12/5/25

ΕΠΕΘΗΚΕΝ ΑΥΤΗ ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ

 

«Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν» (Λουκ. 13, 12-13)

«Ὅταν τὴν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς, τὴ φώναξε καὶ τῆς εἶπε· «Γυναίκα, ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου».῎Εβαλε πάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ὀρθώθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό». 

            Μια κίνηση τρυφερότητας, ευλογίας και μετάδοσης της δικής Του θεϊκής ενέργειας κάνει ο Χριστός στη συναγωγή των Ιουδαίων, ημέρα Σάββατο. Στο ακροατήριο της διδαχής Του ήταν και μια συγκύπτουσα, μια κυρτωμένη επί δεκαοκτώ χρόνια γυναίκα. Μπορεί να βίωνε το μαρτύριο της ασθένειας, όμως δεν έχασε την πίστη της στον Θεό. Γι’ αυτό και, παρά το οικτρό θέαμα της όψης της, το οποίο συνδυαζόταν με την πεποίθηση που είχαν οι πολλοί ότι κάποια αμαρτία έπρεπε να είχε κάνει για να τιμωρούνταν τόσο πολύ, η γυναίκα παραμένει στη συναγωγή, παραμένει κοντά στον Θεό. Και η παρουσία του Χριστού της δίνει την υγεία, τη λύτρωση, την αποκατάσταση. Δεν το ζήτησε από τον Χριστό. Ο Κύριος βλέπει τη δύναμη της πίστης της και την υπομονή της, το αγόγγυστο για τον Θεό, και θαυματουργεί.

Ο Χριστός αποκαθιστά το σώμα της γυναίκας με τα χέρια Του. Δείχνει έτσι ότι για τον Θεό ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή. Και η κίνηση του Κυρίου να βάλει τα χέρια Του στη γυναίκα, μπορεί και πάνω στην κυρτωμένη πλάτη της, είναι μία κίνηση πατρική, κίνηση αγκαλιάσματος του τραύματος του ανθρώπου, ίασής του, αλλά και αναγνώρισης από την πλευρά του Θεού ότι όταν ο άνθρωπος έχει την υπομονή στις δοκιμασίες που δεν έχουν να κάνουν με την ψυχική του κατάσταση, αλλά είναι απότοκες της φθοράς και του χρόνου, τότε έρχεται η ώρα της ίασης και της σωτηρίας. Χρειαζόμαστε όμως πίστη γνήσια και όχι την τυπολατρία του αρχισυναγώγου, ο οποίος είχε πλάσει στον νου του έναν Θεό τιμωρό, ένα Θεό τηρητή διατάξεων που είχαν δοθεί για λόγους οριοθέτησης της ζωής, όχι για να καταργήσουν τη ζωή. Χρειαζόμαστε αγάπη, για να δούμε ότι ο Θεός είναι αγάπη, αυτή μας δίνει, αυτή μας ζητά.

Ας αναζητήσουμε στη σχέση με τον Χριστό εν τη Εκκλησία την πατρότητα του Θεού. Το αγκάλιασμα που μας ενισχύει και μας παρηγορεί. Και ας μη νικηθούμε σε όποιαν δοκιμασία κι αν μας βρίσκει στη ζωή μας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

7 Δεκεμβρίου 2025

Κυριακή Ι’ Λουκά

12/3/25

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΡΑΦΗ

Είπε ο Αββάς Σισώης ο Θηβαίος: “Την Καινή Διαθήκη διαβάζω και στην Παλαιά γυρίζω ξανά” (από το ‘Γεροντικό”)

Η Αγία Γραφή μπορεί να είναι το βιβλίο με την μεγαλύτερη παγκόσμια κυκλοφορία στην ιστορία των εκδόσεων, αλλά σήμερα δεν δείχνει να μας αγγίζει, ούτε τους μεγαλύτερους ούτε τους νεώτερους. Παρότι η ανάγνωσή της αποτελεί αφόρμηση πνευματικής ανατροφοδότησης και  αναζωογόνησης της ύπαρξης, οι άνθρωποι είτε δεν έχουμε χρόνο είτε έχουμε άλλες ασχολίες είτε δεν μας ενδιαφέρει η πνευματική μας πορεία, με αποτέλεσμα η Γραφή να είναι ένα βιβλίο για τη βιβλιοθήκη ή μία ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία δεν ανατρέχουμε.

Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μάς υπενθυμίζει την ενότητα της Αγίας Γραφής, τον συγκερασμό Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Μοιάζουμε σήμερα σαν να βρισκόμαστε ξανά στην περίοδο της Παλαιάς. Σαν να μην έχει έρθει ο Χριστός και η ζωή μας να βρίσκεται σε έναν πνευματικό εγωκεντρισμό. Να επιβιώσουμε, να πλουτίσουμε, να απολαύσουμε, να κυριαρχήσουμε με κάθε τρόπο και μέσο. Δεν κοιτάμε ψηλά, αλλά μόνο στα δικά μας. Ο Θεός, όταν υπάρχει στη ζωή μας, συνήθως είναι για να μας δίνει αυτά που ζητάμε ή για να μας εξασφαλίζει μία ησυχία ψυχική και όχι για να μας κινητοποιεί, να μας εγείρει σε πόλεμο πνευματικό εναντίον του κακού, της αμαρτίας, των λογισμών. Η Αγία Γραφή μάς ωθεί να δούμε τη ζωή μέσα από τα μάτια του συνανθρώπου μας. Να αγαπήσουμε τον πλησίον όπως τον εαυτό μας, για να μπορέσουμε να ζήσουμε την αγάπη ως την οδό που βγάζει στον Θεό. Να αποφύγουμε τον συγκρητισμό, δηλαδή το ανακάτεμα των όποιων αληθειών και την δημιουργία ενός τρόπου ζωής στον οποίο αυτό που είναι ο Θεός δεν έχει σημασία, αλλά αυτό που βολεύει εμάς. Διότι η Παλαιά Διαθήκη δεν ήταν μόνο η αποκάλυψη και η συνεχής υπόμνηση του Θεού προς τον λαό του Ισραήλ Ποιος είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αλλά και μία ενίσχυση αυτού του λαού στην πάλη εναντίον της ειδωλολατρίας των καιρών του, όπως αυτή εκφραζόταν με τη θεοποίηση της εξουσίας, με τον ανθρωπομορφισμό των ψεύτικων θεών, που πλάθονταν κατ’ εικόνα των ανθρώπινων παθών και αναγκών, όπως επίσης και μία αίσθηση ότι δεν υπάρχει ανάσταση και αιωνιότητα και ο άνθρωπος είναι μόνο ψυχή.

Η Καινή Διαθήκη είναι ο τρόπος του Χριστού και της Εκκλησίας, η οποία εν Αγίω Πνεύματι συνεχίζει το Ευαγγέλιο. Δεν είναι μόνο μία ηθική αλλαγή, την οποία προτείνει, αν και σήμερα και το ήθος δείχνει αδιάφορο μπροστά στα υλικά αγαθά, τη δόξα και την απόλαυση. Είναι η όντως μεταμόρφωση του ανθρώπου σε υπαρξιακό επίπεδο, καθώς όποιος πιστεύει και γίνεται μέλος της Εκκλησίας στην πράξη, και ανασυγκροτείται εντός του και αγαπά Θεό και άνθρωπο. Είναι μια πάλη αυτή, η οποία συνοδεύεται από απαντήσεις στις δυσκολίες της ζωής, της συνύπαρξης, της καθημερινότητας, αλλά και του κόσμου. 

Στην καθημερινότητά μας, όπου λείπει η ειρήνη της καρδιάς και κυριαρχεί το άγχος, ο λόγος του Θεού είναι αρχή ζωής που μας κάνει να στεκόμαστε στα πόδια μας. Μέσα από τον διάλογο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης βλέπουμε τις ελλείψεις μας και παίρνουμε αποφάσεις αγώνα για αλλαγή. Νιώθουμε ποια είναι η πνευματική ιστορία του κόσμου, στην οποία ανήκουμε. Σε κάθε πρόκληση είτε της ζωής είτε των σχέσεών μας μπορούμε να απαντήσουμε με πίστη, ιδίως απέναντι στη φθορά και τον θάνατο. Και δεν είμαστε μόνοι. 

Ας διαβάσουμε οι μεγαλύτεροι και ας μοιραστούμε με τους νεώτερους την αληθινή σοφία του Θεού που μας φανερώθηκε εν σαρκί!  

