «Προσέχετε εαυτοίς».  Ο λόγος του αποστόλου Παύλου είναι μία συνεχής υπενθύμιση σε όλους τους χριστιανούς, κλήρο και λαό. Καλούμαστε να προσέχουμε να μην αλλοτριωνόμαστε από διδασκαλίες ανθρώπινες, διδασκαλίες προσωπικές και ατομικές, να μη λατρεύουμε ανθρώπους, αλλά τον Χριστό, και να υπακούμε στην Εκκλησία.  Καλούμαστε να προσέχουμε να μην θεοποιούμε τον εαυτό μας, να μη νομίζουμε ότι η σκέψη μας είναι η σωστή, μολονότι είτε ατεκμηρίωτη σε σχέση με την παράδοση της Εκκλησίας, είτε ερμηνευμένη αυτόφωτα, με βάση τη δική μας νόηση.  Αυτή   η προτροπή είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη στην εποχή μας, τη μεταμοντέρνα, όπου ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον εαυτό του και μόνο τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να χάνει τον προσανατολισμό, το νόημα, την αλήθεια πάρα πολύ εύκολα, διότι δεν απορρίπτει τις ρίζες, τα πρόσωπα αναφοράς, την παράδοση, τους Πατέρες, τις Συνόδους, την ίδια την Εκκλησία, και θέλει να έχει πάντα δίκιο ο ίδιος.

            «Προσέχετε παντί τω ποιμνίω». Ο καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τη δική του, προσωπική πίστη, αλλά και για τον λαό του Θεού. Μπορεί ο Θεός να έχει ορίσει κάποιους λίγους να ποιμάνουν το ποίμνιό του, αλλά ο καθένας από εμάς έχει την ευθύνη της υπακοής, της προσευχής και της επίγνωσης ότι η δική του πτώση, το δικό του παραστράτημα, ο δικός του φανατισμός, η δική του άρνηση να λειτουργεί στην προοπτική της μετοχής στην Εκκλησία, επηρεάζει πολλούς. Κανείς δεν σώζεται μόνος του. Κανείς δεν υπάρχει μόνο για το εγώ του. Κληθήκαμε να υπάρχουμε εν σχέσει. Και η σωτηρία είναι γεγονός εκκλησιαστικό και όχι μόνο προσωπικό.

            Η πίστη δεν είναι υπόθεση συμπεριφοράς. Η ηθική μας πορεία πρέπει να είναι απότοκος της πίστης, αλλά δεν προηγείται αυτής. Αν δεν πιστεύουμε ορθώς, μπορεί να είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλά κινδυνεύουμε να μείνουμε έξω του νυμφώνος Χριστού. Αυτό παθαίνουν και οι αιρετικοί κάθε εποχής. Μπορεί κάποιοι ή και πολλοί εξ αυτών να είναι καλύτεροι άνθρωποι, ηθικότεροι, τιμιότεροι από τους χριστιανούς, όμως δεν έχουν κοινωνία με την Εκκλησία και τον Χριστό και ο δρόμος τους είναι σε κίνδυνο απώλειας της σωτηρίας. Διότι εύκολα πέφτουν στον πειρασμό της ηθικής αυτάρκειας. Στον πειρασμό της κατάκρισης, ότι εμείς είμαστε καλύτεροι, διαφορετικοί, εκλεκτοί. Εύκολα αρνούνται ότι ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να την αγιάσει και να τη θεραπεύσει και στο σώμα του Χριστού χωρούνε όλοι, αρκεί να το ζητούν διά της αληθινής πίστεως.

            Τιμώντας τη μνήμη των Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και τη διδασκαλία τους, η οποία αποτυπώνεται έξοχα στο «Σύμβολο της Πίστεως», το γνωστό «Πιστεύω εις ένα Θεόν», η Εκκλησία μας καλεί να λειτουργούμε εν σώματι, εν σχέσει, εν παραδόσει, εν πίστει αληθινή. Ας το παλέψουμε αυτό στους καιρούς του διαδικτυακού θορύβου, των διαδικτυακών αστέρων, εκείνων οι οποίοι γίνονται κριτές των απάντων, εκείνων που  δεν νιώθουν την Εκκλησία σπίτι τους, αλλά μόνο τη δική τους εκκλησία αποδέχονται. Ας μην παρασυρόμαστε και ας εντρυφούμε στην πίστη βιώνοντάς την με τον τρόπο και το ήθος της Εκκλησίας. Κι ακόμη κι αν τα πρόσωπα που έχουν τεθεί εξ Αγίου Πνεύματος να ποιμαίνουν τον λαό του Θεού σφάλλουν, η Εκκλησία θα τους επαναφέρει στην αλήθεια. Όσοι όμως χωρίζονται από την Εκκλησία, για χάρη της δικής τους εκκλησίας, χάνουν τη  χάρη του Θεού και ζούνε την τραγωδία της θεοποίησης, ακόμη και με καλές προθέσεις, του εαυτού και της δικής τους αλήθειας. Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και καταστροφικός. Ας μην ακολουθήσουμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός   

1η Ιουνίου 2025

Των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

5/28/25

ΑΡΕΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ


 Ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έλεγε: «Να τιμάς τις αρετές. Και να μην επιδιώκεις την καλοπέραση. Γιατί οι μεν είναι πράγμα αθάνατο. Ενώ η άλλη εύκολα χάνεται» (Από το «Γεροντικό»).

