9/20/25

CORMAC McCARTHY, «Ο ΔΡΟΜΟΣ»

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 169- CORMAC McCARTHY, «Ο ΔΡΟΜΟΣ», μετάφραση Γιώργος Κυριαζής, εκδόσεις Gutenberg 

Ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Cormac McCarthy (1933-2023) έγραψε το 2006 ένα μυθιστόρημα φαινομενικά απόγνωσης για τον άνθρωπο και τον κόσμο μας με τίτλο «Ο δρόμος». Πρόσφατα κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Gutenberg, στην καλαίσθητη σειρά  Aldina, σε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή (η πρώτη έκδοση στα ελληνικά ήταν σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ από τον ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ). Το έργο πήρε βραβείο Πούλιτζερ το 2007. Το 2009 μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο από τον Αυστραλοκαναδό σκηνοθέτη Τζον Χίλκοτ.

Το μυθιστόρημα έχει εκτυλίσσεται στην Αμερική μετά από έναν πραγματικό Αρμαγεδδώνα. Η γη είναι καμένα. Όπου και να βαδίσει κάποιος μόνο πτώματα υπάρχουν, πόλεις κατεστραμμένες και απουσία τροφής. Ελάχιστο νερό υπάρχει στα όσα ποτάμια έχουν απομείνει. Χαρακτηριστικό η μοναξιά. Δύο φιγούρες περπατούν σ’ αυτόν τον τραγικό κόσμο: ένας πατέρας κι ένας γιος, που πηγαίνουν προς την ακτή, ελπίζοντας ότι δίπλα στη θάλασσα θα βρούνε τρόπο να επιβιώσουν. Ένα όπλο με δύο σφαίρες είναι ό,τι έχουν για να προφυλαχτούν, ένα καρότσι με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και την τυποποιημένη τροφή αυτό που κουβαλάνε. Θα συναντήσουν ελάχιστες μορφές: έναν κλέφτη που αγωνίζεται να επιβιώσει, ένα σπίτι στο υπόγειο του οποίου φυλάσσονται αιχμάλωτοι άνθρωποι για να φαγωθούν ως τροφή από τους λίγους που έχουν τα όπλα, κάπου κάπου ένα παιδί και ένα σκυλί, τα οποία δεν μπορούν οι ήρωες να βοηθήσουν. Καταθλιπτικό το τοπίο, δεμένο με αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή, που ήταν όμως εξίσου μοναχική. Αντίβαρο στην καταστροφή, εκτός από τις μνήμες ο αγώνας του πατέρα να μάθει γράμματα στο παιδί, κυρίως όμως η αγάπη και η αφοσίωση του οικογενειακού δεσμού. Ο συγγραφέας φαίνεται να αποτυπώνει ένα μέλλον χωρίς ελπίδα για το ανθρώπινο είδος. Ο αναγνώστης όμως διαβλέπει ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η πίστη στην ανάσα του Θεού, η αγάπη που δένει την οικογένεια, αλλά και η έγνοια για τον άλλον, ακόμη κι αν πραγματικά δεν μπορείς να τον βοηθήσεις, αποτελούν τις αξίες εκείνες που κρατάνε τον άνθρωπο σε έναν κόσμο που εύκολα καταστρέφεται και καταστρέφει, ακριβώς όταν οι άνθρωποι επιλέγουμε το χειρότερο που είναι η απαίτηση της δύναμης και της εξουσίας, δρόμος καταστροφής.

Ο  McCarthy δείχνει ότι ο δρόμος που βαδίζει η ανθρωπότητα δεν μπορεί να βγάλει κάπου μόνο με την ύλη και τα αγαθά. Αυτός ο δρόμος γεννά την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας, χωρίς, στην πραγματικότητα, να αφήνει τον άνθρωπο να διαπιστώσει το μεγάλο του έλλειμμα που είναι η σπάνις της αγάπης. Κι όταν έρθει η καταστροφή (διόλου απίθανο με τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε το περιβάλλον), τότε η επιβίωση θα μας θέσει μπροστά στο μεγαλύτερο των ερωτημάτων: υπάρχουμε για να ζούμε, με μόνο κριτήριο τον εαυτό μας, ή υπάρχουν αξίες και νοήματα που περνούνε από την αγάπη, ώστε τελικά να μη χρειαστεί να φτάσουμε, αν προλάβουμε και τις ενεργοποιήσουμε, στο χάος;

Ο McCarthy λειτουργεί ως προφήτης. Μοιάζει απαισιόδοξος και όλοι οι σκεπτόμενοι συμμεριζόμαστε την απαισιοδοξία του. Το μυθιστόρημα είναι γροθιά στο στομάχι. Μετά την καταστροφή οι ελάχιστες τροφές είναι μόνο στις κονσέρβες και την τυποποίηση. Ίσα για την επιβίωση. Μόνο λίγα μήλα που ανακαλύπτουν ο πατέρας και ο γιος κρυμμένα, μία υπόμνηση του Παραδείσου που  χάνουμε όταν περιφρονούμε τη γη και τον συνάνθρωπο, κρατούνε την ελπίδα ότι κάτι θα απομείνει.  Και η οικογένεια την οποία ο γιος θα βρει στο τέλος του μυθιστορήματος θα μας υπενθυμίσει ότι ο θάνατος δεν μπορεί να νικήσει την αγάπη. «Η γυναίκα, όταν τον είδε, άνοιξε τα χέρια της και τον αγκάλιασε. Αχ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, του είπε. Θα του μιλούσε μερικές φορές για τον Θεό. Το αγόρι προσπάθησε να μιλήσει στον Θεό, αλλά ήταν καλύτερα να μιλούσε στον πατέρα του, και όντως του μιλούσε και δεν το ξεχνούσε. Η γυναίκα είπε ότι αυτό δεν πείραζε. Είπε ότι η ανάσα του Θεού εξακολουθούσε να είναι η ανάσα του, κι ας περνούσε από άνθρωπο σε άνθρωπο διά μέσου των αιώνων» (σσ. 268-269). Ο κόσμος που χαλάμε δεν ξαναγίνονται. Αν όμως ακροασθούμε ότι «μέσα στα βαθιά λαγκάδια όπου ζούσαν, όλα ήταν παλιότερα από τον άνθρωπο κι απέπνεαν μυστήριο» (σ. 269) μπορούμε να παλέψουμε ώστε ο δρόμος που τραβάμε να μην είναι της καταστροφής, αλλά  της συνύπαρξης και της αγάπης. Να μη νικήσει το χειρότερο, αλλά το καλύτερο. Η ελπίδα υπάρχει και παραμένει ζώσα, η ευθύνη όμως είναι δική μας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

20 Σεπτεμβρίου 2025