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύτηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

           Στο φύλλο της Τετάρτης 3 Δεκεμβρίου 2025

11/28/25

ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ, ΠΟΥ ΜΕΝΕΙΣ;

«Στραφεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς·  τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ραββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις;  λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. ἦν ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾿Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ» (Ιωάν. 1, 38-41) 

«Στράφηκε τότε ὁ Ἰησοῦς καί, ὅταν τούς εἶδε νά τόν ἀκολουθοῦν, τούς λέει:  «Τί ζητᾶτε;» Ἐκεῖνοι  τοῦ εἶπαν: «Ραββί – πού ὅταν ἑρμηνεύεται λέγεται Δάσκαλε – ποῦ μένεις;»  Τούς λέει: «Ἐλᾶτε καί θά δεῖτε». Ἦρθαν, λοιπόν, καί εἶδαν ποῦ μένει, καί ἔμειναν κοντά του ἐκείνη  τήν ἡμέρα. Ἡ ὥρα ἦταν  περίπου τέσσερις τό ἀπόγευμα.  Ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα Πέτρου, ἕνας ἀπό τούς δύο πού ἄκουσαν ἀπό τὀν Ἰωάννη καί τόν ἀκολούθησαν». 

            «Πού μένεις;», ρωτά ο απόστολος Ανδρέας τον Χριστό, όταν ακούει από τον πρώτο δάσκαλό του, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι ο Ιησούς είναι ο αμνός του Θεού, που θα πάρει επάνω Του όλη την αμαρτία του κόσμου.  Και ο Χριστός τους καλεί να έρθουν εκεί όπου Τον φιλοξενούσαν, στην πορεία του ευαγγελισμού των ανθρώπων, καθότι ο Κύριος δεν είχε τίποτε δικό Του. Και βλέποντας ο απόστολος Ανδρέας το ότι ο Χριστός δεν ήρθε για να επιβιώσει από τη διδασκαλία, τον λόγο, τα έργα Του, αλλά να γίνει θυσία για όλους, αισθάνεται ότι εδώ δεν έχει να κάνει με έναν συνηθισμένο διδάσκαλο, προφήτη, ξεχωριστό άνθρωπο, αλλά με τον Μεσσία, τον απεσταλμένο από τον Θεό για να λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία και τον θάνατο. Είχε όμως αναζήτηση ο απόστολος Ανδρέας. Ήθελε μία αληθινή ζωή, πέρα από την επιβίωση. Δεν είχε ως κέντρο της ζωής τον εαυτό του, αλλά ακολουθούσε εκείνον που ένιωθε ότι μιλούσε στην ψυχή του, πρώτα τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και κατόπιν τον Χριστό.

            «Πού μένεις;», θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον Χριστό κι εμείς σήμερα. Η δική Του απάντηση προς εμάς θα ήταν και πάλι «Ελάτε και θα δείτε». Μένει στα σπίτια των φτωχών. Μένει στις καρδιές των αρρώστων και πονεμένων. Μένει σ’ εκείνους που αναζητούν την αλήθεια. Μένει στους ασυμβίβαστους με την αμαρτία. Μένει όμως και στους αμαρτωλούς που έχουν επίγνωση. Μένει στην Αγία Τράπεζα, όταν τελείται η θεία λειτουργία, στην οποία ο Ίδιος είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος. Μένει στα χείλη και στην καρδιά που προσεύχονται. Μένει στη συγχώρεση και στην αλλαγή της πορείας. Μένει στις καρδιές των παιδιών που δεν κρατάνε το κακό που τους γίνεται. Μένει σε όσους θέλουν να Τον βρούνε. Μένει όμως κι εκεί όπου δεν το περιμένει κάποιος: στις κρυμμένες στροφές της ζωής μας, εκεί όπου το σκοτάδι, η απελπισία και ο θάνατος καραδοκούν, και κάνει ένα σινιάλο φωτός, αρκεί η καρδιά μας να έχει μάτια για να το δει, όσο κι αν πονά.

            Πού δεν μένει; Στους αυτάρκεις, κληρικούς και λαϊκούς που έχουν απαντήσεις για όλα, αλλά δεν ζούνε την αγάπη. Στους ατομιστές, που δεν κοιτάζουν τον διπλανό τους. Σε όσους έχουν αποφασίσει ότι μαζί Του θα περάσουν καλά. Σε όσους τελικά Τον θεωρούν δεδομένο στη ζωή τους, διότι δεν έχουν έρωτα και λαχτάρα γι’ Αυτόν.