Οι άνθρωποι έχουμε κατά βάθος στην καρδιά μας την επιδίωξη της καλοπέρασης. Δεν είμαστε έτοιμοι να κουραστούμε, ούτε μπαίνουμε στον κόπο με καλή διάθεση. Θα προτιμούσαμε να τα έχουμε όλα έτοιμα. Αυτό το πράττουμε οι γονείς στα παιδιά μας. Εύκολα τα λυπόμαστε όταν είναι να κουραστούνε και εύκολα τα αμνηστεύουμε όταν έχουν μπροστά τους όρια που πρέπει να τα υπερβούνε και αυτά δεν θέλουν να προσπαθήσουν. Έτσι, όταν έχουν τα παιδιά μας εξετάσεις και δεν προσπαθούνε, η  εύκολη αντιμετώπιση είναι το «δεν πειράζει, τι να κάνουμε». Το ίδιο συμβαίνει και όταν καλούνται να διαβάσουν. Να έρθουν δηλαδή μπροστά σε μία απόπειρα να καλλιεργήσουν τη σκέψη και την ψυχή τους, να μάθουν πράγματα για τη ζωή τους, να βιώσουν ότι «τα αγαθά κόποις κτώνται». Οι γονείς είμαστε έτοιμοι να καταγγείλουμε το σύστημα, τους εκπαιδευτικούς, τις απαιτήσεις, όχι όμως να ωθήσουμε τα παιδιά μας, κάποτε και με το δικό μας παράδειγμα, να παλέψουν στον αγώνα της παιδείας.

Αν μπείτε σε ένα συνηθισμένο εφηβικό δωμάτιο, θα διαπιστώσετε ακαταστασία. Το ίδιο και στα παιδικά δωμάτια. Το πρόβλημα δεν είναι όμως η έλλειψη τάξης. Είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι δεν ενοχλούνται από αυτήν. Είναι ότι οι γονείς, ιδιαιτέρως οι μητέρες, θα πρέπει να αναλάβουν την τακτοποίηση, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, χωρίς να θέλουν να πιέσουν ουσιαστικά τα παιδιά να κάνουν αυτό το βήμα. Προφανώς και τα παιδιά θα παίξουν, θα ανακατέψουν. Το ίδιο και οι έφηβοι. Προφανώς θα υπάρχει και πλήξη και έλλειψη διάθεσης στο τέλος της ημέρας ή στην αρχή της το δωμάτιο να τακτοποιηθεί. Το θέμα είναι ότι συσσωρεύεται η αδιαφορία και η επιθυμία της καλοπέρασης έχει να κάνει με την άρνηση του κόπου.

Το όραμα των γονέων είναι τα παιδιά τους να μην κουραστούν όσο οι ίδιοι. Έτσι, τα πάντα τείνουν προς μία καλοπέραση, χωρίς, ταυτόχρονα, να υπάρχει ενδιαφέρον τα παιδιά να ασκηθούν στην αρετή. Και η αρετή έχει να κάνει με τον κόπο της υπέρβασης του εαυτού, της μη υποταγής σε κάθε επιθυμία, η οποία δεν είναι αυτονόητα καλή. Η αγάπη είναι η αρετή. Η αγάπη θέλει αγώνα ελευθερίας, η οποία εξ αρχής είναι δώρο του Θεού σε όλους μας, που είμαστε εικόνες Του. Ο κόπος δεν είναι κακό. Ο κόπος λειαίνει την ψυχή. Μαθαίνει τον άνθρωπο να εκτιμά τους σταυρούς του. Να μην τους θεωρεί καταστροφή, αλλά αφετηρία αγώνα, πίστης στον Θεό που ουδέποτε μας αφήνει στην πραγματικότητα μόνους μας.

Ο ασκητικός λόγος αναφέρει ότι οι αρετές είναι αθάνατο πράγμα. Συνοδεύουν τον άνθρωπο και σ’ αυτήν και στην άλλη ζωή, διότι τον κάνουν ταπεινό, τον κάνουν να νιώθει την αδυναμία του και να μην το βάζει κάτω, ακόμη κι αν ηττάται. Τον βοηθούν να δει τη δύναμη της συγχώρεσης του Θεού, της ελπίδας που η σχέση μας μαζί Του μάς προσφέρει. Αντίθετα, η καλοπέραση παρέρχεται. Ας μην πορευόμαστε λοιπόν με την αίσθηση ότι η ευτυχία είναι η αυτάρκεια και η άνεση. Η χαρά είναι απαραίτητη προφανώς στη ζωή, για να ξεκουραζόμαστε. Δεν μπορεί όμως η καλοπέραση να είναι ο στόχος. Η δημιουργία, η αρετή, η σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο, με όσον κόπο κι αν χρειαστεί, είναι ο δρόμος.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 28 Μαΐου 2025

ΜΗ ΕΑΣΗΣ ΗΜΑΣ ΟΡΦΑΝΟΥΣ ΚΥΡΙΕ

                 

Μία αγωνιώδη κραυγή, που βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς, εκφράζει ο ιερός υμνογράφος της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου: «Ανελθών εις ουρανούς, όθεν και κατήλθες, μη εάσης ημάς ορφανούς, Κύριε» (Στιχηρό της Λιτής της εορτής).

 «Μη μας αφήσεις ορφανούς». Οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού και προσβλέπουμε σε Εκείνον, όπως προς τον φυσικό μας πατέρα. Δεν θέλουμε την ορφάνια, την απώλεια, την αίσθηση ότι δεν είναι μαζί μας. Δεν είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ο πατέρας μας δίνει τη ζωή, όπως επίσης και μας στηρίζει με την αγκαλιά, την παρηγοριά, το αίσθημα της ασφάλειας. Ο πατέρας νοιάζεται για μας, γίνεται θυσία , μας παρακολουθεί διακριτικά, μας συμβουλεύει, μας μαλώνει αν χρειαστεί, μας βάζει όρια, αλλά και χαίρεται με την ελευθερία μας, όταν προχωρούμε στην οδό που έχουμε επιλέξει και αυτή η οδός είναι δύναμης και ζωής αληθινής και δημιουργικής. Ο πατέρας είναι ένα κομμάτι από την καρδιά μας. Δεν έχει σημασία αν συμφωνούμε μαζί του. Γνωρίζουμε όμως ότι δεν θα μας εγκαταλείψει. Είναι η εγγύηση της κοινωνικότητας και η άρση της μοναξιάς. Ένας λόγος του πατέρα είναι αρκετός για να νιώσουμε ότι γνωρίζουμε πού θα απευθυνθούμε. Ότι έχουμε στήριγμα. Ένα βλέμμα του πατέρα είναι αρκετό είτε για να πάρουμε κουράγιο, είτε για να νιώσουμε χαρά, είτε για να μαζευτούμε, στα λάθη μας. Κυρίως όμως είναι η αγκαλιά του. Η αίσθηση της συγγνώμης που παρέχεται με γενναιοδωρία. Πως ό,τι κι αν πράξει το παιδί, δεν κλείνει ο δρόμος για το σπίτι.

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Οι μαθητές, βλέποντας τον Χριστό να αναλαμβάνεται στους ουρανούς, να φεύγει από κοντά τους ως φυσική παρουσία, νιώθουν τον φόβο της ορφάνιας. Δεν είναι πως δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Δεν είναι ότι έχουν να μάθουν κάτι που δεν ξέρουν. Είναι αυτό το σφίξιμο στην καρδιά, το αίσθημα ότι ελευθερώθηκαν από την φυσική Του παρουσία μεν, αλλά δεν μπορούν να προχωρήσουν, διότι το συναίσθημα τούς καθηλώνει στο «είμαστε μόνοι χωρίς Εκείνον και τώρα τι θα κάνουμε;». Και η κραυγή γίνεται κραυγή αγωνίας, φόβου για το μέλλον, ανασφάλειας για το πώς θα διαχειριστούνε την ελευθερία τους, Ποιος θα τους καθοδηγήσει, θα  τους συμβουλέψει, θα τους ενισχύσει στους σταυρούς που έρχονται, θα τους ωθήσει να προχωρήσουν και να μη λυγίσουν;

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Πικρό δώρο στ’ αλήθεια η ελευθερία. Το να πατήσεις πάνω σ’ αυτήν για να χτίσεις, χρειάζεται πολύ θάρρος. Στην πραγματικότητα, μπορεί να μοιάζουμε ανακουφισμένοι όταν δεν έχουμε κανέναν πατέρα δίπλα μας, διότι η ύπαρξή μας λαχταρά να  ανοίξει τα φτερά της μόνη της, αλλά η καρδιά και το μυαλό μας μάς υπενθυμίζουν ότι η μοναξιά της ελευθερίας είναι ένα τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε και αυτό δεν είναι εύκολο να το αντέξουμε. Θα θέλαμε, έστω και αργά το βράδυ της κάθε ημέρας της ζωής μας, να γυρίζουμε στο σπίτι και η αγκαλιά και η συμβουλή του πατέρα να είναι μία μικρή παρηγοριά. Δεν αντέχεται η ορφάνια.