            Ας μας βοηθήσει ο Άγιος απόστολος Ανδρέας με την προσευχή του και το παράδειγμά του να θέτουμε συνεχώς στον εαυτό μας το ερώτημα «Κύριε, πού μένεις;», για να ακούμε από Εκείνον το «ελάτε και δείτε» να εκπληρώνεται στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας, χωρίς κατάκριση και απόρριψη από εμάς, αλλά με την αγάπη που λυτρώνει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

30 Νοεμβρίου 2025

Του αγίου Αποστόλου Ανδρέου

11/26/25

ΠΑΝΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

 

Ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος φέρνει τον επισκέπτη μπροστά από μία σειρά θαυματουργών εικόνων της Υπεραγίας Θεοτόκου, σε όλα τα μοναστήρια της αθωνικής πολιτείας. Η Παναγία είναι η μάνα των μοναχών, είναι η οικονόμος των αναγκών τους, είναι η οδηγήτρια στον πνευματικό τους αγώνα, είναι αυτή που γοργά ακούει τις ανησυχίες και τους καημούς τους, κάνει θαύματα τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα, γίνεται η συνοδοιπόρος στα βήματα προς τον ουρανό, υφίσταται την οργή των εχθρών της πίστης, αλλά και βγαίνει νικήτρια στην πολεμική εναντίον της, καθώς ουδείς βλάσφημος δικαιώνεται, και την ίδια στιγμή όποιος προσπέσει στα πόδια της αισθάνεται μια χάρη αδιόρατη και ευλογημένη. Αυτή της υπέρβασης της μοναξιάς.
Η Παναγία γίνεται ο τρόπος προς έναν άλλον δρόμο, αυτόν της βασιλείας του Θεού. Στις εικόνες της σπουδάζουμε τον χρόνο όχι στην ταχύτητα του παρόντος αιώνος, εκείνη που μας πνίγει στο άγχος, στην πίεση, στη φουρτούνα, στην ανάγκη να μην αφήσουμε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, διότι αλλιώς μας περιμένει η πλήξη, αλλά στον τρόπο της αιωνιότητας, ο οποίος περνά από την προσευχή. Μπροστά στις εικόνες της ακούμε τον εαυτό μας, τη μέσα μας φωνή που μας λέει ότι δεν είναι εδώ η μένουσα πόλη μας, αλλά τα πάντα δείχνουν την μέλλουσα, αυτή της αγάπης, της συνάντησης με τον Θεό και τον συνάνθρωπό, της εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού, όπως έκανε η Κυρία Θεοτόκος, αυτή που μας υπενθυμίζει ότι η ζωή χωρίς συγχώρεση και ταπείνωση δεν έχει νόημα που ξεπερνά το παρόν.
Και μπροστά σε κάθε εικόνα της νιώθουμε τη φωνή της Μάνας μας που μας νοιάζεται, μας τρέφει, μας παρηγορεί, μας στηρίζει. Νιώθουμε ότι κοντά της δεν είμαστε μόνοι, τόσο μόνοι όσο ο φθόνος των ανθρώπων μας κάνει να αισθανόμαστε, η αδυναμία να συνεννοηθούμε αυθεντικά, οι παράλληλοι μονόλογοί μας που μας κάνουν να λειτουργούμε σαν ξένοι. Εκείνη φιλοξένησε στην μήτρα της τον Αχώρητο. Έθρεψε με το γάλα της τον Τροφέα της κτίσης. Τον κράτησε στα πρώτα του βήματα από το χέρι, Αυτόν που κρατά στη χούφτα Του τα σύμπαντα. Του έμαθε να μιλά και να την ακούει, Αυτόν που είναι ο Λόγος και το ευήκοον ους. Τον συντρόφεψε στον αγώνα του Ευαγγελίου. Τον ακολούθησε μέχρι σταυρού, ταφής και αναστάσεως. Και συνεχίζει να είναι μαζί Του, παρισταμένη ως βασίλισσα εκ δεξιών Του, όχι για να απολαύσει τη δωρεά και τη δόξα, αλλά για να συνεχίζει να μας δείχνει ότι όσο ο Χριστός είναι μαζί μας κι εμείς μαζί Του δεν υπάρχει μοναξιά. Όσο την επικαλούμαστε με τον τρόπο της Εκκλησίας και θέλουμε τις πρεσβείες της εκείνη παραμένει η ακοίμητη λαμπάδα που φωτίζει το σκοτάδι μας για να φτάσουμε στον Ήλιο της Δικαιοσύνης.
Το μόνο που ζητούν οι Παναγίες του Αγίου Όρους είναι η προσευχή μας. Αυτή που μας κάνει να αναφερόμαστε στον Τριαδικό Θεό και να νιώθουμε ότι δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε, αλλά ποιοι θέλουμε να γίνουμε, παιδιά του Θεού που δεν θα λυγίσουμε ούτε από το κακό και την αμαρτία, ούτε από τον πειρασμό του αιώνος τούτου, διότι Αυτή δεν μας λησμονεί. Αρκεί ένα «την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», που να βγαίνει από την καρδιά μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της Τετάρτης 26 Νοεμβρίου 2025