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Το γνωρίζει ο Χριστός. Και γι’ αυτό θα στείλει το Παράκλητο Πνεύμα στον κόσμο και στους μαθητές του, για να ειρηνεύσουν οι καρδιές τους. Για να τους υπενθυμίζει ότι δεν θα λείψει ποτέ από κοντά τους ο Χριστός, αλλά θα είναι παρών στη Θεία Κοινωνία, στο Σώμα και στο Αίμα του, θα είναι παρών στην Εκκλησία, στη συνάντηση των προσώπων, θα είναι Παρών στην αγάπη, όταν ο ένας θα μοιράζεται το χάρισμα, τη γνώμη, το έργο, τη συμπαράσταση, την αλήθεια με τον άλλον. Και τότε, τα πάντα θα παίρνουν τη ζεστασιά της υιοθεσίας. Οι μαθητές θα θυμούνται και θα ζούνε ότι δεν πιστεύουν σε έναν Θεό απόμακρο, ανώτερη δύναμη, άνιωθο για τους καημούς τους, απομακρυσμένο από την ανάγκη της παρηγοριάς, αλλά σε έναν Θεό παρόντα, που μυστικά και με χάρη θα γιατρεύει με το λάδι της αγάπης και το κρασί της χαράς τις πληγές τους, θα τους ενισχύει καρδιακά, θα τους παροτρύνει να μη σταματήσουν, αλλά και θα τους βοηθά να νιώθουν ότι η ελευθερία δεν είναι αυτάρκης, διότι χρειάζεται την αγάπη για να γίνει πλήρης.

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Σε έναν κόσμο στον οποίο θριαμβεύει η έπαρση τού «δεν έχω ανάγκη κανέναν», όπου η φιγούρα του πατέρα πρέπει να εξοντωθεί, διότι «μόνο το εγώ» αρκεί για να είμαι δήθεν ευτυχισμένος, όπου κάθε ρίζα θεωρείται ξεπερασμένη αντίληψη, η παραδοχή ότι χρειαζόμαστε την πίστη, την παράδοση, την Εκκλησία, κυρίως τον Χριστό είναι το πρώτο βήμα για να βρούμε τη χάρη του Πνεύματος. Διότι όταν νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε παιδιά, τότε ο Χριστός θα μας δίνει την πατρότητα, τη φιλία, τη δύναμη να αντέξουμε. Θα είναι δίπλα μας στις ήττες μας. Θα αγιάζει τις χαρές μας. Θα μας φωτίζει κατά τον τρόπο του να προχωρούμε, και στον δρόμο της βασιλείας Του.  Κι ακόμη κι αν μας λείπει ο φυσικός μας πατέρας, ο Χριστός είναι Αυτός που θα μας υπενθυμίζει ότι τίποτε δεν είναι κενό, ότι δεν υπάρχει ορφάνια εκεί όπου υπάρχει μνήμη, αγάπη, συνάντηση.

Αυτή η πορεία προϋποθέτει προσωπική απόφαση. Όχι βεβαιότητες, αλλά ψηλάφηση της αλήθειας, εναπόθεση των φόβων και καινούργιο ξεκίνημα, μετάνοιας και αγάπης. Κυρίως όμως, προϋποθέτει Εκκλησία. Αυτή που λησμονούμε, παραδομένοι στην αυτάρκεια ενός κόσμου που έχει κάνει την ελευθερία ψευδαίσθηση δύναμης και όχι σύζευξη αγάπης.

Χρόνια πολλά! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

29 Μαΐου 2025

Της Αναλήψεως

 

5/23/25

«ΜΗΔΕΝ ΠΡΑΞΗΣ ΣΕΑΥΤΩ ΚΑΚΟΝ»

 


« ᾿Εφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε» (Πράξ. 16,  28)

Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή ο Παύλος λέγοντας: «Μην πράξεις στον εαυτό σου κανένα κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ». 

            Μία σκηνή, η οποία θυμίζει στιγμές της δικής μας ζωής, περιγράφει ο απόστολος Λουκάς στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων». Οι απόστολοι Παύλος και Σίλας βρίσκονται φυλακισμένοι στους Φιλίππους, στη σημερινή Καβάλα, και τη νύχτα, στη φυλακή, γίνεται σεισμός, με αποτέλεσμα ο δεσμοφύλακας της φυλακής να πιστέψει ότι οι απόστολοι δραπέτευσαν και επειδή την ευθύνη θα έπρεπε να την αναλάβει ο ίδιος ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει με το μαχαίρι του. Δεν ήταν μόνο θέμα τιμής επειδή ένιωθε ότι δεν επιτέλεσε την εργασία του. Ήταν και θέμα ανάληψης της ευθύνης έναντι της κοινωνίας που του εμπιστεύθηκε αυτή τη θέση, ακόμη κι αν δεν φαινόταν κάτι το σημαντικό για τους πολλούς. Τότε ο απόστολος Παύλος τον προλαβαίνει και τον προτρέπει: «μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν».

            Η φράση του αποστόλου Παύλου δεν είναι μόνο μία αποτροπή στο να βλάψει τον εαυτό του ο άνθρωπος εκείνος. Έχει να κάνει και με την ανάγκη μας να βλέπουμε καθαρά τη ζωή και τις περιστάσεις. Η πρώτη σκέψη μας, ο πρώτος λογισμός μας συχνά γίνεται λογισμός απελπισίας, καθότι ο νους θολώνει, όταν δεν βλέπουμε καθαρά το τι συμβαίνει, φορτισμένοι συναισθηματικά από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και παλεύουμε, αλλά και από την αίσθηση τού τι είναι σωστό και τι λάθος στις επιλογές της ζωής μας. Δεν μπορούμε να δούμε λίγο πιο σφαιρικά, κάποτε με περισσότερη υπομονή, κυρίως όμως χωρίς φόβο, αλλά με εμπιστοσύνη στο θέλημα και την πρόνοια του Θεού. Έτσι, το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Και η απογοήτευση, είναι κατάσταση που προέρχεται εκ του πειρασμού, διότι ο διάβολος μας υποβάλλει την ιδέα ότι είμαστε ανίκητοι, ολόσωστοι, ότι δεν πρέπει να χάσουμε για κανέναν λόγο, και τότε το αταπείνωτο φρόνημά μας μάς οδηγεί σε χειρότερες επιλογές.

            «Μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν». Ο Παύλος του επισημαίνει ότι κανείς δεν έφυγε. Κι αυτό δείχνει ότι ο χριστιανός δεν δραπετεύει από τον κόσμο, αφήνοντας άλλους να πληρώσουν το τίμημα, αλλά μένει και παλεύει. Έτσι, ο δεσμοφύλακας καλείται να δει τη ζωή στα πλαίσια μιας νέας κοινότητας. Δεν είναι η εργασία, το κοσμικό φρόνημα, η αίσθηση ότι είναι υπάλληλος ενός συστήματος που μετρά, αλλά η κοινότητα της πίστης. Μέσα από αυτήν ο άνθρωπος κάνει καινούργια αρχή, νικώντας το κακό, αλλά και μη όντας μόνος του βρίσκει συνανθρώπους που τον αγαπούνε και τον νοιάζονται.

            Άραγε, λειτουργούμε ως Εκκλησία σ’ αυτή την προοπτική σήμερα ή έχουμε υποταγεί στο πνεύμα του ατομοκεντρισμού που μας κάνει να θέλουμε να κρατήσουμε για τον εαυτό μας τα όσα έχουμε, δεν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε σφάλματα και ήττες και βρίσκουμε τις εύκολες λύσεις της απόγνωσης και της καταστροφικότητας; Και το χειρότερο, νιώθουμε ότι πρέπει να στηρίξουμε τους αδελφούς μας, ώστε, όντας μέλη της κοινότητας, να συμπορευόμαστε μαζί τους ή δραπετεύουμε από τις δυσκολίες για να σώσουμε μόνο τον εαυτό μας;

            Η ανάσταση του Χριστού συνεπάγεται και την ανάληψη της ευθύνης να λειτουργήσουμε ως μέλη μιας νέας κοινότητας αγάπης, ελευθερίας, αλήθειας και ελπίδας, στην οποία χωρούνε και οι άλλοι. Ας τους στηρίξουμε, για να μην πράξουν το κακό από απελπισία, φόβο και, κυρίως, μοναξιά.

            Χριστός Ανέστη! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

25 Μαΐου 2025

Κυριακή του Τυφλού

5/21/25

ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΙΑΣΤΙΚΕΣ, ΕΡΓΑ ΒΙΑΣΤΙΚΑ


 «Θέλω έργο ελαφρό και να μένει, παρά επίπονο από την αρχή και γρήγορα να κόβεται», έλεγε ο Αββάς Ματώης (Από το «Γεροντικό»)

                Οι άνθρωποι βάζουμε έναν στόχο ή ξεκινάμε μία προσπάθεια με ενθουσιασμό. Το συζητάμε, το αποφασίζουμε, ιδίως αν είναι κάτι που ονειρευόμαστε, κάνουμε μεγάλες δηλώσεις και σπεύδουμε να το υλοποιήσουμε. Επειδή όμως δεν έχουμε υπολογίσει τις δυσκολίες του, όταν έρχεται η στιγμή που διαπιστώνουμε ότι ο κόπος που καλούμαστε να καταβάλουμε είναι δυσανάλογος με τα αποτελέσματα που φαίνεται να έρχονται, ενώ και τα εμπόδια δεν μοιάζουν τόσο απλά όσο τα είχαμε υπολογίσει, απογοητευόμαστε, με αποτέλεσμα το έργο γρήγορα να σταματά και να γίνονται όλα ματαίωση.