11/21/25

Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΣΤΑΣΗ

 «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ῎Αφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12,20)

Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός· “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;” 

            Άφρων ένας πλούσιος στην ομώνυμη παραβολή που διηγείται ο Χριστός. Συζητά μόνο με τον εαυτό του και με κανέναν άλλο. Δεν βλέπει τη ζωή ευχαριστιακά, αλλά θεωρεί ότι η γη του είναι εύφορη και άφθονη διότι ο ίδιος έχει την εύνοια της τύχης ή του ουρανού, και όχι επειδή ακόμη και η ευφορία είναι ευλογία και δοκιμασία. Ευλογία, για να δοξάζει τον Θεό και να έχει χαρά στη ζωή του, δοκιμασία, για να δει ποιες είναι οι προτεραιότητές του και να αποφασίσει αν είναι ο ίδιος θεός ή άνθρωπος που μέσα στη χαρά του δεν ξεχνά ούτε τον Θεό ούτε τον πλησίον. Έγνοιά του η εξασφάλιση του κεφαλαίου του, οι επενδύσεις, η κράτησή του για αποκλειστικό λογαριασμό του, η ικανοποίηση της δίψας για ηδονή, μέσω της καλοφαγίας, της ανάπαυσης, της απόλαυσης με τα αγαθά της σάρκας και της ζωής αυτής που μας δίδονται για χρήση και όχι για κατάχρηση. Αποκορύφωμα της αφροσύνης όμως είναι η απουσία της μνήμης και της μελέτης του θανάτου, η αίσθηση ότι θα είναι αθάνατος και ότι για πάντα θα απολαμβάνει. Αφροσύνη η λησμοσύνη της φθαρτότητας, της θνητότητας, της δύναμης του χρόνου.

Συνέπεια της αφροσύνης ο θάνατος, η απώλεια κάθε ιδιοκτησίας και το μεγάλο ερωτηματικό τού τι μέλλει γενέσθαι για την ύπαρξη, αν μάλιστα θεωρήσουμε ότι ο άφρων θα διαπιστώσει ότι ο μηδενισμός του για την μετά θάνατον ζωή θα διαψευστεί πανηγυρικά, καθώς κάποιοι θα απαιτήσουν την ψυχή του, δαίμονες ή άγγελοι που θα τον οδηγήσουν στην μοναξιά της κόλασης, το έσχατο σημείο της αφροσύνης. Να έχουμε πλαστεί για κοινωνία, για αγάπη, για Θεό, για συνάνθρωπο, για αγιότητα, για ελευθερία από κάθε εξάρτηση, για ανάσταση και αιωνιότητα κι εμείς να διαλέγουμε κόλαση.

            Η αφροσύνη είναι το χαρακτηριστικό του κόσμου μας. Το βλέπουμε στις επιλογές του. Συζητά χωρίς Θεό, κάποτε μάλιστα με θράσος Τον επικαλείται ως βοηθό για να δικαιολογήσει τις ανομίες εις βάρος των άλλων. Δεν βλέπει τη ζωή ευχαριστιακά και η έγνοιά του είναι το χρήμα, η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, οι ηδονές του βίου. Δεν έχει ούτε μνήμη ούτε μελέτη θανάτου, με την αίσθηση του άτρωτου χάρις στην τεχνολογία, την ιατρική, την επιστήμη, τις δυνατότητες της προόδου. Θριαμβεύει ο μηδενισμός του εξουσιαστή, αυτού που ρυθμίζει μοίρες και ζωές και με ικανοποίηση βλέπει τον εαυτό του να απολαμβάνει.