                Ανάλογα συμβαίνει και με τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, ιδίως στον έρωτα και στη φιλία. Ο ενθουσιασμός έρχεται στην αρχή, όταν αυτός ή αυτή που συναντάμε δείχνουν ενδιαφέρον για μας. Αν μάλιστα είμαστε μοναχικοί, κάποτε και απογοητευμένοι, τότε αγκιστρωνόμαστε στη σχέση, με αποτέλεσμα να μην έχουμε υπολογίσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα που έχουμε επιλέξει να συναναστραφούμε. Η βιασύνη έτσι μάς οδηγεί στο λάθος και την απογοήτευση. Ιδίως όταν βλέπουμε τη ζωή εντελώς συναισθηματικά, χωρίς να χρησιμοποιούμε το λογικό μας, όταν αισθανόμαστε αδύναμοι εσωτερικά και νιώθουμε την ανάγκη από κάπου να πιαστούμε, τότε η απογοήτευση μοιάζει αναπόφευκτη. Και μπορεί να μη θέλουμε να παραδεχτούμε το λάθος μας, να προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε μια σχέση χωρίς νόημα κάνοντας υποχωρήσεις, δικαιολογώντας τον άλλον, ελπίζοντας σε ένα διαφορετικό μέλλον, παλεύοντας να τον σαγηνεύσουμε με τον δικό μας τρόπο, αλλά έρχεται η στιγμή που θα διαπιστώσουμε το αδιέξοδο. Κι έτσι η βιασύνη στη σχέση θα οδηγήσει ξανά σε ματαίωση.

                Αντίστοιχα συμβαίνει σε όσους έχουν γνωρίσει τον Θεό ύστερα από μια μεγάλη υπαρξιακή περιπέτεια. Ενθουσιάζονται μέσα από την μετάνοια και κάνουν μια προσπάθεια, η οποία συχνά φτάνει στα όρια της υπερβολής. Γίνονται εύκολα φανατικοί, στην προσπάθειά τους να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο μακριά από τον Θεό και να φέρουν το μήνυμα που οι ίδιοι ζούνε και σε άλλους ανθρώπους. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι ο δρόμος του καθενός προς τον Θεό είναι προσωπικός. Ότι η ελευθερία του άλλου είναι σεβαστή και ότι δεν μπορούμε, όσο και να θέλουμε να μοιραστούμε τον ενθουσιασμό μας, να τον επιβάλλουμε. Κάποτε, όταν ο ενθουσιασμός που έχει φορτωθεί πολλά ατονήσει, τότε η πτώση γίνεται έντονη. «Ενύσταξεν η ψυχή μου από αηδίας». Το ερώτημα γιατί ο Θεός μάς ξεχνά αναφύεται έντονο. Η απώλεια όμως του μέτρου από την δική μας πλευρά, έγινε η αιτίας της ματαίωσης.

                Ο ασκητικός λόγος είναι εμπειρικός και σοφός. Καλύτερα ένα ελαφρύ έργο, μία σχέση με περίσκεψη, μία στροφή στον εαυτό μας και ένας αγώνας εντός της καρδίας μας, με μέτρο, αγάπη και υπομονή έναντι των άλλων, παρά έργα, υποσχέσεις, λόγια που κάνουν θόρυβο, αλλά δεν έχουν να κάνουν με αυτό που μπορούμε ή με αυτό που θα μπορούσαμε να παλέψουμε. Ο άλλος είναι ένας απρόβλεπτος παράγοντας. Δεν πρέπει να τρέχουμε πιο γρήγορα από όσο μπορεί να μας ακολουθήσει, ενώ και τα μεγάλα έργα χρειάζονται δύναμη, προσευχή και επιμονή. Απόφαση υπέρβασης του εαυτού. Θυσία. Όχι, τελικά, απαίτηση επιτυχίας, αλλά προσπάθεια.

                Οι μεγάλες φιλοδοξίες συχνά κρύβουν εγωισμό και έλλειψη αυτογνωσίας. Βήμα-βήμα χρειάζεται, λίγα στην αρχή και έχει ο Θεός. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 21 Μαΐου 2025

5/16/25

ΤΗ ΠΡΟΘΕΣΕΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΠΡΟΣΜΕΝΕΙΝ ΤΩ ΚΥΡΙΩ 


«Ὅς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ»
(Πράξ. 11, 23-24)

«Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε καὶ εἶδε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ,  χάρηκε καὶ παρώτρυνε ὅλους νὰ παραμένουν πιστοὶ στὸν Κύριο  μὲ σταθερὴ καρδιά, διότι ἦταν πραγματικὰ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιο καὶ πίστη. Ἀρκετὸς  λαὸς προστέθηκε στὸν Κύριο». 

            Με έναν πολύ όμορφο λόγο αναφέρεται το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» στην μεταστροφή των κατοίκων της Αντιόχειας στον Χριστό. Ο απόστολος Βαρνάβας τους προτρέπει «να παραμένουν πιστοί στον Κύριο με σταθερή καρδιά», να είναι η πρόθεση της καρδιάς τους στραμμένη προς τον Χριστό και να προσμένουν την φώτιση και την δωρεά της παρουσίας Του, χωρίς να λυγίζουν μετά τον διωγμό που οι Ιουδαίοι έκαναν στους χριστιανούς, με αφετηρία το μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Και πραγματικά, πολύς λαός προστέθηκε στον Κύριο.

            «Τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω». Η πίστη έχει ως προϋπόθεση να στραφεί η καρδιά μας προς τον Κύριο. Ο Χριστός είπε ότι όπου είναι ο θησαυρός μας, εκεί είναι και η καρδιά μας. Αν η καρδιά μας είναι στραμμένη προς τον Χριστό, κοιτά ψηλά, νιώθει ότι μέσα από τη σχέση μαζί Του η ζωή μας έχει νόημα, τότε είμαστε κοντά Του με την πρόθεσή μας, με την ελευθερία μας, όχι από εξαναγκασμό, ούτε από συνήθεια, ούτε από φόβο, αλλά μόνο από αγάπη. Και η αγάπη αυτή είναι πληρωτική της ύπαρξης. Δεν επεξεργάζεται τα γεγονότα της ζωής με την ανησυχία του λογικού, με το κίνητρο του συμφέροντος, αλλά βλέπει την πορεία μας ως εκπλήρωση του σχεδίου και της πρόνοιας του Θεού για μας, που κάποτε μπορεί να μη λειτουργεί με τους ρυθμούς που εμείς επιθυμούμε, αλλά δεν είναι λησμονητική για μας. Θέλει καρδιά που να προσεύχεται, να ελπίζει, να αγαπά, να χαίρεται, να προσμένει. Κι εδώ η πίστη διαδραματίζει μοναδικό ρόλο. Διότι η καρδιά που βλέπει προς τον Χριστό κάνει την πίστη να δυναμώνει.

            «Τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω». Και προσμένω δεν σημαίνει μόνο περιμένω από τον Χριστό να μου δείξει τον δρόμο ή να μου δώσει αυτό που επιθυμώ. Σημαίνει ότι μένω σταθερά κοντά στον Χριστό, στην προσμονή της χάριτος και του ελέους Του και αποδέχομαι ακόμη και τους σταυρούς που έρχονται στη ζωή. Σηκώνω τους σταυρούς. Ξέρω ότι θα έρθει η ανάσταση. Προσμένω όμως. Δεν φεύγω ούτε διά των λογισμών, ούτε διά της δικής μου ερμηνείας της ζωής, ούτε διά των παθών μου από τη σχέση μαζί Του. Και προσεύχομαι καρδιακά Εκείνος να είναι   το στήριγμα και ο οδηγός μου, ανεξαρτήτως περιστάσεων. Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται παθητικότητα. Κάνω αυτό που περνά από το χέρι μου. Αλλά έχω την ηρεμία και τη γαλήνη της πίστης και της προσμονής ότι Εκείνος έχει τον τελευταίο λόγο.

            «Τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω». Η προσμονή συνεπάγεται τη ζωή της Εκκλησίας, την ένταξή μου σ’ αυτήν. Και είναι ίσως πολλές οι απογοητεύσεις που ζούμε οι άνθρωποι στην Εκκλησία, κυρίως από την απουσία γνήσιας κοινότητας και κοινωνίας, από την αδυναμία να βρούμε πρόσωπα που θα μας σταθούν, αλλά και από την δική μας νοοτροπία που δεν θέλει κάτι περισσότερο από την Εκκλησία, εκτός από την εκπλήρωση των όποιων θρησκευτικών μας καθηκόντων και μία αίσθηση ότι όταν πεθάνουμε θα πάμε στη βασιλεία του Θεού, αφού στη ζωή ήμασταν εντάξει. Όμως η παραμονή στην Εκκλησία συνεπάγεται έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο αγώνα ιεραποστολής, μαρτυρίας δηλαδή του Ευαγγελίου στη ζωή τη δική μας αλλά και των  άλλων ανθρώπων, με πολλή ή έστω λίγη αγάπη και αλήθεια. Μία καρδιά καιομένη, που να μοιράζεται τη φλόγα της. Και πρωτίστως, να συγχωρεί.

            Αυτή την προσμονή της καρδιάς στον Κύριο ας την αναζητούμε στην εποχή και στον κόσμο μας. Και Εκείνος θα προσθέτει αυτό που μας λείπει, αυτό που ο κόσμος μας αφαιρεί, αυτό που η αδυναμία και ο κλονισμός μας δεν μας επιτρέπουν να ζήσουμε.

            Χριστός Ανέστη! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

             

5/13/25

Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

 

Είπε ο Αββάς Ηλίας της διακονίας: «Τι δύναμη έχει η αμαρτία, όπου υπάρχει μετάνοια; Και τι ωφελεί η αγάπη, όπου υπάρχει υπερηφάνεια;» (Από το «Γεροντικό»).