Κι εμείς, όσοι νιώθουμε την αφροσύνη αυτή; Ας μην παίρνουμε το μέρος των αφρόνων. Ας προσευχόμαστε εν επιγνώσει στον Θεό να δίνει μετάνοια. Κι ας παλεύουμε, μέσα στο λαμπερό και σκοτεινό την ίδια στιγμή ψέμα, να κρατήσουμε την αγάπη, την ευχαριστία και  τη σωφροσύνη ότι υπάρχει ο τρόπος της βασιλείας του Θεού, ο τρόπος της Εκκλησίας που γίνεται ζωή μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό και την παρουσία Του, που μας κάνει να μοιραζόμαστε.

Κι ας μοιραζόμαστε! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

23 Νοεμβρίου 2025

Κυριακή Θ’ Λουκά- του άφρονος πλουσίου

11/20/25

ΤΡΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

«Ἐξανοιγέσθω ἡ πύλη τοῦ θεοδόχου ναοῦ. Τὸν γὰρ ναόν  τοῦ πάντων βασιλέως καὶ θρόνον σήμερον ἐν δόξῃ ἔνδον λαβών, Ἰωακείμ ἀνατίθεται, ἀφιερώσας Κυρίῳ τὴν ἐξ αὐτοῦ ἐκλεχθεῖσαν ὡς Μητέρα Θεοῦ» (από τα Στιχηρά των Αίνων της ερτής των Εισοδίων της Θεοτόκου)

«Ας ανοίξει η πύλη του ναού που δέχεται τον Θεό. Διότι την Παναγία που είναι ο ναός του βασιλιά των πάντων και ο θρόνος Του, αφού την πήρε από το χέρι ο Ιωακείμ με όλη τη δόξα την εναπόθεσε στον ναό, αφού αφιέρωσε στον Κύριο εκείνη που διαλέχτηκε από Αυτόν ως Μητέρα του Θεού» 

           Τρία ξεχωριστά μηνύματα λαμβάνουμε από την υμνολογική παράδοση της Εκκλησίας μας για την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου.

Το πρώτο, ότι ένας γονέας, ο οποίος απέκτησε παιδί σε προχωρημένη ηλικία, επειδή ο Θεός το θέλησε και όχι η ανθρώπινη φύση και οι νόμοι της, παίρνει την απόφαση να το αφιερώσει σε ηλικία τριών ετών στον ναό του Θεού. Αναγνωρίζει έτσι ότι το παιδί δεν του ανήκει, αλλά ανήκει στον Θεό, όπως και ο κάθε άνθρωπος. Νικά την κτητικότητα που οι άνθρωποι εύλογα αισθανόμαστε απέναντι στα παιδιά μας, τα οποία τα μεγαλώνουμε συχνά σαν να πρόκειται να τα κρατήσουμε για πάντα δικά μας, δεν τα μαθαίνουμε να αναλαμβάνουν τις ευθύνες της ζωής, δεν τα ωθούμε να γίνουν ελεύθερες προσωπικότητες, αλλά επενδύουμε σ’ αυτά σαν να πρόκειται να μείνουν για πάντα μαζί μας, ταλαιπωρώντας τα ψυχικά και φορτώνοντάς τα με την «υποχρέωση» να παραμείνουν εξαρτημένα από εμάς, υπερπροστατεύοντάς τα και μη εμπιστευόμενοι ούτε τον πρόσωπό τους, ούτε τον Θεό που προνοεί και ανοίγει τον δρόμο για τον κάθε άνθρωπο. Ο Ιωακείμ νιώθει ότι το παιδί είναι δικό του, αλλά πρωτίστως είναι του Θεού.