Μία από τις πιο δύσκολες πνευματικά καταστάσεις στη ζωή του ανθρώπου είναι η υπερηφάνεια. Αυτή οδήγησε τον διάβολο στην πτώση. Αυτή καθιστά και τον άνθρωπο ανήμπορο να ωφεληθεί στη ζωή του, καθότι κάνει τα πάντα για την αυτοδικαίωσή του, για το συμφέρον του, για την αναγνώρισή του από τους άλλους.

Αυτό το βλέπουμε ιδιαιτέρως στην εποχή μας. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και το Διαδίκτυο μάς παρασύρουν σε έναν διαγκωνισμό προβολής. Καλούμαστε να αποδείξουμε ότι υπάρχουμε και αυτό μας κάνει να θέλουμε να φανερώσουμε το ποιοι είμαστε, τι κάνουμε, πόσο ανήκουμε στον συρμό ή πόσες επιτυχίες έχουμε. Σπανιότερα νοιαζόμαστε να μοιραστούμε στιγμές που αισθανόμαστε ότι έχουμε κάτι αληθινά να πούμε στους άλλους, όχι για να μας επαινέσουν, αλλά για να συμπροβληματιστούμε μαζί τους. Παράλληλα, ο σύγχρονος κόσμος θέλει με κάποιον τρόπο να μας πείσει ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για το σώμα μας, την εμφάνισή μας, τους τρόπους μας, διότι μόνο έτσι θα μας προσέξουν οι άλλοι. Βγαίνει έτσι μια αυταρέσκεια, που γίνεται φιλαρέσκεια. Και ο φιλάρεσκος, είναι υπερήφανος.  

Ο ασκητικός λόγος αναρωτιέται σε τι ωφελεί η αγάπη, εκεί όπου υπάρχει η υπερηφάνεια; Σκληρός ο λόγος και πρόσκληση σε μετάνοια. Διότι ακόμη και η αγάπη νοθεύεται. Όταν ο άνθρωπος περηφανεύεται για τον εαυτό του, τα επιτεύγματά του, τις προκλήσεις που γεννά χάρις στην παρουσία του, αλλά και αυτές στις οποίες ανταποκρίνεται, τότε η έγνοιά του δεν είναι ο πλησίον, αλλά ο εαυτός του. Και η αγάπη, στην πραγματικότητα, είναι έξοδος από τον εαυτό μας, ανεξαρτήτως ανταπόδοσης.  Δεν έχει ως σκοπό της την αναγνώριση, αλλά το άνοιγμα της καρδιάς και της συνείδησης που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Άλλωστε, κληθήκαμε, ως εικόνες Θεού, να αγαπάμε και να χαιρόμαστε τη ζωή και την κοινωνία με τους άλλους, ακόμη και να συγχωρούμε εκείνους που δεν μας αντέχουν και, ίσως, δεν τους αντέχουμε.

Μπορείς να αντέξεις σε μια εποχή, όπου το παιχνίδι της κοινωνικότητας παίζεται στην πραγματικότητα με όρους υπερηφάνειας;

Το μέτρο μπορεί να είναι μια κάποια απάντηση. Η αποφυγή της πρόκλησης. Η αίσθηση πως ό,τι είμαστε δεν είναι για μας, αλλά για τον Θεό. Η υπέρβαση του φόβου της αποδοκιμασίας και η άρνηση να είμαστε ευχάριστοι. Η απόφαση να είμαστε αληθινοί. Κυρίως  όμως ταπεινοί. Το να αποφασίσουμε ότι το αληθινό συμφέρον μας δεν βρίσκεται στη δόξα και την αναγνώριση ούτε στην πλεονεξία, αλλά στην αγάπη που μοιράζεται. Και κάπου-κάπου η σιγή. Δεν χρειάζεται ο κόσμος να γνωρίζει πολλά. Ίσως μόνο τα απαραίτητα. Αν καταφέρουμε να νοιαστούμε για όσους μας αγαπούνε και για όσους αγαπούμε, αυτό να μπορεί να γίνει προτεραιότητα και νόημα. Για τα υπόλοιπα έρχεται η μετάνοια.

Από την άλλη, ο κόσμος σήμερα δυσφημεί Θεό και πίστη εξαιτίας της δικής μας ανεπάρκειας. Κάποτε η σιγή έρχεται ως αποτέλεσμα βολέματος και αδιαφορίας. Γίνεται μία έκφραση ψευτοταπείνωσης, που δικαιολογεί και καλύπτει τη νωθρότητα. Ας ισορροπήσουμε και ας έχουμε την αίσθηση ότι η αγάπη μπορεί να είναι αληθινή, χωρίς να συμβιβάζεται, μόνο και μόνο για το φαίνεσθαι, με το ευχάριστο που είναι ψεύτικο.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 14 Μαΐου 2025