Το δεύτερο, ότι ο ναός γίνεται το σπίτι της Παναγίας και ότι πάντοτε παραμένει και το δικό μας σπίτι. Ο κάθε άνθρωπος καλείται να ζήσει τη ζωή με βάση τις αρχές και τις αξίες που παίρνει από την οικογένειά του, αλλά να κάνει και τα δικά του βήματα. Αυτά, στην παράδοσή μας, περνούν από τον ναό. Από τη γνώση της πίστης και τη βίωσή της. Από την αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Από την αίσθηση ότι δεν υπάρχουμε μόνο για τα δικά μας, αλλά για όλα που μας δίνονται μέσα από τη σχέση με τον Θεό και ότι καλούμαστε να ετοιμαστούμε για να μπορέσουμε όποια τροφή λάβουμε από την πίστη, να τη δώσουμε στον κόσμο που ζούμε.

Το τρίτο, ότι ο Παναγία εκλέχτηκε από τον Θεό να γίνει η Μητέρα του Χριστού. Πιστεύουμε στον Θεό που έγινε άνθρωπος, ένας από εμάς. Δεν είναι παρατηρητής εξ ουρανού, αλλά προσέλαβε τη σάρκα μας, περπάτησε τα βήματά μας, μας μίλησε, μας γιάτρεψε, μας έδειξε τον δρόμο, έπαθε από εμάς και για εμάς, έζησε μέχρι και τον θάνατο, για να αναστηθεί και να μας αναστήσει. Ο δρόμος της ενανθρώπησης περνά μέσα από την Παναγία. Για να γίνει όμως αυτή η μητέρα του Θεού, δεν αρκεί η εκλογή της από τον ουρανό. Χρειάζεται και η δική της συγκατάθεση, η οποία δεν έρχεται ξαφνικά την ώρα του Ευαγγελισμού, αλλά ξεκινά από την προετοιμασία του ναού. Επί εννέα χρόνια θα ζήσει στα Άγια των Αγίων. Θα τρέφεται από τον ουράνιο άρτο. Θα προσεύχεται. Θα συνυπάρχει με τις υπόλοιπες κόρες, όχι για να καυχηθεί, αλλά για να διακονεί, τον ναό και τον Θεό. Τα κατά άνθρωπον και τα κατά τον ουρανό. Με ταπείνωση θα προσφέρει την καθαριότητα και την καθαρότητα. Την προσευχή και την ακρόαση του νόμου του Θεού. Την επίγνωση της κλήσης να είναι όχι απλώς εικόνα Θεού, αλλά και να αγωνίζεται για την ομοίωση. Εννέα χρόνια αγώνα και εννέα χρόνια ευχαριστίας και δοξολογίας στον Θεό. Πλούσια η δωρεά του Θεού, ανεκτίμητη, το να γίνει η Παναγία η Μητέρα Του. Αλλά και πλούσια η καρδιά της Παναγίας σε χαρίσματα, αυτά που μπορεί να μην κάνουν θόρυβο, αλλά δίνουν το αληθινό κάλλος, αυτό που κρατά για πάντα.

Γονείς του σήμερα, νιότη του σήμερα, πιστοί του σήμερα, ας διδαχθούμε, ας εμπιστευθούμε, ας νοηματοδοτήσουμε την πορεία μας μέσα από τον ναό του Θεού, την ομορφιά της λατρείας, της ευχαριστίας, της κοινωνίας της αγάπης με Εκείνον και τον συνάνθρωπό μας, διά των πρεσβειών της Κυρίας Θεοτόκου!

Χρόνια πολλά κι ευλογημένα! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

21 Νοεμβρίου 2025

Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου

11/19/25

ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ

 

Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Αν ζει κάποιος με νηστεία και πείνα, οι εχθροί χάνουν τη δύναμή τους στην ψυχή του» (από το «Γεροντικό»)

Κάθε περίοδος του χρόνου που καταλήγει σε μια μεγάλη γιορτή για την Εκκλησία είναι ευκαιρία νηστείας. Η νηστεία περιλαμβάνει την αλλαγή του διατροφικού κανόνα, μολονότι στους καιρούς μας οι vegeterian και vegan τροφές έχουν προσδώσει στη νηστεία τον χαρακτήρα της αφθονίας της τροφής. Μπορεί να μην είναι ίσως η πιο νόστιμη, υπάρχει όμως σε ποικιλία και ποσότητα. Γι’ αυτό και αρκετοί πιστοί αισθάνονται ότι η νηστεία σήμερα είναι μία πολύ πιο εύκολη υπόθεση σε σχέση με το παρελθόν.

Δεν είναι όμως μόνο αυτή η θεώρηση της νηστείας επαρκής. Η νηστεία έχει μέσα της τον χαρακτήρα της πείνας. Η πείνα δεν σχετίζεται μόνο με τρόφιμα τα οποία έχουν νοστιμιά, θρεπτικότητα, γίνονται έκφραση της αφθονίας και του καταναλωτισμού του καιρού μας. Η νηστεία έχει να κάνει και με τη στέρηση, αλλά, κυρίως, με την εύρεση ενός αισθήματος πείνας για νόημα. Πείνας να φύγουν οι αμαρτίες του ανθρώπου από το προσκήνιο και να έρθουν στην καρδιά μας η πίστη στον Θεό, η σχέση μαζί Του και η αγάπη. Αυτή η πείνα λείπει συχνά από την απόφασή μας να νηστέψουμε. Ακολουθούμε τη συνήθεια, την ανάγκη της διατροφικής αποτοξίνωσης, χωρίς όμως να νιώθουμε την ψυχή μας να λαχταρά μιαν άλλη πορεία.

Η νηστεία, σύμφωνα με τον ασκητικό λόγο, όταν συνοδεύεται από την πείνα για αλήθεια, νόημα, αγάπη, Θεό μάς κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε εχθρούς που δεν τους νιώθουμε. Αυτοί έχουν να κάνουν με το πνεύμα του κακού και την έκφρασή του στον κόσμο. Είναι ο μέσα κόσμος μας, ο οποίος ζητά αυτοδικαίωση, δόξα, απόλαυση χωρίς να δώσει, να θυσιάσει, να στερηθεί. Χωρίς να παλέψει να γίνει «εμείς». Είναι ένας πολιτισμός, ο οποίος μένει στο σήμερα και στις στιγμές του, σε έναν βομβαρδισμό πληροφορίας και, ταυτόχρονα, κατάκρισης. Ούτε οι δαίμονες πλάστηκαν δαίμονες, ούτε ο εαυτός μας είναι κακός από τη φύση του, ούτε ο πολιτισμός είναι καταστροφικός. Χωρίς Θεό όμως, χωρίς αγάπη και ταπείνωση, όλα διαβάλλονται, αλλοιώνονται, λειτουργούν στην προοπτική του «εγώ και μόνον εγώ».

Γι’ αυτό και η νηστεία, μαζί με την πείνα, όταν αποσκοπούν στο να νιώσουμε τις εξαρτήσεις μας, είτε αυτές είναι απ’ την τροφή είτε από την εικόνα είτε  από ουσίες είτε από την επιθυμία για δόξα και δικαίωση, είτε από την ικανοποίηση του ποιοι είμαστε, είναι μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας κι ας φαίνεται ότι κρατά για λίγο. Η νηστεία συνδυάζεται με τη γιορτή. Και η γιορτή που έχει μαζί της τής πίστης το κλειδί γίνεται αρχή για να ξαναβρούμε το ήθος της Εκκλησίας, της κοινότητας, του «μαζί». Νηστεύουμε όχι για να κοινωνήσουμε, αλλά επειδή κοινωνούμε. Νηστεύουμε όχι για να επιτελέσουμε ένα θρησκευτικό καθήκον, αλλά επειδή θέλουμε να γιορτάσουμε. Νηστεύουμε τελικά για να ξεκινήσουμε να παλεύουμε για την πείνα που αλλάζει τον κόσμο μας και, την ίδια στιγμή, και τον κόσμο των όσων βρίσκονται γύρω μας.

Όσο μπορούμε, ας ξαναβρούμε το νόημα της νηστείας, συνδυάζοντάς την με την πείνα. Κι αν δεν μπορούμε να φτάσουμε στο τέρμα, ας προσπαθήσουμε. Κάθε χρόνος, κάθε στιγμή είναι ένα λιθαράκι στο μονοπάτι της βασιλείας του Θεού, της αγάπης, της ζωής που χορταίνει Χριστό. Τον απόντα από τις γιορτές του καταναλωτικού κόσμου, αλλά παρόντα για πάντα στον χρόνο και στην υπέρβασή του. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύτηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 19ης Νοεμβρίου 2025